H Μάργκοτ Γουόλκ, γεννημένη στις 27 Δεκεμβρίου 1917, είχε μία από τις πιο επικίνδυνες δουλειές στον κόσμο. Το 1942 επιλέχθηκε μαζί με 14 άλλες κοπέλες για τη δουλειά της δοκιμάστριας των φαγητών του Χίτλερ και ύστερα από τόσο χρόνια θυμάται ακόμη την φρίκη που έζησε, όπως δήλωσε σε συνέντευξή της στο γερμανικό κανάλι RBB, καθώς κάθε γεύμα της θα μπορούσε να είναι και το τελευταίο της…

Η Μάργκοτ απέκτησε μάλιστα τυχαία αυτή τη δουλειά. Πιο συγκεκριμένα, όταν βομβαρδίστηκε το διαμέρισμά της στο Βερολίνο και ο σύζυγός της, Κάρλ, τάχτηκε στον στρατό, αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι της μητέρας της στο Πάρτς, μια πόλη στην Πολωνία. Περίπου 400 μίλια μακριά από το Βερολίνο, η πόλη τύχαινε να βρίσκεται δίπλα στο «Λημέρι των Λύκων», το αρχηγείο του Χίτλερ. Ο δήμαρχος της πόλης, ένας υποστηρικτής των Ναζί, την ανάγκασε να γίνει δοκιμάστρια. Κάθε μέρα λοιπόν οι στρατιώτες των SS, την έπαιρναν από το σπίτι της με ένα στρατιωτικό βαν, όπου υπήρχαν και άλλα κορίτσια, και τις οδηγούσαν σε ένα σχολείο, όπου εκεί έπρεπε να δοκιμάσουν τα γεύματα του ηγέτη πριν φτάσουν στα χείλη του, ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα τον δηλητηριάσουν.

«Το φαγητό του, ήταν καθαρά χορτοφαγικό. Δεν έτρωγε ποτέ κρέας. Του μαγειρεύαμε ρύζι, νουντλς, πιπεριές, αρακά και χρησιμοποιούσαμε καλαμποκάλευρο. Το φαγητό ήταν καλό…πολύ καλό! Αλλά δεν μπορούσαμε να το ευχαριστηθούμε. Υπήρχαν φήμες εκείνη την περίοδο ότι οι Βρετανοί σκόπευαν να δηλητηριάσουν τον Χίτλερ.», δήλωσε. «Κάποια από τα άλλα κορίτσια έβαζαν τα κλάματα πριν δοκιμάσουν, φοβόντουσαν πολύ. Έπειτα, περιμέναμε μια ώρα και ήμασταν κάθε φορά σίγουρες ότι θα αρρωσταίναμε. Συνηθίζαμε να κλαίμε από ευγνωμοσύνη που δεν πεθάναμε».

hitler

Οι φόβοι του Χίτλερ δεν ήταν βέβαια αβάσιμοι. Στις 20 Ιουλίου του 1944, μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών του στρατού, επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν με μια βόμβα που έριξαν στο λημέρι του, χωρίς βέβαια κάποιο αποτέλεσμα. Περίπου 5.000 Γερμανοί ήταν ύποπτοι για την επίθεση και εκτελέστηκαν όλοι. Τότε, η Μάργκοτ αναγκάστηκε να μετακομίσει στο «στρατόπεδο» του Χίτλερ για να δοκιμάζει τα γεύματά του.

Στα μέσα του 1944, ο Κόκκινος Στρατός του Στάλιν εισέβαλε στη Γερμανία και η Μάργκοτ κατάφερε να διαφύγει με τη βοήθεια ενός φίλου της, ο οποίος ήταν αξιωματικός των SS. Βρήκε ένα μέρος σε ένα τρένο που χρησιμοποιούνταν από τον Υπουργό Προπαγάνδας, Ζόζεφ Γκόμελς, και κατέφυγε στο Βερολίνο. Το Βερολίνο συνθηκολόγησε με το ρωσικό στρατό τον Μάιο του 1945. Η φρίκη, ωστόσο, του πολέμου δεν τελείωσε για την Μάργκοτ Γουόλκ, η οποία θυμάται να προσπαθεί με τα άλλα κορίτσια να ντυθούν σαν γριές για να γλιτώσουν. Οι Ρώσοι, ωστόσο, τις πλησίασαν, έσκισαν τα φορέματά τους και τις έσυραν σε ένα ιατρείο. Η Μάργκοτ θυμάται ότι τις κράτησαν εκεί και τις βίαζαν επί 14 ημέρες. “Ήταν μια κόλαση, που δεν θα ξεχάσω ποτέ”, εξομολογείται. Το δράμα που έζησε την άφησε ανίκανη να κάνει παιδιά.

Ένας Βρετανός αξιωματικός, ονόματι Νόρμαν, τη βοήθησε να αναρρώσει και αφού γύρισε πίσω στην Αγγλία, μετά τη λήξη του πολέμου, της έγραφε ζητώντας της να τον επισκεφτεί και να μείνει μαζί του. Η Μάργκοτ ωστόσο, ήθελε να βρει τον σύζυγο της, κάτι το οποίο και κατάφερε όταν το 1946 εμφανίστηκε στο κατώφλι της, αφού τον είχαν αφήσει να φύγει από τη σοβιετική φυλακή. Ζύγιζε μόλις 45 κιλά και είχε έναν επίδεσμο στο κεφάλι του, που τον έκανε αγνώριστο. Το ζευγάρι προσπάθησε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, αλλά ο πόλεμος είχε κλέψει ένα κομμάτι από τη ζωή του, αναφέρει δημοσίευμα της Independent. Το ζευγάρι έτσι χώρισε. Ο Κάρλ πέθανε μετά από 24 χρόνια και η Μάργκοτ Γουόλκ έζησε μόνη έκτοτε, μέχρι και σήμερα. Παρά το παρελθόν, δηλώνει πως πάντα προσπαθούσε να είναι ευτυχισμένη. «Δεν έχασα ποτέ το χιούμορ μου λέει. Ποτέ δεν πήρα τα πράγματα πολύ σοβαρά, και αυτό ήταν το μυστικό μου για την επιβίωση», λέει χαρακτηριστικά.

Φωτογραφίες: AFP/VISUALHELLAS.GR