Βάζουμε κάρυ με ρίγανη στην ομελέτα μας και τζίντζερ με κρεμμύδι στην οσπριάδα, ερωτευόμαστε πάνω από μια αχνιστή σούπα pho σε κάποιο πολύβουο στενάκι της Αθήνας, κάνουμε bonding με ομοϊδεάτες οπαδούς της σόγιας σος και φανταζόμαστε εαυτούς ως γέρικους λύκους να τρατάρουμε τα εγγόνια μας δύο βραστά αυγά με φέτα και αβοκάντο.

Σε μια συνάντηση με φίλους μπροστά από το αναμμένο τζάκι, γύρω από ένα τραπέζι με πίκλες, παντζαροσαλάτα, πολλά κριτσίνια και κόκκινο κρασί, ξεκινήσαμε να μιλάμε για εκείνο το «ξένο», για το άλλο, τους άλλους. Και τελικά καταλήξαμε να μιλάμε για εμάς. Και πώς εμείς γίναμε εκείνοι, εμείς και αυτοί μαζί σε ένα συνεχές αλισβερίσι γεύσεων, αρωμάτων, χρωμάτων και ζωής.

Έθνικ, αυτός ο άγνωστος (;)

Είμαι κουρασμένη και η βραδιά κρύα σήμερα. Ανυπομονώ να δω τα παιδιά και καθώς περιμένω το παλιό ασανσέρ να με κουβαλήσει υπομονετικά μέχρι τον 4ο όροφο, σκέφτομαι πόσες αγκαλιές και λόγια ζεστά θέλω να δώσω στον καθένα ξεχωριστά. Η πόρτα ανοίγει, τα καλωσορίσματα και τα χαμόγελα δίνουν και παίρνουν, η ατμόσφαιρα στο σαλόνι της Σ. είναι οικεία, μυρίζει ξύλο που καίγεται, αλκοόλ και το έντονο αντρικό άρωμα του Χ.

«Ελπίζω να ήρθατε διαβασμένοι σήμερα», τους λέω με πονηρό βλέμμα και η Ο. απαντά με φωνή παιχνιδιάρικη, δίνοντας πάσα για το ξεκίνημα. «Θα σου πω εγώ τι είναι έθνικ για μένα, άσε, οι άλλοι θέλουν ακόμα χρόνο για να πάρουν μπρος», λέει γελώντας. «Λοιπόν, έθνικ φαγητό είναι το διαφορετικό από το δικό μας, το μη τοπικό, το μη ελληνικό, μου κάνει κάτι εξωτικό, αλλά όχι άγνωστο. Και σίγουρα όχι προσδιορισμένο ακριβώς, σαν μια ομπρέλα που στεγάζει πολλές εθνικές κουζίνες». «Καλά, άγνωστο δεν είναι σίγουρα, έχει γεμίσει η Αθήνα μεξικάνικα, βιετναμέζικα και ταϊλανδέζικα μαγαζιά παντού και το Instagram συνταγές με ιαπωνικά κέικ και σούπες», συμπληρώνει η Θ., τινάζοντας λίγα ψίχουλα από τη φούστα της και συνεχίζοντας, «αλλά δεν θα έλεγα ότι το έθνικ είναι απροσδιόριστο. Μπορεί να ήταν κάποτε, όταν έμοιαζε κάτι άγνωστο και ”απ’ αλλού φερμένο”. Ταξιδεύουμε, παίρνουμε πληροφορία από το Ίντερνετ, όλα έχουν μια εγγύτητα σε εμάς. Άρα, ίσως δεν ευσταθεί καν ο όρος έθνικ πια. Μήπως πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένες κουζίνες; Να μιλάμε με ταυτότητα και όχι με γενική ταμπέλα;». «Τα λέει ωραία η φίλη μας από εδώ», λέει παιχνιδιάρικα ο Χ. «Εγώ, μάλιστα, αναρωτιέμαι αν για τους Αμερικανούς, το ελληνικό φαγητό είναι έθνικ. Δεν νομίζω. Μάλλον είναι ένας Δυτικά φτιαγμένος όρος και αναφέρεται στις κουζίνες του άλλου κόσμου, πέραν του Δυτικού και του αμερικάνικου».

Σκέφτομαι πως μάλλον έχει δίκιο. Σε μια αναζήτηση στο Ίντερνετ είχα κάπου διαβάσει ότι πράγματι οι Γάλλοι ήταν αυτοί που κατά κάποιον τρόπο «νομιμοποίησαν» τον όρο «έθνικ», δημιουργώντας αυτή την έξτρα κατηγορία κουζίνας για τα βραβεία Michelin. Φυσικά, δεν τολμώ να πω φωναχτά τη σκέψη μου και να δώσω έναυσμα για τέτοιες συζητήσεις, βλέποντας τη Σ. να λοξοκοιτάει ήδη με απελπισία τον εκκολαπτόμενο κοινωνιολόγο της παρέας.

Η «μαγική, ξωτική ομορφιά» είναι στη μόδα

«Παιδιά, ξέρετε τι μου έρχεται στο μυαλό όταν ακούω έθνικ;» μπαίνει στην κουβέντα με ενθουσιασμό η Μ. «Πολλά χρώματα, έναν Ινδό και μια Ινδή σε ένα δίκυκλο και γύρω τους πολλά αρώματα από μπαχαρικά στον αέρα». «Αυτό με τα χρώματα και τα αρώματα ισχύει. Και εμένα μου έρχονται μυρωδιές από κάρυ, καρύδα, τσίλι, πάπρικα και τζίντζερ, κίτρινο, πράσινο, κόκκινο και πορτοκαλί παντού», λέει η Ο. και οι υπόλοιποι κουνούν καταφατικά το κεφάλι τους σκεπτικοί. «Πάντως, γενικότερα, γίνεται ένας πανικός έξω στους δρόμους. Κάθε έθνικ μαγαζάκι είναι γεμάτο με ουρές στα πεζοδρόμια, είναι από τις πρώτες επιλογές για street food και, εδώ που τα λέμε, νομίζω προωθείται ως πιο υγιεινό ή και ίσως πράγματι να είναι», συνεχίζει η Μ. Η Θ. ξεφυσά κάπως βαριεστημένα: «Ντάξει, μόδα είναι και αυτό όπως ήταν κάποτε τα μεξικάνικα, μετά τα ταϊλανδέζικα και τώρα τα βιετναμέζικα».

Τελικά ο έρωτας περνάει (ακόμα) από το στομάχι

Καθισμένη οκλαδόν και χαζεύοντας για λίγη ώρα τη φωτιά που σιγοκαίει ξεστόμισα την ερώτηση που αναμασώ στο μυαλό εδώ και ώρα. «Και τι είναι αυτό που μας κάνει να το αναζητάμε, γιατί γυρνάμε εκεί ξανά και ξανά;». «Α, εγώ λατρεύω το κάρυ, μου φτιάχνει τη διάθεση, μου προκαλεί μια ηδονή γευστικής απόλαυσης», λέει πρώτος ο Χ. Με ενθουσιασμό σαν και ο ίδιος να συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή την ιδιαίτερη σχέση και σύνδεση μαζί του. «Εγώ πιστεύω ότι το έθνικ γοητεύει, θα διάλεγα σίγουρα ένα βιετναμέζικο μαγαζί για ένα πρώτο ραντεβού», μας κλείνει το μάτι η Σ., μασουλώντας το τελευταίο πατατάκι από το μεγάλο μπολ. «Α, με έμας δηλαδή θα έβγαινες μόνο για σουβλάκια στη χασαποταβέρνα του Θανάση, ε;» «Δεν σου κάνει η ταβέρνα», φωνάζει γελώντας ο Χ., παίρνοντάς την κάπως άτσαλα μια αγαπησιάρικη αγκαλιά. «Ε, ντάξει, είσαι πιο ψαγμένος εάν επιλέξεις να πας στο Dao για πρώτη έξοδο, τα νουντλς είναι πιο φαν. Το ίδιο πλάκα έχουν τα τσοπστίκς με ένα πιτόγυρο;»

Ο μουσακάς γίνεται έθνικ και το τζίντζερ εθνικό;

«Πάντως, παιδιά, και το ελληνικό καλά κρατεί», σχολιάζω, περισσότερο διερευνητικά για να ψαρέψω σχόλια. «Ε, καλά, τώρα, τι εννοείς; Πάντως στο σπίτι μου δεν θα μαγειρέψω μουσακά, ούτε αρνί στον φούρνο με πατάτες. Προτιμώ τα λαχανικά και τα όσπρια, και μάλιστα τους βάζω και τζίντζερ. Τώρα που το σκέφτομαι, βάζω τζίντζερ παντού. Από τότε που το ανακάλυψα στο TikTok, αντικατέστησα το πιπέρι με αυτό. Προτιμώ τη γεύση του». «Θα σου πω κάτι περίεργο τώρα», τον διακόπτει η Σ., τινάζοντας με ορμή το σώμα της μπροστά και διορθώνοντας στη μύτη με τον λεπτό δείκτη τα κομψά γυαλιά της. «Εγώ βάζω κάρυ παντού και μάλιστα το συνδυάζω με δικά μας υλικά σε πολλές συνταγές. Μετά το ταξίδι μου στην Ταϊλάνδη βάζω για παράδειγμα ρίγανη και κάρυ στην ομελέτα και όσοι το έχουν δοκιμάσει έχουν ξετρελαθεί».

Και οι υπόλοιποι σχεδόν με μια φωνή λένε πως βάζουν κουρκουμά σχεδόν σε όλα τα φαγητά. Και πως το μπλέκουν μαζί με σκόρδο και κρεμμύδι. «Να βάζετε και πιπέρι, παιδιά γιατί ξέρετε, ε; Χωρίς την πιπερίνη δεν απορροφάται η κουρκουμίνη», σχολιάζει με πνιχτό γέλιο ο Χ., καθώς προτάσσει παιχνιδιάρικα το μεγάλο δάχτυλο. Η Ο. λατρεύει το μπούκοβο και το ταμπάσκο, λέει. «Μα μπούκοβο δεν βάζουν και στη Βόρεια Ελλάδα;» αναρωτιέμαι σιωπηλά. Και χωρίς πια να ακούω την Ο. που κουνάει σαν μαέστρος τα χέρια της μιλώντας περί έρωτος για μπαχαρικά και αρώματα, σκέφτομαι πόσο δεν μας νοιάζει πια να βάλουμε στα υλικά ταμπέλες με τόπους καταγωγής, ονόματα και ρίζες στον χωροχρόνο.

 

Το μέλλον είναι η γιαγιά με δύο αυγά βραστά και φέτες αβοκάντο

«Ξέρετε τι σκέφτομαι;» ρωτάει η Μ. «Τι χώρος υπάρχει για μια ονομασία έθνικ τουλάχιστον ως προς τα υλικά; Θελω να πω, οι κουζίνες εξελίσσονται και όσο ο κόσμος ταξιδεύει, όσο δοκιμάζει, οι γεύσεις μπερδεύονται. Ίσως η ελληνική κουζίνα αλλάξει και αυτή στο μέλλον. Και ξέρετε και κάτι άλλο; Εμένα η γιαγιά μου μού έφτιαχνε αυγά χτυπητά με κακάο. Ίσως στο μέλλον να είμαι εγώ η γιαγιά που θα φτιάχνει τα αυγά βραστά με αβοκάντο».

Φεύγοντας από το σπίτι, γράφω σκόρπιες σκέψεις στο χαρτί. Άστοχες, σωστές, δεν έχει σημασία. Το έθνικ δεν είναι πια το άγνωστο, είναι απλώς το διαφορετικό που δοκιμάζεται, αγκαλιάζεται, έρχεται ή φεύγει. Σαν τα διαφορετικα πρόσωπα που έρχονται στις ζωές μας δίνοντάς μας και αυτά στοιχεία ξένα, άλλα, ανοίκεια. Πότε το ταξίδι της Σ. την έφερε κοντά με το κάρυ και πότε αυτό μπήκε στη ζωή της και αντάλλαξε μνήμες με τη δικιά μας ρίγανη; Ποιος ξέρει; Η αλλαγή σταματά εκεί που σταματά η ζωή. Και το φαγητό ζει. Αναπνέει μέσα από μας και εμείς μέσα από εκείνο.