Το φιστίκι που παράγει η Αίγινα και το φιστίκι που παράγει η Σαντορίνη αποτελούν δύο ξεχωριστούς γαστρονομικούς θησαυρούς της Ελλάδας, με διαφορετική ιστορία, χαρακτηριστικά και δυναμική. Ωστόσο, όταν μιλάμε για «ελληνικό φιστίκι», το μυαλό όλων πάει κατευθείαν στην πρώτη επιλογή. Από την άλλη, το φιστίκι της Σαντορίνης ανοίξει στους σπανιότατους γαστρονομικούς μας θησαυρούς. Γιατί, μπορεί η παραγωγή του να είναι περιορισμένη, όμως η γεύση του είναι τόσο χαρακτηριστική, που του χαρίζει φήμη δυσανάλογη του όγκου του. Ποιο όμως είναι το καλύτερο; Η απάντηση, φυσικά, δεν είναι τόσο απλή.

Το φιστίκι της Σαντορίνης

Η παραγωγή του είναι μικρή, σχεδόν συλλεκτική, όμως η ποιότητά του μεγάλη. Το φιστίκι της Σαντορίνης διακρίνεται για την έντονη, συμπυκνωμένη γεύση του και τα αρώματα που αναπτύσσονται χάρη στο ιδιαίτερο μικροκλίμα του νησιού: ήλιος, θάλασσα, ηφαιστειακά εδάφη και αλμυρή αύρα. Καλλιεργείται κυρίως από τοπικούς παραγωγούς με μεράκι, όπως η οικογένεια Νομικού, που συνέβαλε στην αναβίωση της καλλιέργειας, φυτεύοντας ποικιλίες που άντεξαν στον άνυδρο τόπο και ξανα-έφεραν τα φιστίκια στη Σαντορίνη.

Η μεταποίηση γίνεται με σεβασμό στην πρώτη ύλη, η συγκομιδή γίνεται με το χέρι, και τα φιστίκια αποξηραίνονται φυσικά κάτω από τον ήλιο, αποκτώντας έντονη γεύση και πυκνή υφή.

Το φιστίκι της Αίγινας

Η Αίγινα, από την άλλη, είναι το brand-name του ελληνικού φιστικιού. Το 2023, ο «Πολιτισμός του Φιστικιού Αιγίνης» αναγνωρίστηκε από την UNESCO ως στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του νησιού. Με περισσότερα από 120 χρόνια παράδοσης και δεκάδες οικογένειες να ζουν από αυτή την καλλιέργεια, η Αίγινα έχει επενδύσει σε ένα φιστίκι που διακρίνεται για το άρωμά του, το λαμπερό του χρώμα, τη γλυκιά, καθαρή γεύση και την ανθεκτική φλούδα του.

Ωστόσο, η παραγωγή του τα τελευταία χρόνια απειλείται. Η κλιματική αλλαγή και η αστικοποίηση περιορίζουν τη δυνατότητα φροντίδας των καλλιεργειών. Η παραγωγή έχει πέσει δραματικά, έως και 80% μείωση το 2024 και μόνο 30 από τους 100 τόνους φέρουν ΠΟΠ πιστοποίηση.

Ποιο να διαλέξουμε;

Η απάντηση δεν είναι διαγωνιστική, είναι πολιτισμική και γευστική. Το φιστίκι Σαντορίνης ξεχωρίζει για το ιδιαίτερο ηφαιστειακό terroir του, το έντονο άρωμα και τη συμπυκνωμένη γεύση του, που το καθιστούν συγκρίσιμο με το παγκοσμίως αναγνωρισμένο φιστίκι Bronte της Σικελίας, αν και η παραγωγή του είναι μικρής κλίμακας. Η Αίγινα, από την άλλη, είναι μια εμβληματική δύναμη, με βαθιές ρίζες και διεθνή αναγνώριση. Το ένα προβάλλεται ως σπάνιο και τοπικό, το άλλο ως θεμέλιο της ελληνικής ταυτότητας.

Ποιος παράγει τελικά το ελληνικό φιστίκι

«Η Φθιώτιδα, με την περιοχή του Μώλου και της Μακρακώμης, καλύπτει περίπου το 50% της ελληνικής παραγωγής με πολύ καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά και μεγάλο εξαγωγικό ενδιαφέρον. Το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί καθώς εισέρχεται δυναμικά στην αγορά η Λάρισα με νέες φυτεύσεις. Το φυτό έχει εγκλιματιστεί στην περιοχή, με τις ξηροθερμικές συνθήκες που υπήρχαν πριν από 50 χρόνια στην Αίγινα να μεταφέρονται τώρα εδώ. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Κελυφωτό Φιστίκι Μώλου – Θερμοπύλες ιδρύθηκε το 2011, έχει 55 μέλη και διαχειρίζεται περίπου 200.00 – 250.000 τόνους. Οι ποσότητες είναι μικρές σε σύγκριση με τη διεθνή αγορά, αλλά επαρκούν για να τροφοδοτούν μεγάλα σουπερμάρκετ της Ελλάδας. Υπάρχουν επίσης πολλοί παραγωγοί ανεξάρτητοι που δεν συμμετέχουν στον συνεταιρισμό για δικούς τους λόγους», αναφέρει στο Cantina ο πρόεδρος, Δημήτρης Ζυγομήτρος.

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Διαβάστε επίσης

Το φιστίκι γίνεται παγκόσμια γεύση – φετίχ κι εμείς ξέρουμε γιατί

Η ιστορία του φιστικιού: ο καρπός που έσωσε την ανθρωπότητα