Συμπληρώνονται πια πενήντα χρόνια απ’ όταν ο ταξιδευτής αρχιτέκτονας Γιώργος Πίττας αποβιβάστηκε για πρώτη φορά στην Πάρο και κατέληξε να συνδεθεί διά βίου με το αγαπημένο του Κυκλαδονήσι. Σήμερα, με αυτό το βιβλίο αποτίνει φόρο τιμής στη γη και στους ανθρώπους του, που έγιναν σπίτι και οικογένεια για εκείνον.
Τι ρόλο θα μπορούσε να παίξει ένα βιβλίο για τον διατροφικό πολιτισμό και την παραδοσιακή κουζίνα της Πάρου, σε μια κοινωνία της αφθονίας, όπου βρίσκει κανείς όλα τα αγαθά του κόσμου, με τα εστιατόρια να κατακλύζονται από εδέσματα όλων των εθνικοτήτων; Ποια θα μπορούσε να είναι σήμερα η σκοπιμότητα της γνωριμίας με την παραδοσιακή κουζίνα ενός νησιού, που ψάχνει να βρει την ταυτότητά του μέσα στην παραζάλη της ανάπτυξης και των κοσμοπολίτικων προσανατολισμών;
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Γιώργο Πίττα, «Κάποιοι μπορεί να δουν το βιβλίο μου ως μια ρομαντική επιστροφή σ’ ένα παρελθόν που πέρασε ανεπιστρεπτί, όμως εγώ ισχυρίζομαι ότι για μια εκτόξευση στο μέλλον είναι αναγκαία η μελέτη του παρελθόντος, η άντληση της γνώσης από τη σοφία και τις αξίες του. Έτσι, έχοντας συγκεντρώσει υλικό με αφηγήσεις, ιστορίες και συνταγές, επιχείρησα να τεκμηριώσω την άποψή μου και αισιοδοξώ ότι τα κατάφερα.
Πιστεύω ότι η γαστρονομία είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για να γνωρίσει κανείς την αυθεντικότητα και τα “δαιμόνια” ενός τόπου, την ομορφιά των τοπίων του, το ήθος και τις αξίες των ανθρώπων του, να αποθησαυρίσει έντονες εμπειρίες και αξέχαστα βιώματα. Γιατί η γαστρονομία παραμένει ο καλύτερος τρόπος για να διεισδύσει κανείς στην καρδιά ενός προορισμού, που είναι το προνομιακό πεδίο του ποιοτικού τουρισμού εμπειρίας».
Πενήντα χρόνια Πάρος
Ο Γιώργος Πίττας είναι ένας γοητευτικός αφηγητής, ένας σύγχρονος παραμυθάς που σε παρασέρνει με τις διηγήσεις του, βασισμένες όλες σε προσωπικές του εμπειρίες. Όμως όταν ξεκινά να μιλά για την Πάρο, αλλάζει και ο ίδιος, αλλάζουν οι εκφράσεις του, οι κινήσεις του γίνονται διαφορετικές, αναγνωρίζεις μια ένταση αλλιώτικη να τον διακατέχει.
«Πρωτογνώρισα την Πάρο φοιτητής, καλοκαίρι του 1974, και από τότε δεν σταμάτησα ούτε έναν χρόνο να την επισκέπτομαι, συμπληρώνοντας 50 χρόνια στο νησί. Από την πρώτη στιγμή μαγεύτηκα από την ομορφιά της, την ευγένεια και την καλοσύνη των ανθρώπων της. Γνώρισα το νησί την εποχή της αθωότητας, τότε που ο τουρισμός έκανε τα πρώτα του βήματα, που ο καπετάν Λινάρδος, ο καπετάνιος-θρύλος της Νάουσας, με τη γυμνή πατούσα του συνέθλιπτε τις τραγάνες και τα υπόλοιπα των αχινών, μην τυχόν και μπουν στα πόδια των ξυπόλητων τουριστών του λιμανιού. Όταν οι νοικοκυρές σε φιλοξενούσαν και σου πρόσφεραν να φας δυο αυγά μάτια και ταυτόχρονα σου άνοιγαν τα μάτια σε έναν άγνωστο κόσμο.
Το 1980 αγόρασα το σπιτάκι μου στις Λεύκες, που με καταγοήτευσαν -κι ας ήταν τα περισσότερα σπίτια ερημωμένα- και εκεί έκανα τον γάμο μου το 1990 με τη γυναίκα μου Μπήλιω (σ.σ.: Τσουκαλά), στο μοναστηράκι του Αϊ-Γιάννη του Καπαρού, που είχε 60 χρόνια να τελέσει μυστήριο. Στο νεοκλασικό καφενείο στην πανέμορφη πλατεία του χωριού γιορτάσαμε με λίγους φίλους, εν χορδές και οργάνοις, τη χαρά μας. Κάποια στιγμή, το 1994, δημιούργησα το “Lefkes Village”, ένα μικρό ξενοδοχείο πρότυπο εναλλακτικού τουρισμού -μ’ έναν οικισμό παραθεριστικών κατοικιών- που το λειτούργησα μέχρι το 2022. Στοχεύοντας στην ανάδειξη της αυθεντικής Πάρου, της αφιέρωσα ένα από τα πρώτα μου βιβλία “Πάρος, οδοιπορικό στον τόπο και τον χρόνο”, που 15 χρόνια μετά είναι ακόμα σε κυκλοφορία και ζήτηση. Μπορώ λοιπόν να πω ότι έζησα την Πάρο και ως επισκέπτης και ως παρατηρητής και ως επιχειρηματίας.
Στα πενήντα αυτά χρόνια συντελέστηκαν κοσμοϊστορικές αλλαγές στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία του τουρισμού, όπως και στην ίδια την Πάρο, που κι αυτή, ως αποδέκτης όλων των νέων οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, είδε τη φυσιογνωμία της να αλλάζει. Η Πάρος εξελίχθηκε σε έναν περιζήτητο τουριστικό προορισμό και η ανάπτυξή της υπήρξε ραγδαία.
Τι γίνεται με την υπερδόμηση, όμως, που κινδυνεύει να αλλοιώσει ολοκληρωτικά το μοναδικό φυσικό και δομημένο περιβάλλον, αυτό που υπήρξε πάντα το σήμα κατατεθέν της Πάρου, και που γι’ αυτό ακριβώς την επέλεξαν όλοι όσοι την προτίμησαν, είτε ως προορισμό διακοπών είτε ως τόπο παραθεριστικής κατοικίας; Ο υπερτουρισμός είναι ένα εφιαλτικό σενάριο, το οποίο ωστόσο μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί. Η εποχή της αθωότητας πέρασε ανεπιστρεπτί, το φιλότιμο και η φιλοξενία πρέπει να συμπληρωθούν με τον επαγγελματισμό και με ένα όραμα βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης.
Η θέση μου για το νησί ήταν πάντα αισιόδοξη. Απέναντι στις δυστοπικές θεωρίες για το μέλλον των νησιών που εξαρτώνται από τον τουρισμό -και που δεν είναι σε κάποιο βαθμό αβάσιμες η σθεναρή ανάδειξη της πολιτισμικής τους ταυτότητας, η σύνδεση του τουρισμού με τον πολιτισμό και τον διατροφικό τομέα, καθώς και ο προσανατολισμός σε ποιοτικό τουρισμό είναι προτάσεις που δίνουν ένα πειστικό όραμα. Εύχομαι το βιβλίο μου να βάλει ένα πετραδάκι προς αυτή την κατεύθυνση».
Τι μας λέτε, κύριε Πίττα;
Με το βιβλίο του ο Γιώργος Πίττας επιχειρεί να προσεγγίσει τη γαστρονομία της Πάρου ως ένα ολοκληρωμένο παραγωγικό και κοινωνικό σύστημα, ως διατροφικό πολιτισμό, ως αναγκαιότητα επιβίωσης, ως μια βουτιά στην αγία καθημερινότητα της παραδοσιακής ζωής. Το περιεχόμενό του χωρίζεται σε 8 ενότητες.
Η πρώτη ενότητα έχει ως στόχο την εξοικείωση του αναγνώστη με τον πολιτισμό της διατροφής, με το μεγάλο ενδιαφέρον της σύγχρονης κοινωνίας για τη γαστρονομία, τη σχέση της τελευταίας με τον τουρισμό και τον σημαντικό ρόλο που παίζει στη διαμόρφωση της ταυτότητας κάθε τόπου. Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Φυσικοί Πόροι του τόπου», ο συγγραφέας αναφέρεται στους διαχρονικούς πόρους της Πάρου, τον τόπο και την ιστορία του, τους ανθρώπους και τους οικισμούς που δημιούργησαν, τη φύση, τη χλωρίδα της, τις κυριότερες καλλιέργειες και τα σημαντικότερα προϊόντα του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα.
Η τρίτη ενότητα με τίτλο «Σημάδια του τόπου» παρουσιάζει κτίσματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που εξυπηρέτησαν τις φάσεις μετατροπής των αγαθών της φύσης σε τροφή, ενώ η τέταρτη με τίτλο «Σύγχρονη ζωή» αναφέρεται στο παρόν και περιγράφει τον τρόπο που η Πάρος αξιοποιεί τα γαστρονομικά της αγαθά και πώς τα εντάσσει στη σύγχρονη οικονομική διαδικασία.
Η πέμπτη ενότητα με τίτλο «Κουζίνα της Πάρου» περιλαμβάνει μια καταβύθιση στη γαστρονομία της Πάρου πριν από την έλευση του μοντέρνου τρόπου ζωής και του τουρισμού. Ακολουθεί η έκτη ενότητα με 50 παραδοσιακές συνταγές, που μαγειρεύονται σε σπιτικά ή σε λαϊκές ταβέρνες και εκπροσωπούν το ήθος, την αισθητική και τη φιλοσοφία της παριανής γαστρονομίας. Κάποιες δεν συναντιούνται αλλού (καραβόλοι σκορδαλιά, σαλατούρι, κάλφα σκορδαλιά, γούνα ψητή κ.ά.), άλλες είναι κοινές στα Κυκλαδονήσια ( μυζηθροπιτάκια, ρεβιθάδα, φάβα), κάποιες συναντούμε σε όλη την Ελλάδα (γεμιστά, ντολμαδάκια, κουκιά με αγκινάρες), ενώ υπάρχουν και 2-3 καινοτόμες την εποχή του 1970, που τώρα έχουν ενταχθεί στο σώμα της τοπικής κουζίνας.
Η έβδομη ενότητα είναι αφιερωμένη στις Λεύκες την περίοδο 1960-1980 και ακολουθεί η όγδοη, που περιλαμβάνει έναν κατάλογο με περίπου 50 επαγγελματίες από διαφορετικούς τομείς, όπου κατά τη γνώμη του συγγραφέα περιέχεται ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό έχει να προσφέρει το νησί στον τομέα της γαστρονομίας (τρόφιμα, εστίαση).
Πάρος: Tόπος – Διατροφικός πολιτισμός – Γαστρονομία, εκδ. Γαστρονομικές Κοινότητες Ελλάδας ΑΜΚΕ, 2023, σελ. 288, τιμή €36, κεντρική διάθεση 21ος Αιώνας. To δίγλωσσο (ελληνικά-αγγλικά) βιβλίο θα κυκλοφορήσει τέλη Ιουλίου στα κεντρικά βιβλιοπωλεία.