Μια διαδρομή από την Αθήνα στα Μεσόγεια και πάλι πίσω για τον εφοδιασμό του πιο παλιού γαλακτοπωλείου της Αθήνας στην Ομόνοια, με φρεσκοαρμεγμένο γάλα για τα γιαούρτια, τις κρέμες και τα ρυζόγαλα ημέρας.
06.30
Άφιξη
Δεν έχει χαράξει καλά-καλά και είμαστε ήδη στον δρόμο. Ο Θεός να τον κάνει, γιατί καθώς το φορτηγάκι μας αγκομαχάει, σκαρφαλώνοντας στις φυτευτές πέτρες, σπινιάροντας στο χαλαρό χαλίκι, χοροπηδάω στο κάθισμα και αναρωτιέμαι ποιος έχει το κουράγιο να βγάζει αυτή τη διαδρομή αλέ-ρετούρ κάθε μέρα, αξημέρωτα, για δυο καρδάρες γάλα. Έχουμε ξεκινήσει από τις 5 για τη στάνη του Γιώργη.
07.30
Άρμεγμα – φόρτωση
Όχι ότι ξέρω τίποτα από ζώα αλλά μέχρι εκεί γνωρίζω: τα πρόβατα έχουν τα δικά τους χούγια. Αλαφιάζονται εύκολα. Τα έχει ήδη τρομάξει η παρουσία μας και ο Γιώργης μάς λέει ότι δύσκολα θα κάτσουν να τ’ αρμέξουν. Δεν θα τα ζορίσουν. Όπως τα περνάνε ένα-ένα στο παχνί, κάποια προσφέρουν ανήσυχα τους μαστούς τους· κάποια άλλα διασχίζουν πανικόβλητα τον μικρό διάδρομο ανάρμεχτα. Δεν το λες επάγγελμα αυτό που κάνουν εδώ πάνω δυο άνθρωποι μόνοι τους, δίπλα στον κυριότερο μεταφορικό κόμβο της χώρας και ταυτόχρονα στη μέση του πουθενά. Συνταγή ζωής το λες, που με κάποιον τρόπο έχει συνδεθεί τελευταία με μια νέα φιλοσοφία κατανάλωσης. Μια φιλοσοφία με δύο άξονες.
08.30
Παραλαβή – έλεγχος
Οικολογία σημαίνει οικονομία. Πρώτα απ’ όλα. Αν είσαι σπάταλος εκεί που μπορείς να είσαι φειδωλός, δεν είσαι οικολόγος. Είσαι απλώς ακόλουθος μιας μόδας που προσχηματίζεται μέσα στο θολό τοπίο της οικο-ουτοπίας. Ο πρώτος άξονας της οικολογικής κατανάλωσης, συνεπώς, είναι αυτός της μικρότερης ενεργειακής δαπάνης. Οι Αμερικανοί το ονόμασαν «Ζero Μile» αλλά το δικό μας «από την παραγωγή στην κατανάλωση» μου φαίνεται πιο προσδιοριστικό. Το γάλα του Γιώργη φεύγει στις 7.30 το πρωί από τα Μεσόγεια, αφού πρώτα κρυώσει στους 3 βαθμούς Κελσίου (από τους 37 του βυζιού), και σε μια ώρα βρίσκεται στο γαλακτοπωλείο της Ομόνοιας. Με τα υποτυποδέστερα logistics που μπορεί να φανταστεί κανείς.
09.00
Μεταφορά στα καζάνια
Η μικρή παραγωγή της Στάνης (που, παρεμπιπτόντως, τη γνωρίζουμε οικογενειακώς από τότε που η Ομόνοια ήταν ο ομφαλός της πόλης) συνδυάζεται άψογα με τον βιολογικό χαρακτήρα του γάλακτος που είναι η βάση για όλα τα προϊόντα της – και ο δεύτερος άξονας αυτής της φιλοσοφίας. Μέσα από αυτή τη σχέση δούναι και λαβείν μεταξύ δύο μικρών παραγωγών διαγράφεται η νιρβάνα του γκουρμέ οικολόγου: αν και περιέχει μια δόση εστετισμού, είναι πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ των τυποποιημένων προϊόντων, μπροστά σ’ ένα γιαούρτι που φτιάχτηκε σήμερα με το γάλα που αρμέχτηκε πριν από λίγες ώρες. Αν ο όρος «βιολογικό» έχει κάποιο νόημα, εδώ η περιγραφή του εξαντλείται.
11.00
Σερβίρισμα
Θα μας σώσει το «Zero Mile»; Δεν πιστεύω ότι είναι αυτός ο προορισμός του. Στις οικονομίες κλίμακας που καθορίζουν την παγκοσμιοποιημένη διακίνηση προϊόντων, η τοπική παραγωγή είναι μια στατιστική ανωμαλία. Δεν θα ανταγωνιστεί ποτέ την τυποποίηση, ούτε θα υποκαταστήσει τη μαζική παραγωγή. Και δεν πειράζει. Ακόμα κι αν καταφέρνει να διεισδύει στη διατροφική μας ρουτίνα σε ένα ασήμαντο ποσοστό, αν κατορθώσει να κρατάει τα γούστα μας ζωντανά και τους γευστικούς μας κάλυκες ανήσυχους για κάτι που ξεφεύγει από το τετριμμένο, θα έχει επιτελέσει την αποστολή του. Ή, τουλάχιστον, έτσι το βλέπω εγώ, ο απενοχοποιημένος καταναλωτής του τυποποιημένου, που όμως περνάει συχνά πυκνά από τη Στάνη για να φιλοδωρήσει τον εαυτό του με κάτι αληθινά εκλεκτό.
Κείμενο: Γιώργος Φραντζεσκάκης
Φωτογραφίες: Νίκος Κόκκας