Καφάσια σε φόρτωμα και ξεφόρτωμα υψηλών ταχυτήτων, πληθωρικά πολύχρωμοι πάγκοι παραταγμένοι σε ινσταγκραμική μυσταγωγία και μία αεικίνητη μανάβισσα παλιάς κοπής που αναπολεί την Αθήνα του χθες και θεωρεί την οδό Αθηνάς δεύτερο σπίτι της.
Το παλιό, ρετρό μανάβικο της κυρίας Γεωργίας Τσουπάκη είναι ένα από εκείνα τα σημεία στην Αθήνα που αν και λόκαλ σε κάνει -με την καλή έννοια- να θέλεις να αισθανθείς, έστω και για λίγο, τουρίστας στην πόλη σου. «Θες να δεις πώς ζει η πρωτεύουσα; Παρατήρησε τη ζωή στην οδό Αθηνάς και θα καταλάβεις» μου λέει στα πρώτα κιόλας λεπτά της γνωριμίας μας και με βάζει σε σκέψεις.
Εκεί, στον αριθμό 10 της οδού Αρμοδίου, με θέα στις μεγαλοπρεπείς καμάρες της Βαρβακείου Αγοράς και κάπου ανάμεσα στις υπαίθριες γειτονικές βιτρίνες που υπερχειλίζουν από βότανα, σαλάμια, όσπρια και ξηροκάρπια, φρούτα και ζαρζαβατικά συνωστίζονται στους ίδιους πάγκους με τις αναμνήσεις μιας σχεδόν ολόκληρης ζωής. Η κυρία Γεωργία, η καθαρόαιμη Αθηναία μανάβισσα, η παλαιότερη στο ιστορικό Κέντρο, με το έμπειρο βλέμμα και τη βροντερή παρουσία, «μπαίνει» στα νοικοκυριά αλλά και στις κουζίνες επαγγελματιών σεφ, εδώ και πάνω από 50 χρόνια.
«Από 15 χρονών σε αυτό το πόστο. Ακόμα και σήμερα σηκώνομαι ξημερώματα και επιστρέφω σπίτι μου αργά το απόγευμα» μου λέει η κυρία Γεωργία. Οικογενειακή επιχείρηση που περνά από γενιά σε γενιά, με ιστορία από τις αρχές του 1960, η ίδια σήμερα, μεταλαμπαδεύει τις γνώσεις και τις ευχές της στα τέσσερα παιδιά της που τρέχουν πλέον καθημερινά τη δουλειά. Τρεις κόρες και ένας γιος, ο Ματθαίος, «ο Μαθιός μου» όπως τον αποκαλεί η κυρία Γεωργία.
«Όλα τα καλά και τα άσχημα τα περάσαμε εδώ. Χαρές και λύπες μαζί. Εδώ μεγάλωσαν τα παιδιά μου, παντρεύτηκαν, έκαναν και αυτά τα δικά τους παιδιά» αναπολεί η κυρία Γεωργία και μου δείχνει συγκινημένη, ακριβώς πάνω από τον πάγκο της, την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του συζύγου της που έχει «φύγει» από τη ζωή, σε ένα παλιό αφιέρωμα με τίτλο: «Κωνσταντίνος Τσουπάκης, ένας μανάβης με φιλότιμο!». «Ο άντρας μου δούλευε αδιαμαρτύρητα 18-19 ώρες την μέρα. Αυστηρός στην επιλογή των προϊόντων, έπρεπε να είναι σε πολύ καλή κατάσταση και από συγκεκριμένες περιοχές. Έλεγε πάντα εμείς αυτά που πουλάμε είναι η ποιότητα και η εντιμότητα. Η σωστή συμπεριφορά μας προς τον πελάτη και οι τίμιες συναλλαγές μας με αυτόν, μας κάνουν να ξεχωρίζουμε στην αγορά».
Όμως, όπως απέδειξε η ιστορία, δεν ήταν μόνο αυτοί οι λόγοι που έκαναν το μανάβικο της οικογένειας Τσουπάκη να ξεχωρίσει. Τα «πολύγλωσσα» προϊόντα που φιγουράρουν σήμερα στους πάγκους, παίζουν σίγουρα και αυτά τον δικό τους ρόλο. Από τα καλούδια της ελληνικής υπαίθρου, όπως γούλια Μεσσηνίας, τοματίνια Κρήτης και φλάσκες μελιτζάνες Λακωνίας μέχρι τα ειδικά προϊόντα που εισάγονται από το εξωτερικό (ασιατικά μανιτάρια shimeji, αγκινάρες τοπιναμπούρ, Jalapeños και chilli Ισπανίας, passion fruit Κολομβίας ακόμα και τροπικοί ανανάδες με επίγευση καρύδας).
Εδώ, ο καθένας μπορεί να βρει κυριολεκτικά τα πάντα. Γι’ αυτό και στους σταθερούς πελάτες της συγκαταλέγονται μεγάλα και μικρότερα αθηναϊκά εστιατόρια, ταβέρνες στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι, γειτονικά σουβλατζίδικα και καφέ αλλά και ξενοδοχεία του Κέντρου. «Ο Βασίλης Καλλίδης είναι τακτικός πελάτης μου. Αλλά και ο Λάκης Λαζόπουλος έχει έρθει εδώ, τότε που έσπαγε τα καρπούζια στο Αλ Τσαντίρι», θυμάται η κυρία Γεωργία.
«Έχουν επηρεάσει τα τηλεοπτικά ριάλιτι μαγειρικής τη ζήτηση των προϊόντων στην αγορά;». «Φυσικά» μου απαντά. «Οι νοικοκυρές πλέον δεν αναζητούν το ίδιο όπως παλιά, την τίμια αγκινάρα, τα χόρτα, τις μελιτζάνες και τα φασολάκια. Κινούνται σε πιο δημιουργικά μονοπάτια. Αναζητούν π.χ. σέλερι ή φινόκιο αλλά και μυρωδικά πέρα από τα συνηθισμένα στην ελληνική κουζίνα, όπως θυμάρι, εστραγκόν, chives ακόμα και μέντα».
Καθώς μιλάμε, παρατηρώ στα ενδότερα τους παγκόσμιους χάρτες που στολίζουν τον τοίχο και τα ψυγεία. Φθαρμένοι οι περισσότεροι, μαρτυρούν και αυτοί την ηλικία του μαγαζιού. «Δικοί μου είναι» μου λέει η κυρία Γεωργία, επεμβαίνοντας στις σκέψεις μου. «Δεν πρέπει να υπάρχει σπίτι χωρίς χάρτη» παρατηρεί και απευθύνεται πλέον στον Μαθιό: «Σήμερα τα παιδιά ασχολούνται τόσες ώρες με τα κινητά αντί να μάθουν να μελετούν τους χάρτες».
Τα τηλέφωνα για παραγγελίες δεν σταματούν να χτυπάνε με την ίδια να παραδίδει πρακτικά μαθήματα καθημερινού multitasking. Γρήγορα η δράση μεταφέρεται στον εξωτερικό χώρο, για να εξυπηρετήσει τους -γνώριμους πλέον- πελάτες της που την πλησιάζουν για «ψιλή» κουβεντούλα. Ξεκινούν με ερωτήσεις του τύπου «από πού είναι τα φασολάκια» και το «αν τα κολοκυθάκια είναι πρωϊνά», και περνούν σε θέματα κοινωνικής επικαιρότητας, ανοίγοντας ακόμα και πολιτικές κουβέντες για την οικονομία, τις εκλογές, τις ανατιμήσεις, την φορολογία στα τρόφιμα. Πόσο τυχεροί, σκέφτηκα, είναι οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ. Παρά την κοπιαστική και πολύωρη, από τη φύση της, εργασία, δεν πρέπει να βαριούνται ποτέ.
Λίγο πριν φύγω και αφού ξεκούρασα το βλέμμα μου χαζεύοντας το ιδιότυπο Jenga φρούτων και λαχανικών στους πάγκους, αγόρασα το πρώτο καρπούζι της σεζόν. Εντάξει, ζήτησα το μισό γιατί πώς θα το κουβαλούσα! Πρόσθεσα και λίγα ζουμερά κεράσια που ζήλεψα και αποχαιρέτησα την κυρία Γεωργία και τα παιδιά της.
«Μη ξεχνάς» μου φώναξε από μακριά «να αγαπάς αυτό που κάνεις. Αν δεν το αγαπάς απλά δεν θα καταφέρεις ποτέ να ανταπεξέλθεις». Και αυτός ήταν ο πιο σοφός επίλογος σε μια τέλεια μέρα.
info
Αρμοδίου 10, Βαρβάκειος Αγορά, Αθήνα, τηλ. 210 3225154 και 2103214064
Φωτογραφίες: Λουκία Χρυσοβιτσάνου