Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, κυρίως με τους βορειοελλαδίτες φίλους μου, που «σαν το Ξινόμαυρο δεν έχει» να διευκρινίσω ότι η δήλωση του υπότιτλου προέρχεται από την Αμπελογραφία του ομότιμου καθηγητή του Α.Π.Θ. κου Δημήτριου Σταύρακα. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί με αυτή τη δήλωση, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι το Αγιωργίτικο αποτελεί την περισσότερο φυτεμένη κόκκινη ποικιλία σταφυλιού στην Ελλάδα, καταλαμβάνοντας έκταση, που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2020, ξεπερνά τα 31.000 στρέμματα, με το μεγαλύτερο τμήμα τους να βρίσκεται φυσικά στην περιοχή της Νεμέας. Ούτε βέβαια ότι η καλλιέργειά της συνιστάται ή επιτρέπεται σε 7 από τα 11 αμπελουργικά διαμερίσματα της χώρας.
Πατρίδα του Αγιωργίτικου είναι η Νεμέα, που παλιότερα ονομαζόταν Άγιος Γεώργιος, με την παρουσία του να καταγράφεται στους αμπελώνες της εδώ και πολλά χρόνια. Μάλιστα, κατά μία θεωρία, συνδέεται με την Φλιάσια άμπελο, που, κατά την αρχαιότητα, έδινε το φημισμένο κρασί της Φλιούντας. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι μέχρι την δεκαετία του 1980, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του διακινούνταν χύμα, κυρίως μέσω του τότε Συνεταιρισμού, εμπλουτίζοντας τα «χαρμάνια» των μεγάλων οινοβιομηχανιών της εποχής. Η επανάσταση για την περιοχή της Νεμέας -που από το 1971 έχει αποκτήσει δική της Ονομασία Προέλευσης- και συνακόλουθα για την μοναδική ποικιλία της, αρχίζει στα μέσα του ’80, όταν εμφανίζονται οι πρώτες ετικέτες των τότε λεγόμενων «μικρών παραγωγών». Η κορύφωση έρχεται την επόμενη δεκαετία όταν τολμηροί οινοποιοί εφαρμόζουν νέες τεχνικές από το αμπέλι μέχρι την οινοποίηση και την παλαίωση, αποκαλύπτοντας άγνωστες μέχρι τότε πτυχές και δυνατότητες της ποικιλίας, που εξάπτουν το ενδιαφέρον των καταναλωτών. Προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας ξεκινά και η «μετανάστευση» της αρχικά προς τις γειτονικές περιοχές και αργότερα προς τις πιο μακρινές, όπως η Ανατολική Μακεδονία.
Ο πολυδυναμικός χαρακτήρας του Αγιωργίτικου εξηγεί ίσως και αυτή του τη διασπορά, μια και ανάλογα με τον τόπο και τις τεχνικές μπορεί να δώσει διαφορετικούς τύπους κρασιών. Η ίδια η ζώνη της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης Νεμέα, με τις μεγάλες υψομετρικές της διαφορές, που ξεκινούν από τα 200 μέτρα και πλησιάζουν τα 1.000, καλύπτει ξηρά, ημίγλυκα και γλυκά, κόκκινα κρασιά, ενώ εκτός ΠΟΠ παράγονται τόσο κόκκινα, όσο και διάφορων τύπων ροζέ, ακόμα και αφρώδη. Παρά ταύτα δεν είναι μια εύκολη ποικιλία, καθώς ωριμάζει προς το τέλος Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου άρα ταλαιπωρείται από τις φθινοπωρινές βροχές, αλλά έχει και την τάση να υπεραποδίδει οπότε χρειάζεται προσεκτικούς χειρισμούς στο αμπέλι για να διατηρηθεί η ποιότητα. Από την άλλη, το γλεύκος της χαρακτηρίζεται από υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα –αυτό εξηγεί και τον ανεβασμένο αλκοολικό τίτλο, που συναντάμε στις περισσότερες ετικέτες της αγοράς- ενώ θεωρείται μια από τις τέσσερεις πλουσιότερες σε ανθοκυάνες και φαινόλες.
Όλα τούτα τα τεχνικά, σημαίνουν για μας τους καταναλωτές πως στα ράφια θα βρούμε ένα τεράστιο εύρος Αγιωργίτικων με διαφορετικές προσωπικότητες και τιμές. Χωρίς βέβαια να υπολογίσουμε τα ροζέ ή τους συνδυασμούς με άλλες ποικιλίες, όπως για παράδειγμα το Cabernet Sauvignon, το Syrah και η Μαυροδάφνη, με τις οποίες τα πάει εξαιρετικά. Σε πολύ αδρές γραμμές διαμορφώνονται δύο τάσεις, με την ανοξείδωτη δεξαμενή να αναδεικνύει το φρούτο –κυρίως κεράσι, βύσσινο και φράουλα- και τη φρεσκάδα της ποικιλίας, και το δρύινο βαρέλι, ανάλογα με το είδος και τη διάρκεια παραμονής, να προσθέτει μπαχαρένια αρώματα, πολυπλοκότητα και όγκο, τις περισσότερες φορές όμως και αρκετά Ευρώ επιπλέον στην τιμή. Πάντως, αν με δυο λέξεις θέλαμε να χαρακτηρίσουμε το Αγιωργίτικο αυτές θα ήταν «βελούδινη δύναμη».