Η περίφημη «δίαιτα των 100 μιλίων» μπορεί να μην υπόσχεται θαύματα για τη σιλουέτα σας, μπορεί όμως να τα πραγματοποιήσει για χάρη του πλανήτη. Πρόκειται άραγε για γαστρονομικό trend ή μήπως για τη μη αναστρέψιμη πορεία για τη διατήρηση και την επιβίωση της τροφικής αλυσίδας σε έναν μεταλλαγμένο κόσμο;
Κείμενο: Κώστας Μπουρούσης
Ακόμη και μια βόλτα στο συνοικιακό σούπερ μάρκετ της γειτονιάς αρκεί για να μεταφερθείς σε ένα διατροφικό λούνα παρκ για ενήλικες, με τα φανταχτερά παιχνίδια να αντικαθίστανται από εξεζητημένα ή όχι και τόσο σπάνια προϊόντα από τα πιο μακρινά και ανήκουστα μέρη του πλανήτη. Μπανάνες από τον Τροπικό του Καρκίνου, υπερτροφές από τη Λατινική Αμερική, αβοκάντο από το Μεξικό, λεμόνια από το Ισραήλ και την Αργεντινή, ξηροί καρποί από τη Μέση Ανατολή, ρύζι από τους καρτ-ποσταλικούς ορυζώνες του Βιετνάμ, γάλα από τις τροφαντές αγελάδες της Ολλανδίας, κρέας από τρυφερά γαλλικά μοσχάρια που κάποτε βοσκούσαν ξέγνοιαστα στην εξοχή. Η ποικιλία αλλά και το δικαίωμα στην επιλογή της τιμής, της πρώτης ύλης, της ποιότητας και της καταγωγής μοιάζουν εκ των ων ουκ άνευ πυλώνες του διατροφικού φιλελευθερισμού, εκείνου που απολαμβάνουν εδώ και δεκαετίες οι προνομιούχοι κάτοικοι των λεγόμενων αναπτυγμένων χωρών. Εκείνοι που, όπως έρευνες έχουν καταδείξει, αγοράζουν σχεδόν αυτιστικά περισσότερη τροφή από αυτή που μπορούν να καταναλώσουν. Μήπως όμως μια πιο προσεκτική ματιά στο καρότσι, το καλάθι ή έστω στο πλέον φιλικό προς τον πλανήτη διχτάκι με τα ψώνια της εβδομάδας, του δεκαπενθημέρου ή του μήνα αρκεί για να κατανοήσουμε πως δεν είμαστε απλώς και μόνο καταναλωτές, αλλά κινούμενες βόμβες όχι με διατροφικές αλλά με διαστροφικές για το μέλλον του πλανήτη επιλογές; Ποιος τολμά να υπολογίσει τα χιλιόμετρα που έχουν διανύσει οι τροφές του από το σημείο παραγωγής του μέχρι το πιάτο του; Και τι θα γινόταν αλήθεια αν αποφασίζαμε να τρεφόμαστε και άρα να αγοράζουμε κρέας, πουλερικά, όσπρια, σιτηρά, γαλακτοκομικά, ψάρια, φρούτα και λαχανικά που προέρχονται αυστηρά από μια ακτίνα 100 μιλίων από τον τόπο που πρόκειται να καταναλωθούν;
Οι Καναδοί Αλίσα Σμιθ και Τζ.Μπ. ΜακΚίνον αποφάσισαν να απαντήσουν στο ερώτημα. Εγιναν οι ίδιοι «πειραματόζωα» και μάλιστα αποτύπωσαν την εμπειρία τους στο βιβλίο «Η δίαιτα των 100 μιλίων: Ενας χρόνος τρώγοντας τοπικά προϊόντα», το οποίο κυκλοφόρησαν το 2007. Ουσιαστικά έγραψαν -χωρίς να το γνωρίζουν- τη 227 σελίδων βίβλο μιας γαστρονομικής τάσης που κερδίζει ολοένα περισσότερους πιστούς που πρεσβεύουν με ζέση πως η τροφή πρέπει να κουβαλά μαζί της όσο το δυνατόν μικρότερες αποσκευές. Η γαστρονομική/διατροφική περιπέτεια του ζευγαριού ξεκίνησε κατά τύχη όταν αποφάσισαν να οργανώσουν ένα δείπνο για φίλους στην εξοχική κατοικία τους στη Βρετανική Κολούμπια. Οι προμήθειες του σπιτιού είχαν τελειώσει, τα μαγαζιά είχαν κλείσει, η μόνη λέξη που μπορούσε να περιγράψει το διαφαινόμενο φιάσκο ήταν απελπισία (ή ίσως delivery). Επέλεξαν λοιπόν να φανούν δημιουργικοί και στράφηκαν στο φυσικό περιβάλλον. Μάζεψαν μανιτάρια από το δάσος, ξέθαψαν μερικές πατάτες που ήταν ξεχασμένες στον κήπο τους παρέα με μερικά σκόρδα και έκοψαν μερικά μήλα και βύσσινα. Τελικά προσέφεραν ένα αξιοπρεπές και άκρως δημιουργικό μενού, το οποίο εντυπωσίασε τους καλεσμένους τους αλλά και τους ίδιους τόσο πολύ ώστε αποφάσισαν να εφαρμόσουν την πρακτική της εντοπιότητας και της εποχικότητας των προϊόντων αφότου επέστρεψαν στη βάση τους στο Βανκούβερ. Στην πραγματικότητα η Σμιθ και ο ΜακΚίνον, μέσω της μάλλον αυθόρμητης απόφασής τους κατάφεραν να συστηματοποιήσουν, να ονοματίσουν αλλά και να αναδείξουν τα οφέλη για τον πλανήτη -και τελικά για τον ίδιο τον άνθρωπο- βάζοντας στο τραπέζι τους τροφές με κατά το δυνατόν μικρό οικολογικό αποτύπωμα.
Η δίαιτα των 100 μιλίων εδράζεται στην εντοπιότητα και στην εποχικότητα των τροφών και βέβαια στην ελαχιστοποίηση των λεγόμενων τροφοχιλιόμετρων που διανύει μια πρώτη ύλη για να φτάσει από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Μπορεί να το σκεφτόμαστε σπάνια, όμως τα καύσιμα που απαιτούνται για να ταξιδέψει, λόγου χάρη, ένα υλικό από τη Νότια Αμερική στη Βόρεια Ευρώπη, η επεξεργασία που απαιτείται για να αντέξει τη μακρινή διαδρομή, ακόμη και η συσκευασία -συνήθως πολλαπλή- που θα διασφαλίσει την ακεραιότητά είναι παράγοντες καίρια επιβαρυντικοί για το περιβάλλον. Και δεν είναι μόνο αυτό. Πέραν της αυτονόητης παραδοχής πως μια πρώτη ύλη που παράγεται σε απόσταση κοντινή στον καταναλωτή φτάνει στο τραπέζι του πιο φρέσκια, στην πραγματικότητα στηρίζει την τοπική οικονομία, ενθαρρύνει τη μικρή και άρα περισσότερο ελεγχόμενη παραγωγή, αποτρέπει τη δημιουργία αχανών γεωργικών εκτάσεων που επιμολύνουν τη γη με φυτοφάρμακα και συντηρητικά βλαπτικά όχι μόνο για την υγεία του καταναλωτή αλλά και του ίδιου του πλανήτη. Τελικά, η δίαιτα των 100 μιλίων ή τέλος πάντων εκείνο που σε ένα ευρύτερο φάσμα θα μπορούσε να ονομαστεί ως ντοπιοφαγία επαναπροσδιορίζει τη σχέση μας με την τροφή, την απόλαυσή της, τη γεύση. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι πως η ελληνική γαστρονομική σκηνή -για να μη μιλήσουμε για το θαύμα της περιλάλητης new nordic cuisine- άνοιξε ένα νέο, άκρως δημιουργικό και ενδιαφέρον κεφάλαιο από τη στιγμή που οι ίδιοι σεφ στράφηκαν στην εγχώρια τοπική παραγωγή, επανεκτίμησαν ταπεινές ή παραγνωρισμένες πρώτες ύλες ανέτρεξαν στη μνήμη και συνεπώς στην ουσία της τροφής, ισορροπώντας επιδέξια μεταξύ της διατροφικής αξίας και της ευωχίας.