Η νέα μελέτης της Εθνικής Τράπεζας αναδεικνύει την ευκαιρία των ελληνικών τροφίμων στις διεθνείς αγορές, αναφέροντας ότι εν μέσω πανδημίας οι εξαγωγές τους παρουσίασαν άνοδο 9%.
Όπως αναφέρει η μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, η εξάπλωση της πανδημίας έπληξε την οικονομική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και συνεπώς, οι ελληνικές εξαγωγές δέχτηκαν πιέσεις. Θετική εξαίρεση αποτελούν οι εξαγωγές ελληνικών τροφίμων, οι οποίες αξιοποιώντας τη θετική υγειονομική εικόνα της Ελλάδας, παρουσίασαν αύξηση κατά 9%. Ειδικότερα, η εξέλιξη αυτή προσφέρει την ευκαιρία για επιθετικότερη διείσδυση των ελληνικών τροφίμων στις διεθνείς αγορές σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Αξιοσημείωτη εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είχε ανοδικές εξαγωγικές παραγγελίες τροφίμων κατά το δίμηνο της πανδημίας (Απρίλιο-Μάιο), με το δείκτη παραγγελιών εξαγωγών να φτάνει τις +13 (από +3 μονάδες τον Μάρτιο, σε κλίμακα -100,+100). Πρακτικά, το θετικό επίπεδο του δείκτη αποτυπώνει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων εξαγωγέων τροφίμων δηλώνει ότι οι παραγγελίες από το εξωτερικό παραμένουν ισχυρές για τους επόμενους μήνες.
Σημειώνεται ότι η Ιταλία -κύριος ανταγωνιστής μας στη διεθνή αγορά τροφίμων-, σημείωσε κάθετη πτώση του δείκτη εξαγωγικών παραγγελιών τροφίμων, -27 μονάδες το δίμηνο Απριλίου-Μάιου.
To κρίσιμο ζητούμενο τώρα, είναι η συγκυριακή αυτή αύξηση να λειτουργήσει ως έναυσμα αύξησης της διείσδυσης στις διεθνείς αγορές. Η προοπτική αυτή θεωρείται εφικτή, καθώς υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ελληνικών τροφίμων που έχουν καταφέρει να κερδίσουν σημαντικά εξαγωγικά μερίδια κατά την τελευταία δεκαετία. Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη ξεχώρισε 5 τρόφιμα με επιτυχημένες εξωστρεφείς στρατηγικές: την ελιά, το γιαούρτι, το μέλι, το ακτινίδιο και το μήλο. Αν και η επιτυχία των τροφίμων αυτών είναι αναμφισβήτητη, δεδομένων των υψηλότερων μεριδίων που κατέκτησαν στις διεθνείς αγορές, αξίζει να εστιάσουμε στα «μαθήματα» που αποκόμισαν από την εμπειρία διεκδίκησης μεγαλύτερου κομματιού της εξαγωγικής πίτας:
* Η περίπτωση του μήλου αναδεικνύει τους κινδύνους υιοθέτησης συγκυριακών στρατηγικών προς μη αναπτυγμένες αγορές και με υψηλή συγκέντρωση σε λίγους εμπορικούς εταίρους, καθώς μια τέτοια στρατηγική δημιουργεί υψηλή μεταβλητότητα στη ζήτηση και καθοδικές πιέσεις στις τιμές.
* Το παράδειγμα της ελιάς υπογραμμίζει τη σημασία της τυποποίησης, καθώς ένα αναγνωρισμένα ποιοτικό προϊόν συνεχίζει να εξάγεται σε μεγάλο ποσοστό σε χύμα μορφή οδηγώντας έτσι σε απώλεια προστιθέμενης αξίας.
* Η δύσκολη αγορά που ανταγωνίζεται το ελληνικό ακτινίδιο τονίζει τη σημασία του branding, με τη Νέα Ζηλανδία να κυριαρχεί με τιμή τριπλάσια των υπολοίπων.
* Η επίπονη προσπάθεια του ελληνικού μελιού να αποκτήσει επαρκή όγκο (εν μέρει χρησιμοποιώντας επανεξαγωγές) είναι ενδεικτική των δυσκολιών λειτουργίας σε μια ανταγωνιστική αγορά με ισχυρό δίκτυο μεταπωλητών.
* Η μάχη του ελληνικού γιαουρτιού να διατηρήσει την ηγετική του θέση στο premium κομμάτι της αγοράς (με κόστος την πτωτική πίεση στις τιμές) φέρνει στο προσκήνιο τη σημασία της μοναδικότητας της πρώτης ύλης ως ασπίδα έναντι ανταγωνιστικών πιέσεων.
Η ανάλυσή ανέδειξε τα στοιχεία-κλειδιά που φαίνεται να έκαναν τη διαφορά για την επιτυχία τους και συνεπώς μπορούν να αξιοποιηθούν και από άλλα ελληνικά τρόφιμα ως δούρειος ίππος για τις διεθνείς αγορές: εστίαση στις αναπτυγμένες αγορές, προώθηση σε branded μορφή (όχι χύμα), εξασφάλιση επάρκειας όγκου για διεκδίκηση μεριδίου στην premium αγορά.
Σύμφωνα με τη μελέτη, δεδομένου του ασύμμετρου πλήγματος της πανδημίας μεταξύ των μεσογειακών χωρών, με την Ελλάδα σε ευνοϊκή σχετικά θέση, η υιοθέτηση των αποτελεσματικών αυτών στρατηγικών από τις ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων εκτιμάται ότι μπορεί να προσφέρει σημαντικά έσοδα στην οικονομία. Στοχεύοντας στην εκτίμηση του περιθωρίου που έχει η Ελλάδα να αυξήσει το μερίδιο της στη διεθνή αγορά τροφίμων, υπολογίστηκε το δυνητικό μερίδιό της στις διεθνείς αγορές, δεδομένου του σχετικού μεγέθους της χώρας στην παραγωγή τροφίμων. Συγκεκριμένα, καθώς η παραγωγή της Ελλάδας είναι το 1/5 της παραγωγής της Ιταλίας (βασικής ανταγωνίστριας μας στη μεσογειακή αγορά), εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει αντίστοιχο σχετικό μέγεθος στις διεθνείς αγορές (σήμερα είναι στο 1/6). Συνεπώς, οι ελληνικές εξαγωγές θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το δυνητικό μερίδιο τους στη μεσογειακή αγορά τροφίμων, προσφέροντας έτσι στην ελληνική οικονομία επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ ετησίως.
Δείτε επίσης:
«Άλμα» στις εξαγωγές φρούτων και λαχανικών το Α’ τρίμηνο 2020
Πρωταθλητές στις εξαγωγές τα ελληνικά τυροκομικά προϊόντα
Η ελληνική κομπόστα ροδάκινο κάνει σπουδαία καριέρα στη Ν. Κορέα