Στην καρδιά της Μονμάρτης, λίγο πιο κάτω από τον λόφο και αρκετά μακριά από τις τουριστικές καρτ ποστάλ, υπάρχει ένα εστιατόριο που μοιάζει να μην έχει υποταχθεί ποτέ στον χρόνο. Το Le Bon Bock, ιδρύθηκε το 1879 και σήμερα, χάρη σε δύο οραματιστές που αγαπούν περισσότερο την αλήθεια από τη μόδα, αναγεννιέται. Το Cantina βρέθηκε εκεί, στο φως των κεριών, μίλησε με τους δημιουργούς του νέου του κεφαλαίου και ταξίδεψε σ’ ένα Παρίσι που συνεχίζει να σιγοτραγουδά.

Στην εποχή του γρήγορου φαγητού, των επίπλαστων εμπειριών και των trend-driven εστιατορίων, το Le Bon Bock μοιάζει σχεδόν με θαύμα. Όχι γιατί προσπαθεί να εντυπωσιάσει αλλά γιατί δεν προσπαθεί καθόλου. Από το 1879, στην καρδιά της Μονμάρτης, συνεχίζει να γράφει την ιστορία του χωρίς να ακολουθεί κανενός είδους μόδα. Κι αυτή είναι η μαγεία του.
Το Cantina πέρασε το κατώφλι του ένα φθινοπωρινό βράδυ στο Παρίσι. Όχι για να φάει «σαν Παριζιάνα». Αλλά για να ζήσει λίγες ώρες όπως πραγματικά ζουν οι Παριζιάνοι: χωρίς πόζα, χωρίς φιλτράρισμα, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και μια κουβέντα που ξεκινά αυθόρμητα και τελειώνει αργά.

Το Le Bon Bock δεν είναι απλώς εστιατόριο. Είναι ένα ζωντανό μνημείο του γαλλικού art de vivre – εκείνης της αδιόρατης, σχεδόν ανεπανάληπτης αίσθησης που συνδυάζει την κομψότητα με την καθημερινή ποίηση. Είναι ένας χώρος όπου ο χρόνος σταματά, αλλά η ζωή συνεχίζεται, φυσικά, ανθρώπινα, σχεδόν συνωμοτικά.
«Η φιλοξενία εδώ δεν είναι επάγγελμα», μας είπε ο Adrien Chiche, διευθυντής σάλας και συνέταιρος στο εγχείρημα. «Είναι τρόπος ύπαρξης». Και το καταλάβαμε αμέσως: η ατμόσφαιρα δεν είναι «στημένη», είναι γνήσια. Η ζεστασιά δεν είναι προϊόν σερβιρίσματος, είναι αυθόρμητη. Δίπλα μας ένα ζευγάρι Παριζιάνων συζητούσε για βιβλία. Στην άλλη γωνία, τουρίστες μοιράζονταν πιάτα και γέλια. Στο μπαρ, ένας ηλικιωμένος τακτικός έπινε το ποτήρι του, το ίδιο κάθε βράδυ εδώ και 30 χρόνια.

Ένα τραπέζι γεμάτο τέχνη, συντροφικότητα και λίγο αψέντι
Η ιστορία του Le Bon Bock είναι άρρηκτα δεμένη με την καλλιτεχνική καρδιά του Παρισιού. Στους τοίχους, άλλοτε δειλά, άλλοτε περήφανα, κρέμονται οι σκιές του Manet, του Toulouse-Lautrec, του Van Gogh, του Apollinaire. Όλοι πέρασαν από εδώ. Ήπιαν, μίλησαν, έγραψαν, ζωγράφισαν. Ο χώρος υπήρξε στέκι των διανοούμενων και των μποέμ της Belle Époque, που μαζεύονταν γύρω από ένα ποτήρι αψέντι για να γιορτάσουν, να φλερτάρουν, να φιλοσοφήσουν.
Το ίδιο το όνομα «Bon Bock» είναι μια αναφορά σ’ εκείνη την εποχή και συγκεκριμένα στον πίνακα του Édouard Manet Le Bon Bock (1873), με τον μοναχικό πότες και τη γαλήνια του παρουσία, που συμβολίζει το χαλαρό, παρεΐστικο, βαθιά ανθρώπινο πνεύμα των παριζιάνικων μπρασερί.


Σήμερα, ο Benjamin Moréel και ο Christopher Prêchez, δύο νέοι εστιάτορες με ιστορική ευαισθησία και γαστρονομικό όραμα, δεν επιχείρησαν να «εκσυγχρονίσουν» το Le Bon Bock. Αντιθέτως, όπως μας είπαν: «Δεν θέλουμε να φτιάξουμε μια ακόμα «ιδέα» για το Παρίσι. Θέλουμε να προστατεύσουμε έναν πραγματικό τόπο. Το Le Bon Bock είναι σαν παλιό βιβλίο: δεν το ξαναγράφεις. Το διαβάζεις προσεκτικά, το ξεσκονίζεις, και αφήνεις τους άλλους να το αγαπήσουν όπως είναι».
Η κουζίνα, υπό τον σεφ Salim Soilah, παραμένει βαθιά μπιστρό, αυθεντική, γενναιόδωρη, αλλά όχι τεμπέλικη. Μας σερβίρουν œufs mimosa, πατέ σε κρούστα με φιστίκι, σαλιγκάρια, gratin quenelles με καραβίδες, boeuf bourguignon με coquillettes, και για το τέλος baba au rhum με φρέσκια crème chantilly. Κάθε πιάτο είναι τίμιο, χειροποίητο, φτιαγμένο με την προσοχή που του αρμόζει, όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να τιμήσει.
Επιστροφή στο ουσιαστικό
Από το φως των κεριών, μέχρι τη μουσική που ξεκινά κάποια βράδια από τον πίσω χώρο, το Le Bon Bock προκαλεί μια εσωτερική ησυχία. Δεν υπάρχει φασαρία. Υπάρχει συντροφικότητα. Δεν υπάρχει πόζα. Υπάρχει αυθεντικότητα. Δεν υπάρχει θόρυβος. Υπάρχει μουσική.
«Εδώ δεν έρχεσαι για να δεις και να σε δουν», λέει ο Christopher. «Έρχεσαι για να μοιραστείς». Κι αυτή είναι, τελικά, η ομορφιά του. Το Le Bon Bock δεν είναι μόδα, είναι συνήθεια. Είναι από εκείνα τα μέρη που, όταν βρεις, νιώθεις αμέσως ότι σε περίμεναν. Και γι’ αυτό ξαναπάς.
Διαβάστε επίσης
Rodopou & Beyond: Στον 6ο όροφο του Hilton για brunch την Κυριακή
Osteria Mamma: Πληθωρική ιταλική κουζίνα σε κινηματογραφικό σκηνικό