Τελευταία όλο και περισσότεροι φίλοι μου ρωτούν σε ποιο εστιατόριο μπορούν να βρουν και να απολαύσουν καλά ζυμαρικά. Δύσκολη η απάντηση, μιας και πρώτον δεν υπάρχουν πολλά εστιατόρια εκεί έξω που να σερβίρουν αξιοπρεπή pasta και δεύτερον τα δικά μου γούστα με εκείνα των φίλων μου στο συγκεκριμένο θέμα απέχουν πολύ. Όπως και να έχει, πάντα έχω κάτι να τους προτείνω. Μέσα σε αυτά είναι και το Monzù στην Κηφισιά, όπου εδώ και περίπου δύο χρόνια, ο Γιάννης Λιόκας δίνει στην ιταλική κουζίνα μια «εγχώρια» χροιά, χρησιμοποιώντας πολλά ελληνικά προϊόντα.

Το Monzù στεγάζεται σε ένα όμορφο, ιστορικό αρχοντικό του 19ου αιώνα, που όπως έμαθα υπήρξε κάποτε σταθμός της βασιλικής οικογένειας στον δρόμο της από τα ανάκτορα προς τα κτήματα του Τατοΐου. Το επισκέφθηκα -για μία ακόμη φορά- μια Πέμπτη βράδυ. Κάποιοι από την παρέα ήθελαν να καθίσουν στο κλειστό μπαλκόνι με τις σόμπες και τα στρωμένα χαλιά, παρ’ όλα αυτά προτιμήσαμε τη ζεστή και ατμοσφαιρική του σάλα.

Όση ώρα χάζευα τον κατάλογο και σκεφτόμουν τι θα παραγγείλουμε –πάντα αφήνουν αυτήν τη δουλειά για μένα– ζήτησα ένα Negroni από τη λίστα των κοκτέιλ που έχει επιμεληθεί ο Λυκούργος Χριστοθανόπουλος με την βοήθεια του Σπύρου Κερκύρα.

Για να ξεκινήσουμε, ζητήσαμε δύο πίτσες που ακολουθούν την ναπολιτάνικη φιλοσοφία όσον αφορά στο ζυμάρι: 48 ώρες ωρίμαση με βάση το προζύμι biga. Πρώτη έφτασε η Verde, με χόρτα εποχής, μπροκολίνι, κάππαρη Σύρου, αγκιναράκι, γάρο και παλαιωμένη γραβιέρα. Ιδιαίτερος συνδυασμός υλικών, που είχε όμως ένα νόστιμο αποτέλεσμα.
Από την άλλη, η πληθωρική Kermes με βιολογικό σαλάμι ωρίμασης από μαύρο χοίρο, κυανό (μπλε τυρί), μοτσαρέλα, σαλάμι σύκου και ραντίτσιο ήταν αρκετά λιπαρή και «βαριά», τόσο που δεύτερο κομμάτι δεν μπόρεσα να φάω.

Συνεχίσαμε με ένα πιάτο που την πρώτη φορά που το είχα δοκιμάσει μου είχε προκαλέσει έκπληξη. Αναφέρομαι στη σελινόριζα, που είναι ένα εικονικό οσομπούκο, αφού είναι κομμένη έτσι ώστε να μοιάζει με το κόκκαλο του κρέατος και κρύβει μέσα της μανιτάρια εποχής, κρέμα από άγρια χόρτα και μία πληθωρική σάλτα από καπνιστή γραβιέρα Κρήτης.

Περνώντας τώρα στα ζυμαρικά, παραγγείλαμε τα λινγκουίνι με ζωμό γαρίδας, κρόκο Κοζάνης και ταρτάρ γαρίδας Αμβρακικού. Τα ζυμαρικά ήταν πολύ σωστά βρασμένα, όμως λίγο αλμυρά στο σύνολο τους.

Η fregola sarda, τα στρόγγυλα ζυμαρικά από σιμιγδάλι, ήρθαν με μοσχαρίσια μάγουλα και σάλτσα από καφέ espresso, η οποία προσέδιδε μια πίκρα στο πιάτο που δεν χρειαζόταν.

Το risotto carnaroli με κολοκύθα είχε εντάσεις που όμως αναζητούσαν ισορροπίες. Η ‘nduja από τη μια χάριζε ένα ωραίο πικάντικο στοιχείο, όμως από την άλλη η κρέμα από κυανό (έντονο μπλε τυρί) άφηνε μια αλμυρή επίγευση που δεν έσπαγε με τη γλύκα της κολοκύθας. Τέλος, τα καβουρδισμένα φουντούκια ήταν λίγα σε ποσότητα και πολύ λεπτά κομμένα ώστε να χαρίσουν την τσαχπινιά του τραγανού, γήινου στοιχείου.

Το tiramisù με φιστίκια Αιγίνης και espresso και η panacotta από πρόβειο γιαούρτι με καραμελωμένα εσπεριδοειδή ήταν και αυτά στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του chef. Μια φιλοσοφία που πατάει στην κουζίνα της γείτονος χώρας, όμως έχει πολλά μα πολλά ελληνικά στοιχεία. Και για να απαντήσω στην αρχική ερώτηση, ναι το Monzù είναι ένα εστιατόριο που θα βρει κανείς καλή pasta και θα την απολαύσει.

info
Λεωφ. Κηφισιάς 317Β, Κηφισιά, τηλ. 210 6200495. Κόστος: Υπολογίζετε από 30-45 ευρώ το άτομο χωρίς ποτό.

Δείτε επίσης:

Zinfandel: Για κρασί, πλατό και Art deco

Λινού – Σουμπάσης και Σία: Υψηλές προσδοκίες, χαμηλές πτήσεις

Barolo: Για brunch στο στέκι του Παλαιού Ψυχικού