Το delivery του χθες, του σήμερα (και του αύριο;) λέγεται ότι έχει τις ρίζες του σε μια πίτσα του 19ου αιώνα, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο ψηλά θα φτάσουν τα κλαδιά του. Στην Ελλάδα, πέρα από την απλή στατιστική καταγραφή, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ κάποια έρευνα με ζητούμενο την ερμηνεία στην έκρηξη του delivery. Ωστόσο, ευρωπαϊκοί οργανισμοί που παρακολουθούν τις τάσεις στο εμπόριο και τη μετεξέλιξή του έχουν σταχυολογήσει μια σειρά από πιθανές αιτίες, όλες απότοκες μιας μεταλλαγμένης κοινωνίας που πόρρω απέχει από το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας στην οποία μεγάλωσε ο γράφων (και όλοι οι υπόλοιποι της Generation X που έμαθαν το delivery ως φοιτητές).

Spoiler Alert!

Παρότι μια επιφανειακή ερμηνεία της ανοδικής τάσης του delivery είναι η καραντίνα την περίοδο του COVID, η πραγματικότητα είναι πως τα μέτρα του lockdown λειτούργησαν μόνο ως επιταχυντής μιας υπαρκτής, καταγεγραμμένης πρακτικής. Η «παράδοση έτοιμου φαγητού κατ’ οίκον» (όπως δεν θα λέμε από δω και πέρα το delivery γιατί παραείναι μακρινάρι) έχει τις ρίζες της σε άλλα κοινωνιολογικά φαινόμενα που έχουν σχέση με την εργασία, το κόστος ζωής και το κόστος του ελεύθερου χρόνου.

Η αστικοποίηση της Ευρώπης

Αν νομίζατε ότι η αστυφιλία και τα δυσάρεστα επακόλουθά της είναι θλιβερό προνόμιο της χώρας μας, σας εξαπάτησαν. Ο αστικός πληθυσμός των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων αυξάνεται διαρκώς και αυτό σημαίνει ολιγομελείς οικογένειες με συγκεκριμένη ταυτότητα: δύο μισθοί στο νοικοκυριό, ένα ή κανένα παιδί, καριεροκεντρική κουλτούρα. Κανένα από τα παραπάνω δεν είναι απολύτως συμβατό με την παραδοσιακή εικόνα της μαμάς που μαγειρεύει και της οικογένειας που συγκεντρώνεται το μεσημέρι γύρω από το τραπέζι. Το delivery προσφέρει ευελιξία στο ωράριο του φαγητού, δυνατότητα κατανάλωσης μειωμένων ή και μόνο μιας μερίδας, απεριόριστα μενού – με ένα απλό κλικ. Και το βασικότερο, απελευθέρωση χρόνου, που είναι το πολυτιμότερο αγαθό για τον άνθρωπο των υπερωριών και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Μιλώντας για κλικ

Το delivery δεν είναι, βέβαια, επινόηση του μεταβιομηχανικού ανθρώπου. Η Ιστορία λέει ότι το πρώτο delivery το παρήγγειλε ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμπέρτο μαζί με τη σύζυγό του Μαργαρίτα, στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν από περιέργεια ζήτησαν να τους φέρουν μια πίτσα για να τη δοκιμάσουν. Μάλιστα, τα τρία απλά συστατικά (παρμεζάνα, σάλτσα ντομάτας και βασιλικός) που παρήγγειλε η βασίλισσα έμελλε να βαφτίσουν για πάντα τη συγκεκριμένη παραλλαγή της πίτσας Margherita. Όμως, ήταν η ψηφιακή διευκόλυνση με τις εφαρμογές των smartphones που πριμοδότησε τη διάδοση του delivery μέσα από τις ειδικές πλατφόρμες που δημιουργήθηκαν για τον σκοπό αυτό.

Το κόστος των υλικών

Όσο κι αν ακούγεται αρχικά αντιφατικό, το delivery μπορεί να είναι φτηνότερο από την οικιακή εκτέλεση της ίδιας συνταγής. Σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Statista, με τον εύγλωττο τίτλο «Δεν μπορείς να φτιάξεις μια πίτσα με 5 ευρώ», αναλύθηκε το κόστος των υλικών για μια απλή πίτσα με τέσσερα υλικά με τιμές από πέντε γνωστές αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Το πόρισμα ήταν ότι «η ευχέρεια προμήθειας σε τιμές μαζικής παραγγελίας και οι οικονομίες κλίμακας που ορίζουν τη λειτουργία ενός καταστήματος που βασίζεται στην παρασκευή φαγητού για παράδοση στο σπίτι οδηγούν στο φαινομενικό παράδοξο του χαμηλότερου τελικού κόστους για τον καταναλωτή, ακόμα κι αν συνυπολογιστούν οι συνολικές δαπάνες λειτουργίας του καταστήματος». Με απλά λόγια, η πίτσα delivery, με τα ίδια ακριβώς υλικά σαν αυτά που θα αγόραζες από το ράφι του σούπερ μάρκετ, κοστίζει φτηνότερα να την παραγγείλεις από το να την ψήσεις στην κουζίνα σου.

Οι «Dark Kitchens»

Έτσι ονομάζονται τα καταστήματα παρασκευής κατά παραγγελία φαγητού που δεν έχουν βιτρίνα, τραπεζοκαθίσματα, δυνατότητα εστίασης ή οποιαδήποτε παρουσία ως παραδοσιακό εστιατόριο. Σε αποκλειστική συνεργασία με τις πλατφόρμες delivery, φτιάχνουν φαγητό μόνο για παράδοση στο σπίτι, με εντυπωσιακά συμπιεσμένο κόστος, όπως είναι λογικό. Οι απόψεις διίστανται σχετικά με το αν οι «σκοτεινές κουζίνες» προηγήθηκαν και προκάλεσαν τη διάχυση του delivery ή τούμπαλιν, το αποτέλεσμα όμως παραμένει το ίδιο: φτηνό φαγητό, όχι απαραίτητα ανέλεγκτης (εφόσον υπόκεινται στους ίδιους υγειονομικούς κανονισμούς με ένα «κανονικό» εστιατόριο) αλλά σίγουρα αψηλάφητης προέλευσης.

Οι ψηφιακοί νομάδες

Ολοένα αυξανόμενοι σε αριθμό, οι νέοι άνθρωποι με γραφείο το «όπου γης και πατρίς» πολλές φορές δεν έχουν καν κουζίνα. Το κόστος τού να στήσεις μία, με λευκές συσκευές, σκεύη και όλα τα συμπαρομαρτούντα, όταν επιδίωξή σου είναι να ταξιδεύεις ελαφρά και να μπορείς να μετακομίζεις «με δυο βαλίτσες», κάνει την προσφυγή στο delivery μονόδρομο. Όλα αυτά και άλλα δευτερεύοντα αίτια προσφέρουν στους ειδικούς της βιομηχανίας του φαγητού τη βεβαιότητα ότι το delivery θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς – ρεκόρ: η διείσδυσή του στα ευρωπαϊκά νοικοκυριά αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2027 και να αγγίξει τζίρους που θα ξεπεράσουν τα 200 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία. Με προσδοκία 286,5 εκατομμυρίων χρηστών στις σχετικές πλατφόρμες, η Ευρώπη των 740 εκατομμυρίων κατοίκων θα αγγίξει σύντομα την αναλογία «ένα προς δύο» σε όσους παρακάμπτουν την κουζίνα και σηκώνουν το κινητό για τα γεύματα της ημέρας.

Ένας γρίφος για δυνατούς λύτες

Πώς γίνεται όλο και περισσότεροι να παραγγέλνουν delivery και ταυτόχρονα οι τηλεοπτικές εκπομπές μαγειρικής, οι star chefs, οι online σελίδες συνταγών και όλο το food porn των social να εξαπλώνονται και να κυριαρχούν στην κοινωνική μας ζωή; Αν όλοι «τρώνε απέξω», ποιος μαγειρεύει, βρε παιδιά; Ίσως μία από τις πολλές σχετικές μελέτες για την κοινωνική αξία της μαγειρικής, αυτή από τη Βρετανική Εταιρεία Κοινωνιολογικών Μελετών (British Sociological Association), να προσφέρει μια πειστική – αν και κάπως αξιωματική – ερμηνεία: «Η μαγειρική στο σπίτι δεν είναι πλέον άμεσα συνυφασμένη με τις διατροφικές ανάγκες του τυπικού νοικοκυριού.

Είναι μάλλον μια μορφή τέχνης με ομαδική συμμετοχή, μια άσκηση δημιουργικότητας και προβολής κοινωνικού στάτους που αφορά πλέον και τα δύο φύλα. Από αυτή την άποψη, ίσως ο διαχωρισμός ανάμεσα στο γρήγορο, εύκολο φαγητό της καθημερινότητας και το φροντισμένο τραπέζι που αφορά ειδικές περιστάσεις να μην είναι τόσο επιζήμιος. Φαίνεται πως οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να μαγειρεύουν για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, για τις σημαντικές επετείους, για όποτε τα ψώνια, το μαγείρεμα, η λάντζα αξίζουν τον κόπο. Απλά, αυτές οι στιγμές θα είναι πιο προσεκτικά επιλεγμένες. Ίσως μάλιστα πιο πολύτιμες».

Κείμενο: Γιώργος Φραντζεσκάκης