Τον Βασίλη Ρήτα και την Ελένη Πλαχούρα, δεν τους γνώρισα τώρα για πρώτη φορά αν και τους συνάντησα, από κοντά, μόλις πριν από μερικές ημέρες. Παρακολουθώντας τους πέρσι, σε ένα από τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ «+άνθρωποι» του Γιάννη Δάρρα, ένιωσα από τα πρώτα κιόλας λεπτά, ότι τους ξέρω από πάντα. Ο λόγος τους, τότε, θυμάμαι με είχε συνεπάρει. Ο λόγος και οι λόγοι τους, που τους έκαναν να εγκαταλείψουν τη ζωή στις μεγαλουπόλεις, αρχικά στην Αθήνα και έπειτα στα Γιάννενα, για να πάρουν κυριολεκτικά τα βουνά και παρακινούμενοι από την άγρια, σχεδόν μυστικιστική, γοητεία της Ηπείρου να βάλουν με τόλμη και ρομαντισμό, το κοινό όνειρό τους σε μία εφαρμόσιμη προοπτική: Να γίνουν μελισσοκόμοι. Και το κατάφεραν! Και όχι μόνο, αλλά βραβεύτηκαν διεθνώς και για τα προϊόντα τους.
Άνθρωποι και οι δύο με βαθιά παιδεία και με αξιοζήλευτες σπουδές (μηχανολόγος μηχανικός ο Βασίλης, πολιτικός μηχανικός η Ελένη και με μεταπτυχιακό στην Αγγλία πάνω στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), εδώ και 8 χρόνια -και αφού κάθισαν ξανά στα θρανία, παρακολουθώντας σεμινάρια μελισσοκομίας στο ΑΠΘ- παλεύουν με τις θηριώδεις δυνάμεις της φύσης και του καιρού, στα 1400 μέτρα υψόμετρο, στον ορεινό όγκο της Τύμφης, κοντά στο χωριό Βραδέτο. Εκεί «γινόμαστε καθημερινά υπηρέτες των μελισσών» μου εξηγεί ο Βασίλης «παράγοντας αγνό, ανεπεξέργαστο μέλι, κάτω από αντίξοες συνθήκες σε ένα από τα πιο δύσκολα και συνάμα πιο ενδιαφέροντα, μελισσοκομικά, μέρη της ελληνικής υπαίθρου».
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη περιοχή, τόσο δύσκολη να τη δαμάσεις και ίσως ακόμα πιο δύσκολη ώστε να την κατανοήσεις; «Η μελισσοκομία εδώ στη χαράδρα του Βίκου δεν έχει καμία σχέση με τη μελισσοκομία σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας. Και σε αυτό ευθύνεται η βιοποικιλότητα της περιοχής. Μιλάμε για 1.700 είδη και υποείδη αρωματικών φυτών και βοτάνων. Συγκεκριμένα, το 1/6 από όλα τα φυτά της Ελλάδας βρίσκονται στο γεωπάρκο Βίκου-Αώου. Αυτή, λοιπόν, η βιοποικιλότητα που υπάρχει εδώ, κάνει τα μελίσσια δυναμίτες, τα κάνει να σμηνουργούν σαν παλαβά. Αλλά, δεν σου χαρίζονται. Το να κρατήσεις τα μελίσσια εδώ, θέλει εμπειρία και γνώση και πάλι, το μέλι που παίρνεις είναι ελάχιστο» παρατηρεί ο Βασίλης.
«Οι αντιξοότητες όμως δεν μας τρομάζουν» συμπληρώνει η Ελένη και εξηγεί «Η βιολογική μελισσοκομία κρύβει λίγες χαρές και πολλές λύπες». «Θυμάμαι» συνεχίζει « τα λόγια ενός γέροντα μελισσοκόμου που μας είχε πει στο ξεκίνημά μας: Το μέλι για αυτούς που το δοκιμάζουν είναι γλυκό, για εμάς είναι πικρό». «Οι φίλοι μας» εξομολογείται ο Βασίλης «μας λένε, είστε τυχεροί που φύγατε από την πόλη και τί ωραία που περνάτε στο βουνό. Όμως δεν ξέρουν ότι το βουνό έχει και δυσκολίες και απαιτεί και θυσίες. Δεν ξέρουν ότι πρέπει να λείψουμε όλο το βράδυ για να μεταφέρουμε τα μελίσσια μας, ότι πρέπει να περπατήσουμε και να δουλέψουμε σε δρόμους δύσβατους ή ότι υπάρχουν χρονιές που βλέπουμε τα μελίσσια μας να πεινάνε και εμείς στεναχωριόμαστε γιατί πρέπει να τα μεταφέρουμε αλλού. Η τίμια αγροτική δουλειά, που δεν γνωρίζει από φυτοφάρμακα και χημείες, έχει τεράστια ρίσκα».
«Και όμως» παρεμβαίνει η Ελένη «ένα μπράβο, μια αναγνώριση από την άλλη άκρη της γης, ένα ενθαρρυντικό τηλεφώνημα από πελάτη μας στο Τέξας, ένα mail από κάποιον σεφ που δοκίμασε το μέλι μας από το Όρεγκον και του άρεσε, για όλους αυτούς τους λόγους, αξίζει να συνεχίσουμε». Σταματούν και καθώς κοιτάζονται μεταξύ τους, τα μάτια τους χαμογελούν. Ίσως φταίει ότι θυμήθηκαν, σχεδόν ταυτόχρονα, την ιστορία με την κυρία που ταξίδεψε από την άλλη άκρη της γης για να τους συναντήσει: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ» μου λέει η Ελένη «την κυρία με το καπελίνο που μία μέρα πάρκαρε έξω από το εργαστήριό μας. Μπήκε μέσα και στα αγγλικά μας εξήγησε ότι μας βρήκε από το Instagram. Μας είπε ότι ήταν ιστιοπλόος και ότι ταξίδεψε από την Βρετανική Κολομβία στην Κέρκυρα και έπειτα στα Γιάννενα για να έρθει στο εργαστήριό μας και να αγοράσει μέλι. Μάλιστα, πέρασε από την Κέρκυρα απέναντι με ιστιοπλοϊκό και έπειτα νοίκιασε αυτοκίνητο για να έρθει σε εμάς. Αυτή η γλυκιά περιπέτειά της, μας γέμισε με τόσα θετικά συναισθήματα!».
Δεν είναι όμως μόνο η αγάπη και η αποδοχή του κόσμου που κάνουν τον Βασίλη και την Ελένη, να θέλουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους στην μελισσοκομία. Είναι και τα μηνύματα που δέχονται το τελευταίο διάστημα από τις επιστημονικές κοινότητες της χώρας μας. Όταν, πριν από λίγα χρόνια, κατέβαζαν το μέλι τους, από τα βουνά του Βίκου στα εργαστήρια των Πανεπιστημίων Θεσσαλίας και Ιωαννίνων δεν φαντάζονταν ποτέ ότι ύστερα από ενδελεχείς μελέτες, τα πρώτα αποτελέσματα θα έκαναν λόγο για ένα προϊόν, πρωταθλητή των υπερτροφών, που μπορεί να ξεπεράσει σε επίπεδα βιοδραστικότητας προς όφελος της ανθρώπινης υγείας και ευεξίας, ακόμα και το μέλι Manuka, το πιο ακριβό και φημισμένο για την αντιβακτηριδιακή του δράση, μέλι στον κόσμο. «Για εμάς όμως δεν θα αλλάξει τίποτα» μου λέει ο Βασίλης «Μπορεί η τιμή του μελιού, αν αποδειχτεί η διατροφική του υπεροχή, να αυξηθεί δραματικά, εμείς όμως θα συνεχίσουμε να ζούμε στο βουνό. Άλλωστε όνειρό μας είναι κάποια στιγμή να φτιάξουμε την καλύβα μας και να μένουμε μόνιμα εκεί, χωρίς κινητά και emails, μόνο με το τρεχούμενο νερό από τις πηγές, τις μυρωδιές και τις μελωδίες της φύσης».
Από την άλλη, «εκεί που πήραμε τα βουνά για να ησυχάσουμε» σκέφτεται δυνατά ο Βασίλης, «ανοίξαμε νέους λογαριασμούς και ξεκινήσαμε πάλι τον αγώνα και το τρέξιμο». Αναφέρεται, φυσικά, στην τελευταία καινοτομία τους, στο Bear Strength, ένα πρωτοποριακό, ενεργειακό gel για αθλητές: «Είμαστε η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα και μέχρι πρότινος η πρώτη εταιρεία παγκοσμίως που δημιούργησε ενεργειακά gel για αθλητές με βάση το μέλι. Όλο αυτό έπρεπε να στηριχτεί πάνω σε έρευνες και γι’ αυτό έπρεπε να έχουμε καλή πρώτη ύλη και ανεπεξέργαστη, οπότε εφ’ όσον τα μηχανήματα τυποποίησης των προϊόντων δεν υπήρχαν έτσι όπως τα θέλαμε, στην Ελλάδα, φτιάξαμε εμείς τη γραμμή παραγωγής από το μηδέν, τις συνταγές και έπειτα τρέξαμε για τις πιστοποιήσεις και τις αναλύσεις. Σήμερα, υπάρχουν άλλες 7 εταιρείες στον κόσμο που έχουν ξεκινήσει να δημιουργούν ενεργειακά gel και τρόφιμα με βάση το μέλι. Αυτό είναι πολύ καλό για εμάς γιατί είναι δύσκολο να ανοίγεις το δρόμο μόνος σου. Στόχος μας, αργότερα, να δημιουργήσουμε μία ολοκληρωμένη σειρά από 7-8 ενεργειακά gel για να καλύψουμε μεγαλύτερη γκάμα αναγκών και προτιμήσεων».
Οδηγώντας την κουβέντα προς το τέλος της, αναπόφευκτα πάει στα σχέδιά τους για το μέλλον. Απόλυτα συνυφασμένο, πλέον, με το μεγάλωμα των παιδιών τους, του Νικόλα που είναι σήμερα 4 ετών και της Ευτυχίας που είναι μόλις 17 μηνών. «Θέλουμε τα παιδιά μας να μεγαλώσουν σεβόμενα και αγαπώντας της φύση, τους καρπούς και τα δώρα της» μου λέει ο Βασίλης και η Ελένη προσθέτει «Θέλουμε, επίσης, να μειώσουμε το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα στον πλανήτη, φτάνοντάς το στο μηδέν. Έχουμε, ήδη, μπει σε ένα πρόγραμμα zero waste πιστοποίησης και θα προσπαθήσουμε να το εφαρμόσουμε από το Φθινόπωρο. Σε αυτό βοηθούν πολύ και τα μελίσσια, λόγω της επικονίασης των φυτών».
Τους αποχαιρέτησα επιλέγοντας ως δρόμο επιστροφής μου, το αγαπημένο μονοπάτι της Ελένης. Αυτό που ενώνει το μελισσοκομείο τους με το σημείο θέασης της χαράδρας και που όπως μαθαίνω «στολίζεται» από 360 διαφορετικά είδη βοτάνων και φυτών. Μου πήρε πάνω από το κλασικό 15λεπτο περπάτημα που απαιτεί η καθημερινή διαδρομή του Βασίλη και της Ελένης. Αλλά πάλι… ποιος νοιάζεται για τον χρόνο εδώ πάνω;