Πριν λίγο καιρό η ελληνική κουζίνα βρέθηκε στην 7η θέση της λίστας του CNN ως μία από τις καλύτερες κουζίνες του πλανήτη. Το σχετικό άρθρο εκθείαζε την κορυφαία ποιότητα των τοπικών μας προϊόντων δίνοντας έμφαση στην νοστιμιά και τη θρεπτική αξία του ελαιολάδου. Μεταξύ άλλων όμως ανέφερε ως «χειρότερο» ελληνικό φαγητό το σπανακόρυζο λόγω του τρόπου μαγειρέματός του, της υφής του και της αδιάφορης γεύσης του. Και κάπου εδώ τίθεται το προαιώνιο ερώτημα: Ποιό είναι στ’ αλήθεια το χειρότερο ελληνικό φαγητό;
Αν ρωτήσει κανείς τους Έλληνες, πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, θα πουν τις μπάμιες κυρίως λόγω της ενοχλητικής υφής τους (κολλώδης) και της ακόμα πιο ενοχλητικής αίσθησης που αφήνουν στο στόμα τα σποράκια που περιέχουν. Η φήμη τους ως φαγητό που σε καμία περίπτωση δεν μας ξετρελαίνει έχει απασχολήσει από τις μαμάδες και τις γιαγιάδες μας μέχρι διάσημους ξένους συγγραφείς και ψυχολόγους. Η αλήθεια είναι ότι τις περισσότερες φορές είναι ταυτισμένες την παιδική ανάμνηση που μια μαμά ή μια γιαγιά μας κυνηγάει να τις φάμε με το ζόρι κι εμείς ως πιτσιρίκια να μην καταλαβαίνουμε καν τον λόγο που πρέπει να καταναλώσουμε κάτι που οριακά μας αηδιάζει ενώ υπάρχουν τόσα άλλα λαχταριστά φαγητά.
Οι αμετανόητοι haters του συγκεκριμένου φαγητού λένε ότι δεν έχει καν λόγο ύπαρξης και ότι η διαδικασία μαγειρέματός του είναι άδικος κόπος. Κάποιοι πιο μετριοπαθείς βέβαια υποστηρίζουν ότι αν προετοιμάσουμε σωστά τις μπάμιες, δηλαδή τις καθαρίσουμε προσεκτικά και τις μαρινάρουμε σε αλάτι και ξίδι, γίνονται πεντανόστιμες όπως όλα τα υπόλοιπα καλοκαιρινά λαδερά. Βέβαια υπάρχουν και αυτοί που ναι μεν δεν τις συμπαθούν ιδιαίτερα αλλά σε καμία περίπτωση δεν τις βάζουν πρώτες στη blacklist τους. Τέτοιοι είμαστε κι εμείς, γι αυτό και συγκεντρώσαμε παρακάτω διάφορα φαγητά που για τους δικούς μας λόγους «μισούμε» περισσότερο από τις μπάμιες:
Γιουβαρλάκια με σούπα αυγολέμονο
Όταν ήμουν μικρή και η μητέρα μου μαγείρευε γιουβαρλάκια με σούπα αυγολέμονο, δεν ξέρω γιατί, όμως πάντα, μα πάντα με πονούσε η κοιλιά μου. Πριν τα φάω. Μόνο στη σκέψη. Ειλικρινά απορώ με αυτό το φαγητό. Αλήθεια, ποιος είχε αυτή τη σατανική ιδέα να ανακατέψει όλα αυτά τα υπέροχα υλικά μαζί; Γιατί δηλαδή να πλαστεί ο μοσχαρίσιος κιμάς με ρύζι ενώ θα μπορούσε να είναι ένας τέλειος τηγανιτός κεφτές με πιλάφι; Και μετά όλο αυτό να κολυμπήσει μέσα σε μία αυγοκομμένη σούπα που επιπλέουν καρότα και κάτι άλλα ζαρζαβατικά; Άμα έχει ξεφύγει και στο κορν φλάουρ δεν έχω χειρότερο. Πίσω στον μοσχαρίσιο κεφτέ με το πιλάφι που λέγαμε, αν ακουμπήσει ένα αυγό μάτι με ρέοντα κρόκο, λίγα καρότα βρασμένα στον ατμό, γλασαρισμένα με εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και μετά… έλα και πες μου για γιουβαρλάκια. Γ.Μπ.
Κυδώνια
Από μικρή απεχθανόμουν τις μπάμιες και δεν μπορούσα να τις φάω με κανέναν τρόπο μαγειρέματος. Μετά από πολλά χρόνια στον χώρο της γαστρονομίας εξακολουθώ να τις βρίσκω απωθητικές, όμως θα τις δοκίμαζα για λόγους επαγγελματικούς και μόνο, όχι στο σπίτι μου. Το οστρακοειδές που διάλεξα για πιο μισητό από τις μπάμιες, λοιπόν, είναι μια παιδική ανάμνηση σε ψαροταβέρνα, όπου μετά από πίεση της παρέας στο τραπέζι δέχθηκα να δοκιμάσω κυδώνια ωμά, «πνιγμένα» στον χυμό λεμονιού. Θυμάμαι ακόμη που αναγκάστηκα να τα καταπιώ χωρίς να τα μασήσω γιατί με αηδίαζε -και παράλληλα φόβιζε- το γεγονός ότι ήταν ακόμη ζωντανά! Ξέρω ότι είναι για πολλούς θεσπέσιος μεζές και καλή παρέα σε ένα ούζο δίπλα στη θάλασσα, αλλά παραδόξως μου αρέσουν πολύ περισσότερο άλλα θαλασσινά προϊόντα, όπως οι γαρίδες, τα μύδια και το χταπόδι, οπότε προτιμώ αυτά για το ουζάκι μου. Δεν θα τα δοκίμαζα ακόμη και σερβιρισμένα με τη βινεγκρέτ που επέλεξα στη συγκεκριμένη συνταγή. Ε.Σ.
Φακές σούπα
Πείτε το, κατάλειπο παιδικού τραύματος με το αθάνατο μητρικό απόφθεγμα με τον δικτατορικό χαρακτήρα “Φάε τις φακές σου είναι δυναμωτικές” να ηχεί ακόμα στα αυτιά μου. Πείτε το απλή παραξενιά ή έστω ότι εγώ και αυτό το φαγητό ξεκινήσαμε στραβά τη γνωριμία μας, οι φακές σούπα ήταν και παραμένουν ένα από τα -λιγοστά οφείλω να ομολογήσω- όσπρια στην κατσαρόλα που με κάνουν να μην ανυπομονώ, καθόλου- να θέλω να κάτσω στο τραπέζι! Τι μου λένε, δοκίμασέ τες βελουτέ και θα αλλάξεις γνώμη, τί με συμβουλεύουν να πρόσθεσω και λίγο μπούκοβο ή μερικές σταγόνες πορτοκάλι για το twist της κλασικής γεύσης. Έστω και λίγο ρύζι μπας και το αμυλούχο μπουστάρισμα με κάνει να τις δω αλλιώς… Νομίζω ότι αυτή η σχέση έχει φτιάξει πλέον τέτοιο προφίλ που είναι καταδικασμένη να μείνει για πάντα στην κατηγορία «its comlicated». Λ.Χρ.
Λαχανάκια Βρυξελλών
Άγευστα και αδιάφορα, σε ξεγελούν επειδή μοιάζουν με μινιατούρες και ίσως να σου φαίνονται χαριτωμένα και βολικά μιας και έρχονται στο πιάτο σε μέγεθος μπουκιάς αλλά δεν έχουν κανένα άλλο προσόν. Μπορείς να τα βράσεις, να τα ψήσεις, να τα μαγειρέψεις στον ατμό, να τα λούσεις με λαδολέμονα, να τα πασπαλίσεις με πικάντικα και ιδιαίτερα πιπέρια. Δεν βελτιώνονται. Μπορεί να βάλεις δίπλα τους μπιφτέκια και φιλέτα κοτόπουλου, ψητά ψάρια και λουκάνικα, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φας τα υπόλοιπα και να αφήσεις στο πιάτο σου τα λαχανάκια Βρυξελλών σπρωγμένα στην άκρη. Αν τώρα αρχίσεις τις αλητείες και τα ανακατέψεις με κομμάτια μπέικον, παρμεζάνες και μπεσαμέλ αρχίζει να δημιουργείται μια πιο ενδιαφέρουσα κατάσταση αλλά αξίζει τόση προσπάθεια; Τόσα ωραία πράγματα έχει το Βέλγιο, από μοναστηριακές μπίρες και αχνιστά μύδια με τηγανητές πατάτες, μέχρι βάφλες και θεϊκές σοκολάτες, τα λαχανάκια Βρυξελλών θα επιλέξουμε; Μ.Στ.
Ρεβιθάδα φούρνου
Ρεβίθια με μανέστρα. Άκουσον άκουσον, τι αναγκαζόμουν να φάω ως παιδί, γιατί η μανούλα μου, έλεγε ότι κάνουν καλό. Μα πώς είναι δυνατόν ένα τόσο αντιπαθητικό φαγητό να κάνει καλό, αναρωτιόμουν… Και δεν έτρωγα! Τότε η μαμά έλεγε ότι θα μου το βάλει κατάπλασμα και πάνω εκεί στη μάχη, – Φάε! Δεν τρώω! – κατάπινα μια δυο κουταλιές για να της κάνω το χατίρι και μετά μπούκωνα κάτι πλαστικά κρουασάν από το περίπτερο γιατί διαμαρτυρόταν το μέσα μου. Λυπηρό και εντελώς αντιπαιδαγωγικό, αλλά αυτό δεν κλόνισε τη σχέση μου με τη μαμά. Μόνο με τα αντιπαθητικά ρεβίθια που δεν τα τρώω ούτε και σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Αντίθετα, τις μπάμιες τις τόσο παρεξηγημένες και άκρως κακολογημένες τις αγαπώ. Άσε που πρέπει να τρώμε μπάμιες το καλοκαίρι, για χίλιους δύο λόγους. Και τις τρώω με λαχτάρα, σκέτες ή με κοτόπουλάκι δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τις τρώω αβίαστα χωρίς επικές μάχες με τη μαμά, που τώρα πια κυνηγά τον έφηβο γιό μου να τον μπουκώσει ρεβίθια. Ή να του τα βάλει κατάπλασμα, ανάλογα τα κέφια… Α.Φ.
Μελιτζανοσαλάτα καπνιστή με πάπρικα, πιπεριές και ντομάτα
Δοκίμασα πρώτη φορά καπνιστή μελιτζάνα πριν αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Φίλοι και γνωστοί, ενθουσιασμένοι με την έντονη καπνιστή της γεύση, έπλεκαν το εγκώμιο της πολίτικης μελιτζανοσαλάτας και επέμεναν πως είναι αδύνατο να φύγω από την Πόλη χωρίς να βιώσω αυτή τη γαστρονομική εμπειρία. Φυσικά, δεν ήταν εύκολο να την αποφύγω αφού η μελιτζάνα είχε παντού την τιμητική της: από τα πιο μικρά καφενεία της γειτονιάς, μέχρι τα συνοικιακά μαγειρεία και τα μεγαλύτερα εστιατόρια της πόλης. Και φυσικά απανταχού παρούσα και καπνιστή όχι μόνο στη μελιτζανοσαλάτα, αλλά σε όλες τις πολίτικες συνταγές: στο Καρνίγιαρικ (παπουτσάκια), στο Χουνκιάρ Μπεγιεντί (μοσχαράκι κοκκινιστό με πουρέ μελιτζάνας), αλλά και σε οποιοδήποτε πιάτο συνόδευε η μελιτζάνα. Και, όπως εύκολα μπορείτε να αντιληφθείτε, αυτή ακριβώς η καπνιστή της γεύση ήταν αυτό που οι γευστικοί μου κάλυκες και -κυρίως- το στομάχι μου δεν άντεχαν να υπομένουν! Μα πώς μπορώ να απολαύσω με ευχαρίστηση ένα πιάτο που θυμίζει γευστικά μισοκαμμένο φαγητό στον πάτο της κατσαρόλας; Ευτυχώς για εμένα, η μελιτζάνα μαγειρεύεται στην Ελλάδα με πολλούς άλλους τρόπους και προσωπικά την προτιμώ κοκκινιστή με πατάτες στην κατσαρόλα! Ε.Τ.
Αγκινάρες με κουκιά
Η εμπειρία μου με τα κουκιά ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια, όταν η μητέρα μου μας… υποχρέωνε να τρώμε τα «πολυσπόρια», τηρώντας το έθιμο της 21ης Νοεμβρίου. Πρόκειται για ένα πιάτο που φτιάχνεται παραδοσιακά σε πολλές περιοχές της χώρας μας-ανάμεσά τους και τα Επτάνησα και είναι ουσιαστικά μια οσπριάδα, με ό,τι όσπρια έχουμε στο σπίτι μας. Από το μείγμα δεν έλειπαν ποτέ τα κουκιά! Με αυτήν την έντονη και δυσάρεστη γεύση τους κάλυπταν τα πάντα, οπότε -ακόμα και αν σου άρεσαν τα υπόλοιπα όσπρια, δεν μπορούσες να τα ευχαριστηθείς!… Ευτυχώς με τα χρόνια απαλλάχτηκα από αυτό το βάσανο, αλλά ήρθε το επόμενο: αγκινάρες με κουκιά, όχι αυγολέμονο αλλά κοκκινιστά στην κατσαρόλα. Ναι, οι αγκινάρες ταιριάζουν υπέροχα με τα κουκιά, δεν θα διαφωνήσω. Για όσους όμως τα αγαπούν αυτά τα δυο ανοιξιάτικα λαχανικά. Τι γίνεται με εκείνους που βλέπουν κουκιά και αλλάζουν δρόμο; Έχω όμως ένα ελαφρυντικό στο κατά τα άλλα μισητό μου φαγητό: τα έχω δοκιμάσει χλωρά και πράσινα, την ώρα της συγκομιδής τους. Έτσι είναι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να τα καταναλώσω πλέον! Αλλά άντε να τα βρεις! Ν.Κ.
Πατσάς, μα ποιος πατσάς
Κάθε φορά που στο σπίτι έφτιαχναν πατσά, έψαχνα να κρυφτώ. Αυτή η έντονη μυρωδιά του την ώρα που τον έβραζαν, με έκανε να μην θέλω ούτε να το βλέπω, κι ας έλεγαν ότι είναι μια από τις καλύτερες σούπες. Πέρασαν πολλά χρόνια για να τον δοκιμάσω. Θυμάμαι ήταν σε ένα μενού γευσιγνωσίας και δεν μπορούσα να το αποφύγω, και για να σας είμαι ειλικρινής δεν με ενθουσίασε. Από τότε διασταυρωθήκαμε αρκετές φορές τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο όσο και σε πιο προσωπικό – η οικογένεια λατρεύει αυτό το πιάτο. Η τελευταία πάντως ήταν πριν από μερικούς μήνες όταν δοκίμαζα ένα πιάτο του σεφ Αλέξανδρου Καρακατσάνη, στο Monks beard, όπου τον είχε μαρινάρει σε χυμό από εσπεριδοειδή καλύπτοντας όλη του την δυσάρεστη για μένα γεύση. Για αυτό καλύτερα να μιλάμε για μπάμιες και όχι για πατσά. Β.Δ.
Το μανιφέστο κατά των λουκάνικων
Αρχικά να δηλώσω πως ούτε ψάχνομαι να γίνω βίγκαν και μια χαρά παιδί είμαι και τρώω λαδερά, αλλά σιχαίνομαι τα λουκάνικα. Με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Η απέχθεια μου προς το εν λόγω προϊόν προέρχεται από παιδικά τραύματα. Η σιχαμένη παρασκευή του, το συνειρμικό του σχήμα, το οποίο ο ψυχολόγος μου με έχει καθησυχάσει πως δεν κρύβει διαταραχές, η έντονη μυρωδιά του, η περίοπτη θέση στα πάρτι, το πάντοτε άγνωστο περιεχόμενο του και ο συμμαθητής μου στο δημοτικό, ο Λάμπρος, ο οποίος αποφάσισε πριν την γυμναστική, να καταβροχθίσει 4 (!) βραστά λουκάνικα Βιέννης, τα οποία διαμαρτυρήθηκαν εντόνως με απτή δήλωση τους πάνω στη φόρμα του. Αυτό μου είπε ο ψυχολόγος μου πως είναι ένα τραύμα, αλλά θα το δουλέψουμε αργότερα. Λ. Τρ.
Πουρές σελινόριζας
Βασικά εμένα οι μπάμιες μου αρέσουν και μάλιστα πολύ οπότε θεωρητικά δεν θα ήταν δύσκολο να βρω φαγητό που να μου αρέσει λιγότερο από εκείνες. Ταυτόχρονα είμαι τόσο λιχούδικο και παμφάγο πλάσμα που δυσκολεύομαι να διαλέξω ένα φαγητό που «μισώ». Για να καταλάβετε μου αρέσουν αρκετά έως πολύ όλα τα παραπάνω φαγητά που οι καλοί συνάδελφοί μου δεν συμπαθούν ιδιαίτερα. Ωστόσο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Μ. Στ. θα μιλήσω για ένα υλικό που μου είναι τόσο αδιάφορο γευστικά ώστε να μην καταλαβαίνω καν τον λόγο υπαρξής του. Σελινόριζα! Άχρωμη και άγευστη, χωρίς ιδιαίτερα αρώματα βράζεται, ψήνεται, γίνεται πουρές, μπαίνει σε γκρατέν και σε λεμονάτα, χωρίς κανένα νόημα, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Με δυο λόγια, και να μην υπήρχε η σελινόριζα δεν θα στεναχωριόμουν καθόλου. Μπάμιες και πάλι μπάμιες λοιπόν. Λαδερές, με κοτόπουλο στον φούρνο, λεμονάτες, τηγανητές με κουρκούτι γύρω γύρω, με κιμά κ.ο.κ. Και το καλύτερο; Μπάμιες με ψάρι στον φούρνο! πιο συγκεκριμένα, ο ροφός με μπάμιες σε ξυλόφουρνο που έφαγα κάποτε στην Κρήτη παίζει να είναι ό,τι πιο νόστιμο έχω φάει ποτέ, αλήθεια σας το λέω. Ζ.Π.