H δημοσίευση της 10ης Ετήσιας Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας, από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), παρουσίασε τις εξελίξεις του κλάδου για την περασμένη χρονιά. Στην έκθεση τέθηκαν συμπεράσματα όπως η προσαρμογή της παραγωγής, η σταθερότητα τιμών, η στάση αναμονής λόγω των επιχειρηματικών εξελίξεων αλλά και προβληματισμός για την αδυναμία της πολιτείας να δώσει λύσεις στα κύρια θεσμικά θέματα.
Ειδικότερα, το 2023 η παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 131.300 τόνους αξίας 752 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση 4% ως προς τον όγκο και την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η συγκεκριμένη τάση είναι χαρακτηριστική στον κλάδο της μεσογειακής υδατοκαλλιέργειας σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο και οφείλεται στις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Παρατηρήθηκε επίσης ότι λόγω του πληθωρισμού στα τρόφιμα το 2023, υπήρξαν σοβαρές ανατιμήσεις που με τη σειρά τους οδήγησαν τους καταναλωτές να αντικαταστήσουν τα ψάρια με κρέας και πουλερικά. Παρά ταύτα, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατήρησε την εξωστρέφεια της διαθέτοντας το 83% της παραγωγής σε 36 χώρες εκτός Ελλάδας και το υπόλοιπο 17% της παραγωγής στην εγχώρια αγορά. Πιο συγκεκριμένα, εξήχθησαν 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας 572 εκατ. ευρώ, με τις κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας να παραμένουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία. Οι μέσες τιμές πάντως, παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τον ανταγωνισμό, και για τα δύο κύρια είδη εμπορίας κατέγραψαν οριακές μεταβολές.
Μερικές από τις προκλήσεις, που καταγράφηκαν για την προηγούμενη χρονιά, ήταν η αβεβαιότητα που προκαλεί η έλλειψη ρευστότητας, η εν εξελίξει διαδικασία εξυγίανσης του μεγαλύτερου ομίλου του κλάδου, η απουσία πολιτικής βούλησης για την εμπρόθεσμη ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού της υδατοκαλλιέργειας και ο ανταγωνισμός από την Τουρκία που εκτός από την αυξανόμενη παραγωγή, αξιοποιεί ολοένα και πιο δυναμικά το δίκτυο διανομής.
Ο κ. Γιάννης Πελεκανάκης, Διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ΕΛΟΠΥ, σχολίασε πως «Το 2023 ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά που τέθηκε σε δοκιμασία η αναπτυξιακή προοπτική του κλάδου, καθώς για 2η συνεχόμενη χρονιά μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, οι επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε ένα πιεστικό περιβάλλον υψηλού κόστους παραγωγής, πίεσης τιμών και περιορισμένης πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης».
Επιπλέον ο κ. Πελεκανάκης ανέφερε πως η πίεση εντάθηκε περαιτέρω λόγω των κλιμακούμενων πιέσεων στα τρόφιμα, οι οποίες επηρέασαν και τις τιμές των αλιευμάτων. Αυτό οδήγησε σε πολλές περιπτώσεις τα θαλασσινά να πωληθούν κάτω από την τιμή κόστους ή με ελάχιστο περιθώριο κέρδους. Παράλληλα, αναφέρθηκε στην αισιοδοξία που επικρατεί για το 2024, καθώς οι αγορές φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί, η ζήτηση να έχει τονωθεί. Έτσι, οι τιμές διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα και το κόστος παραγωγής έχει βελτιωθεί λόγω των αποπληθωριστικών τάσεων στις πρώτες ύλες των ιχθυοτροφών. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις επιχειρηματικές εξελίξεις, ο κ. Πελεκανάκης ανέφερε ότι και τη φετινή χρονιά συνεχίζεται η προσπάθεια εξυγίανσης του κλάδου στοχεύοντας να εξασφαλιστεί μία μακροπρόθεσμη σταθερότητα και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά του, αφού υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον.
Ποια είναι η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ)
Η ΕΛΟΠΥ είναι ο κύριος φορέας ανάπτυξης της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας και ιδρύθηκε το 2016 με αποστολή την ενίσχυση της παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων των Εταιρειών – Μελών της. Με αυτόν τον τρόπο εδραιώθηκε η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια ως ηγετική δύναμη στην Ελλάδα και τις διεθνείς αγορές. Η ΕΛΟΠΥ σήμερα περιλαμβάνει 22 μέλη, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% της εγχώριας παραγωγής και εξάγουν τα προϊόντα τους σε 40 χώρες.
Λόγω της δέσμευσης της ΕΛΟΠΥ αναφορικά με την υγιεινή των τροφίμων, την ευζωία των ιχθύων και την προστασία του περιβάλλοντος, δημιουργήθηκε το πρότυπο Σχήμα Πιστοποίησης «Fish from Greece» σε συνεργασία με την TUV Austria Hellas. Τα φρέσκα ελληνικά ψάρια εκτροφής «Fish from Greece» διακρίνονται σε πολλούς τομείς όπως η φρεσκάδα, η γεύση και ποιότητα, αφού τα προϊόντα αναπτύσσονται στο φυσικό τους περιβάλλον, με γνώμονα τις αυστηρές ευρωπαϊκές προδιαγραφές.