Πόσες ημέρες μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος χωρίς να φάει οποιαδήποτε τροφή; Ποιες αλλαγές συμβαίνουν στο σώμα μας σε αυστηρή νηστεία και πότε η ασιτία γίνεται απειλητική για τη ζωή;
Η ασιτία δεν ορίζει μόνο την πείνα, αντίθετα, πρόκειται για μια βιολογική κρίση με σοβαρές και συχνά μη αναστρέψιμες συνέπειες.
Η δυνατότητα του ανθρώπινου οργανισμού να επιβιώσει χωρίς τροφή είναι εντυπωσιακή, αλλά και περιορισμένη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ένας άνθρωπος μπορεί να αντέξει χωρίς φαγητό από περίπου 3 εβδομάδες έως και 2 μήνες, εφόσον συνεχίσει να λαμβάνει υγρά. Η ακριβής διάρκεια εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η φυσική κατάσταση, η ύπαρξη ή μη χρόνιων παθήσεων και τα αποθέματα λίπους και μυϊκής μάζας.
Τι ακριβώς συμβαίνει όμως στο σώμα όταν δεν καταναλώνουμε τροφή;
Όπως εξηγεί στο Cantina ο κλινικός διαιτολόγος- διατροφολόγος MSc, Παναγιώτης Ζήσης: «τις πρώτες ημέρες, ο οργανισμός προσπαθεί να διατηρήσει την ενεργειακή του ισορροπία διασπώντας το γλυκογόνο από το ήπαρ, μετατρέποντάς το σε γλυκόζη για να τροφοδοτήσει τον εγκέφαλο και τα ζωτικά όργανα. Όταν εξαντληθούν τα αποθέματα γλυκογόνου, στρέφεται στην καταστροφή των μυϊκών πρωτεϊνών και ουσιαστικά αρχίζει να “τρώει” τον ίδιο του τον ιστό». Μάλιστα, διευκρίνισε ότι «όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε φάση παρατεταμένης ασιτίας, τότε ενεργοποιείται ένας εναλλακτικός μηχανισμός όπου ο οργανισμός αρχίζει να διασπά τα αποθηκευμένα τριγλυκερίδια στα λιποκύτταρα, παράγοντας κετονοσώματα. Αυτά μετατρέπονται σε βασικό καύσιμο για τον εγκέφαλο, αλλά η συσσώρευσή τους μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη κετοξέωση».
Αξίζει να σημειωθεί πως κατά τις πρώτες 72 ώρες, εφόσον το άτομο πίνει άφθονο νερό, δεν παρατηρούνται απειλητικά συμπτώματα στον οργανισμό. Ωστόσο, όσο η ασιτία συνεχίζεται, τότε ενδέχεται να προκύψουν ανεπιθύμητα συμπτώματα όπως είναι η υπογλυκαιμία, η βραδυκαρδία, οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές, οι καρδιακές αρρυθμίες, η εξασθένηση των αναπνευστικών μυών, ακόμα και η εγκεφαλοπάθεια ή λοιμώξεις.
Μήπως η νηστεία παχαίνει;
Είτε σε κλασικές υποθερμιδικές δίαιτες είτε στη διαλειμματική νηστεία, ο περιορισμός της διατροφής θα μπορούσε να πυροδοτήσει οποιονδήποτε έχει ιστορικό διαταραγμένης διατροφής. Αναφορές αποκαλύπτουν πως η πείνα μπορεί να οδηγήσει σε δύο ακραίους αντιδραστικούς τρόπους: την υπερφαγία ή την υποφαγία. Συχνά, αυτή η αντιδραστικότητα οδηγεί σε υπερκατανάλωση τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λίπη, τα οποία, παρά την ποσότητα, δεν καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες. Σε άλλες περιπτώσεις, ο περιορισμένος χρόνος σίτισης και η μεγάλη χρονική διάρκεια νηστείας πιθανόν να οδηγούν σε υποσιτισμό και απώλεια όρεξης. Ούτως ή άλλως, όμως, σε ανθρώπους με ιστορικό διατροφικών διαταραχών δεν συνιστώνται τέτοιοι τύποι νηστειών.
Διαβάστε επίσης
Διαλειμματική νηστεία: Να τρώει κανείς ή να μην τρώει;