Δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που να μην πιστεύει ότι η μάνα του είναι η καλύτερη μαγείρισσα του κόσμου. Τα νόστιμα φαγητά, οι παραδοσιακές συνταγές, το φροντισμένο μαγείρεμα και η αγάπη του μοιράσματος είναι η σπουδαιότερη κληρονομιά που έχουμε από τις μαμάδες μας. Ωστόσο, για όλους μας υπήρχαν πάντα λιχουδιές, και ίσως ακόμα υπάρχουν, που τις απολαμβάνουμε περισσότερο όταν είναι φτιαγμένες από «ξένα χέρια». Πρόκειται για εκείνα τα φαγητά ή τα γλυκά που όταν ήμασταν μικροί τρώγαμε σε άλλα σπίτια και μας άρεσαν περισσότερο από τα «δικά» μας.
Η τούρτα μιας θείας, το παστίτσιο της νονάς, ο μουσακάς της μαμάς ενός συμμαθητή, η σπανακόπιτα της γειτόνισσας κ.ο.κ. όχι μόνο μας χόρταιναν κατά καιρούς όταν ξεμέναμε εκτός σπιτιού αλλά πολλές φορές μπαίναμε στη διαδικασία να τα αναζητήσουμε επί τούτου ως ιδιαίτερη χάρη. Σε κάθε περίπτωση αυτά τα πιάτα είχαν και έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας και τα θυμόμαστε με αγάπη και νοσταλγία:
Το παστίτσιο της μαμάς της Δήμητρας
Κανένα άλλο παστίτσιο στον κόσμο δεν έχει καταφέρει ποτέ να μοιάσει με αυτή τη γεύση που έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Καταρχάς, εγώ το παστίτσιο δεν το έτρωγα. Δηλαδή, το έτρωγα, αλλά φρόντιζα πρώτα να το γυρνάω ανάποδα για να φάω μόνο τα μακαρόνια και τον κιμά. Άλλωστε για την ύπαρξη της μπεσαμέλ δεν είχα πειστεί, ώσπου επιστρέφοντας μια φορά από το σχολείο, κατέληξα να τρώω στην κουζίνα της φίλης μου. Η μαμά της με ρώτησε αν θέλω και επειδή ντράπηκα απάντησα θετικά. Τότε προσγειώθηκε μπροστά μου ένα κομμάτι-ωθηρίο που ξεχείλιζε από το πιάτο. Έφευγε από τη μία ο κιμάς, από την άλλη τα χοντρουλά μακαρόνια και δύο δάχτυλα μπεσαμέλ τα πλάκωναν από πάνω. Ένα κομμάτι σου λέει. Τι να κάνω, άρχισα να τρώω… Μην τα πολυλογώ, δεν ξέρω πώς έγινε αλλά ζήτησα και δεύτερο. Γ. Μπ.
Γλυκό με παντεσπάνι και μαρμελάδα φράουλα της κυρίας Δώρας
Το ξένο είναι πιο γλυκό. Αυτό είναι ένα τσιτάτο μότο, που γενικά φέρει αντιδράσεις. Αλλά με βρίσκει σύμφωνο και το δένω μαζί με το «κάθε μέρα φασολάδα, θέλεις να φας και κάτι άλλο». Στο δικό μου σπίτι η μαμά μου δεν έφτιαχνε γλυκά. Δηλαδή στο τσακίρ κέφι κανά κέικ για να μας ρίξει στάχτη στα μάτια, αλλά μην φανταστείτε. Οπότε όταν πηγαίναμε επισκέψεις σε άλλα σπίτια και είχαν γλυκά για να μας τρατάρουν έπεφτα με τα μούτρα (ήμουν και κάπως τροφαντός). Θυμάμαι ότι η κυρία Δώρα, φίλη της μαμάς, έφτιαχνε ένα γλυκό με παντεσπάνι και μαρμελάδα φράουλα. Πάντα έτρωγα με λαχτάρα ένα μεγάλο κομμάτι και μετά συνωμοτικά μου έδινε άλλο ένα όταν η μαμά μου έλειπε και με άφηνε μαζί της για να δω βιντεοκασέτες. Ήταν μια σκανταλιά με γεύση φράουλα, σκέφτεστε κάτι καλύτερο για ένα πεντάχρονο; Λ.Τρ.
Η χορτόπιτα της θείας Κατίνας
Λένε ότι οι Ηπειρώτες φτιάχνουν τις καλύτερες πίτες. Και αυτή η θεωρία με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη, με μία μικρή ένσταση. Η θεία μου η Κατίνα είναι Πελοποννήσια και μπορώ με παρρησία να παραδεχτώ ότι ναι φτιάχνει το πιο γευστικό, τραγανό και μυρωδάτο φύλλο που έχω δοκιμάσει ποτέ σε πίτα. Την χορτόπιτά της, συγκεκριμένα, έχω προσπαθήσει – και μάλιστα ακολουθώντας κατά γράμμα τη συνταγή της – να την φτιάξω με την ίδια μαεστρία και την ίδια νοστιμιά που την τρώω στην κουζίνα του σπιτιού της, όμως μάταια. Το παράδοξο είναι ότι η αποτυχία μου δεν φανερώνεται μόνο στο φύλλο – που εντάξει, να παραδεχτώ ότι θέλει εμπειρία και προσήλωση- αλλά και στη γέμιση. Φταίει η ανισορροπία στις ποσότητες των μυρωδικών, ο τρόπος που τα κόβω, το ότι τα ψωνίζω από τη λαϊκή ενώ η θεία μου τα μαγειρεύει κατευθείαν από τον αγρό ή μήπως να ρίξω το φταίξιμο στο τυρί που προσθέτω; Όπως και να ‘χει, η υπόληψή μου ως μαγείρισσα δεν μου επιτρέπει να εγκαταλείψω τη «μάχη» στο πεδίο των εντυπώσεων αν και το παιχνίδι το ‘χω χαμένο. Λ. Χρ.
Το γλυκό καρπούζι της θείας Κούλας
Από μικρό παιδί τα αγαπημένα μου γλυκά ήταν τα γλυκά του κουταλιού. Λάτρευα τόσο πολύ τα φρούτα που αν μου έδινες κάτι που είχε μέσα φρούτο, τρελαινόμουν. Ούτε κρέμες, ούτε σοκολάτες, τίποτα δεν έβαζα μπροστά σε ένα νερατζάκι, συκαλάκι, περγαμόντο ή κάστανο. Στο σπίτι φτιάχναμε κυρίως σταφύλι, όταν ήταν η εποχή του, το οποίο φυσικά εξαφάνιζα! Με τα χρόνια έμαθα ότι τα πάντα σχεδόν μπορούσαν να γίνουν γλυκό του κουταλιού: το κεράσι, το βύσσινο, το πορτοκάλι, το κυδώνι, ακόμα και το μελιτζανάκι, το ντοματάκι ή το καρότο(!).
Η μεγάλη έκπληξη ήρθε όμως όταν δοκίμασα το γλυκό καρπούζι της θείας Κούλας (ξαδέρφη του μπαμπά μου). Ολόγλυκο και τραγανό, μοσχοβολούσε αρμπαρόριζα και γαρύφαλλο. Θα μου πείτε, μα καλά ποιο μέρος του καρπουζιού μπορεί να γίνει γλυκό του κουταλιού; Αυτό ρώτησα κι εγώ τότε, που ήμουν μόλις 8 χρονών, και η θεία μου εξήγησε ότι το λευκό μέρος της φλούδας είναι αυτό που χρησιμοποιούσε. Το καθάριζε προσεκτικά από την κόκκινη σάρκα και το πράσινο εξωτερικό, το έκοβε επιμελώς σε λεπτές ροδέλες ή μεγάλους ρόμβους και το έβραζε με ζάχαρη, μέχρι να «κομπιάσει» το σιρόπι.
Από τότε κάθε καλοκαίρι το έφτιαχνε επί τούτου αποκλειστικά και μόνο για μένα, για να έχει να με κερνάει όταν πηγαίνω στο σπίτι της αλλά να μου δίνει και ένα βάζο να το πηγαίνω στη μάνα μου και στη γιαγιά μου. Η θεία η Κούλα δυστυχώς δεν είναι πια εδώ αλλά πάντα θα θυμάμαι τη γεύση αυτού του γλυκού όπως και τη φωνή της όταν απευθυνόταν στην κόρη της: «Αλέκα να πάρεις καρπούζι χοντρόφλουδο, να φτιάξουμε του παιδιού γλυκό. Όταν το φάτε να μου κρατήσεις τις φλούδες. Και να το κόψετε ίσια, μην παιδεύομαι!». Ζ.Π.
Οι φακές της οδού Κομνηνών
Πόσο διαφορετικό μπορεί να είναι ένα πιάτο φακές που απέχει από ένα άλλο μερικά μόλις μέτρα; Η οδός Κομνηνών με χώριζε για πολλά χρόνια από την ιδανική εκδοχή των φακών, εκεί όπου η Ελένη, η μαμά της φίλης μου της Κωνσταντίνας, τις ετοίμαζε με μαεστρία. Στο σπίτι τους η αφήγηση των οσπρίων άλλαζε. Η Κωνσταντίνα καταβρόχθιζε συχνά, με αγάπη μπροστά μου ένα βαθουλό πιάτο με στρουμπουλές φακές, κρεμμυδάκι ψιλοκομμένο και ντοματούλα. Η Ελένη έβαζε λίγο ξιδάκι στην λευκή σάλτσα τους για τελείωμα και τις συνόδευε με ένα τουβλάκι αλμυρής φέτας. Μα τι ονειρικός συνδυασμός ήταν αυτός; Μύριζε ζεστασιά, γη και αλμύρα από το τυρί. Η Κωνσταντίνα τις έτρωγε με χαρά και σχεδόν πάντα με ένα αθώο περιπαιχτικό ύφος που μου έδειχνε πόσο καλά τα καταφέρνει και που με έκανε να τις θέλω πιο έντονα, πράγμα περίεργο, αφού στο σπίτι μου τις απέφευγα μανιωδώς. Όταν έφαγα τις φακές της Ελένης – όλα τα κάστρα πέφτουν κάποτε βλέπετε – η μαμά μου θύμωσε, αν και δεν το παραδέχεται. Δεν ξέρω τι τις έκανε τόσο διαφορετικές, ίσως το γεγονός ότι δεν συνοδεύονταν με πίεση. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι στο τέλος προτίμησα τις λίγο πιο άνοστες φακές της μαμάς μου, αφού έχουν ένα θρεπτικό συστατικό που δεν το βρίσκω αλλού όσο μεγαλώνω. Την αγάπη της. Π. Μπ.
Το τοστ του κύριου Χρήστου
Εγώ θα μιλήσω για το κεφάλαιο «τοστ». Το τοστ που έφτιαχνε ο πατέρας της κολλητής μου κάθε φορά που κατέβαινα σπίτι της -ένας όροφος μας χώριζε- για να ανταλλάξουμε τα αυτοκόλλητα και τις (ξεμαλλιασμένες) κούκλες μας στα 7 μας χρόνια ή για να αποκαλύψουμε η μία στην άλλη με κρυφά γελάκια τα υψίστης σημασίας εφηβικά μυστικά μας. «Εύη μου έχεις φάει για βράδυ; Να φτιάξω ένα τοστάκι;». Εγώ είτε είχα είτε δεν είχα φάει για βράδυ, στο τοστάκι δεν έλεγα ποτέ όχι. Με υποδεχόταν πάντα με χαμόγελο ο πατέρας της Σ. και παρατηρούσα πως τα μάτια του έλαμπαν και πως το χαμόγελο γινόταν ακόμα πιο πλατύ – ή έτσι μου φαινόταν- όταν άκουγε τα επαινετικά μου σχόλια «Κύριε Χρήστο, είναι καταπληκτικό, μα πώς το φτιάχνετε τόσο ωραίο;» Η απάντηση δεν περιείχε πότε κάποιο μαγικό υλικό ή κάποια δεξιοτεχνική εκτέλεση της συνταγής. Αλλά τα ψωμάκια του τοστ ήταν πάντα τραγανά αλλά ταυτόχρονα αφράτα και το κίτρινο τυρί όσο ζεστό και λιπαρό χρειαζόταν για να απλώνεται σαν ιστός αράχνης σε κάθε μου δαγκωματιά. Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει πώς τα κατάφερνε. Ξέρω όμως σίγουρα πως εκείνο το τοστ, τα παιχνίδια από το πρωί έως το βράδυ, εκείνη, εκείνος, όλα αυτά μαζί αρκούσαν για να νιώθω το σπίτι της κολλητής μου σαν δεύτερο σπίτι μου. E. Tσ.
Τα τραγανά κουλουράκια λαδιού της κυρίας Νίτσας
Μικρή ήμουν αρκετά παράξενη στο φαγητό. Οπότε έξω, σε σπίτια άλλων, δεινοπαθούσα. Εκτός του ότι εγώ λιμοκτονούσα, παράλληλα τους άγχωνα γιατί δεν ήξεραν τι να με ταΐσουν! Ένα πράγμα ήταν το σίγουρο και ασφαλές για όλους: τα γλυκά, ειδικά τα σπιτικά! Κάθε σπίτι είχε τα δικά του κλασικά γλυκά, οπότε πάντοτε μου άρεσε να δοκιμάζω ή περίμενα πότε θα έρθει κάποια γιορτή για να γευτώ είτε παραδοσιακά γλυκίσματα από διάφορα σπίτια (για να βγάλω πχ το καλύτερο μελομακάρονο) είτε γλυκά που δεν φτιάχναμε ποτέ στο σπίτι, όπως δίπλες ή παγωτό με ζαχαρούχο γάλα. Ωστόσο, επειδή το φαγητό, πέρα από ανάγκη και απόλαυση, είναι αναμνήσεις, στιγμές, αλλά και συναισθήματα, αυτό που θα ξεχωρίζα για το συγκεκριμένο άρθρο είναι τα κουλουράκια της κυρίας Νίτσας. Μια γεύση που εδώ και κάποια χρόνια μου έχει λείψει… Η κυρία Νίτσα ήταν πολύ καλή φίλη της γιαγιάς μου και με συμπαθούσε πάρα πολύ. Όπως και εγώ άλλωστε. Με το που μάθαινε ότι πατούσα το πόδι μου στο χωριό, την επόμενη μέρα, με περίμενε στην πόρτα του σπιτιού κρεμασμένο ένα κουτάκι με τα κλασικά της κουλουράκια. Ερχόταν πρωί πρωί, αθόρυβα, και κανείς δεν την πετύχαινε ποτέ! Κρατούσε συσκευασίες από καφέδες, γλυκίσματα και άλλα προιόντα για να μας τα φέρνει πάντα συσκευασμένα. Κι όχι μόνο σε μας. Στα εγγόνια, τα ανίψια της και σε άλλα παιδιά που αγαπούσε! Τα κουλουράκια συνοδεύονταν σχεδόν πάντα από ένα γλυκό σημείωμα, μια όμορφη ευχή, γεμάτη αγάπη, χωρίς ανταλλάγματα. Τόσο απλά… Εννοείται ότι ακολουθούσε άμεσα επίσκεψη για «ευχαριστώ», χωρίς να τηλεφωνήσουμε πρώτα, έτσι αυθόρμητα, όχι γιατί με ανάγκαζαν να το κάνω αλλά επειδή το ήθελα. Και με υποδεχόταν πάντα με εκείνη τη λεπτή χαρακτηριστική φωνή της, ανυπομονώντας να μάθει τα νέα μου και γεμάτη κατανόηση ότι δεν θα καθόμουν πολύ! Τι γεύση είχαν αυτά τα κουλουράκια; Ήταν τόσο απλά αλλά ταυτόχρονα και τόσο νόστιμα, τόσο τραγανά και αρωματικά και τόσο ιδιαίτερα μέσα στην απλότητά τους, που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τα μιμηθεί. Κάποιοι έλεγαν ότι είχε μυστική συνταγή και δεν αποκάλυπτε όλα τα υλικά. Εγώ θα πω ότι τα πασπάλιζε με περίσσεια αγάπη!… Ν.Κ.
Τα κείμενα υπογράφουν: Νίκη- Μαρία Κοσκινά, Γιάννα Μπαλαφούτη, Πέγκυ Μπαμπάθα, Νάνσυ Μητροπούλου, Ζωή Παπαφωτίου, Λευτέρης Τρίγκας, Εύη Τσιροπούλου, Λουκία Χρυσοβιτσάνου.