Στη Λαγκάδα Χίου, το γραφικό ναυτοχώρι που απλώνεται στα βόρεια παράλια του νησιού και κρύβει την ιστορία του σε κάθε στενό και καΐκι, ο κ. Πάσσας κουβαλάει μια πορεία που ξεκινά στη θάλασσα και συνεχίζεται στη στεριά, στην ταβέρνα που ίδρυσε ο παππούς του το 1952.
Μια μέρα του Σεπτέμβρη, βρέθηκα για εξερεύνηση στη Λαγκάδα στη Χίο. Αφού περπάτησα το λιμανάκι δύο φορές, τελικά καθίσαμε στο εστιατόριο του Πάσσα. Να είμαι ειλικρινής, πάντα προσέχω τον διάκοσμο και εκεί μου τράβηξαν την προσοχή παλιά εργαλεία της αγροτικής ζωής με λαογραφική αξία. Τότε ήταν που ζήτησα να μάθω περισσότερα και κάπως έτσι, από μια κουβέντα στην άλλη, βρέθηκα να μιλάω με τον Βασίλη Γεωργίου Πάσσα. Έχει σημασία το μεσαίο όνομα, γιατί η ιστορία του είναι οικογενειακή, πλεγμένη ανάμεσα στη θάλασσα και τη στεριά.
Η θαλασσινή Λαγκάδα Χίου
Η Λαγκάδα είναι ένα θαλασσινό χωριό σφιχταγκαλιασμένο με τον γιαλό, με τα καΐκια και τα μεγαλύτερα σκάφη να λικνίζονται στο λιμανάκι και τις καρέκλες από τα μαγαζιά να απλώνονται ως την ακροθαλασσιά. Σήμερα μοιάζει αυτονόητο ότι η παραλία είναι γεμάτη ταβέρνες και κίνηση. Όμως, όπως θυμίζει ο κ. Πάσσας, «παλιά εδώ δεν υπήρχε τίποτα. Θάλασσα και χώμα μόνο. Αν δεις παλιές φωτογραφίες, θα καταλάβεις».
Η Χίος είναι γνωστή για τη ναυτοσύνη της. Ζει με τα καράβια της. Το ίδιο και η Λαγκάδα. Από τα Καρδάμυλα μέχρι το χωριό, τα περισσότερα σπίτια είχαν άντρες που έφευγαν στα καράβια. «Πάνω από το 90% εδώ ήταν ναυτικοί», θυμάται. «Ο γραμματέας του χωριού, ο πρόεδρος, ο παππάς και κάνα-δυο χωρικοί. Γυναίκες μόνο είχε εδώ. Το αφεντικό και το στήριγμα της οικογένειας ήταν η γυναίκα. Εμείς στέλναμε λεφτά κι εκείνες κανόνιζαν τα πάντα. Τώρα τα ταξίδια είναι πιο μικρά, υπάρχει επικοινωνία. Τότε στέλναμε γράμματα και μπορεί να φτάναμε πριν από αυτά».
Μέσα σε αυτό το τοπίο γεννήθηκε και το καφενείο της οικογένειας Πάσσα. Ο παππούς, ο Νικολής, ναυτικός, γλίτωσε τον θάνατο δύο φορές στα βαπόρια. «Μέχρι που χάθηκε και βγήκε Αμερική. Όταν γύρισε πίσω, τα παράτησε. Φοβήθηκε και έμεινε εδώ. Έτσι άρχισε να δουλεύει το μαγαζί, που τότε ήταν απλά καφενείο. Σέρβιρε ένα ουζάκι με ελιά και ψωμάκι».
Ο μοναχογιός του δεν έφυγε ποτέ για τη θάλασσα. «Ο παππούς δεν τον άφησε να τελειώσει το γυμνάσιο, φοβόταν μην πάθει τα ίδια. Του πήρε μια καρέκλα κουρείου, πίσω πίσω στο μαγαζί, και του είπε: θα γίνεις κουρέας και θα πιάσεις το μαγαζί». Έτσι, το καφενείο έγινε σιγά σιγά μεζεδοπωλείο. «Δεν υπήρχαν τότε εστιατόρια», εξηγεί. «Σιγά σιγά το ανέβαζε ο πατέρας μου».
Η δική του ιστορία
Ο ίδιος ο κ. Πάσσας ακολούθησε την οικογενειακή μοίρα. Τελείωσε τη σχολή και μπάρκαρε στα εμπορικά. «25 χρόνια στα βαπόρια και άλλα τόσα εδώ. Αναγκάστηκα να βγω στη στεριά εξαιτίας του πατέρα μου. Εκείνος τότε δούλευε το μαγαζί με τη βοήθεια του εγγονού του. Όταν έφυγε, ανέλαβα εγώ με τον ανιψιό. Πάντα ένας από τον έναν αδερφό κι ένας από τον άλλο. Μια γενιά μπροστά και μία πίσω».
Η ζωή με το μαγαζί δεν ήταν ποτέ εύκολη. «Γίνεται χωρίς τα βαπόρια; Όχι. Ο χειμώνας είναι βαρύς.». Παρόλα αυτά, το μαγαζί έμεινε, κρατώντας ζωντανή την οικογενειακή ιστορία αλλά και την ταυτότητα του χωριού.
Σήμερα, στο τραπέζι του βρίσκει κανείς τα ντόπια φαγητά που δένουν με τη θάλασσα και τη γη: αθερινόπιτα και γαριδόπιτα, σουπιά με μανταρίνι, λιόκαφτο, χταπόδι λαγκαδούσικο. Γεύσεις που θυμίζουν ότι, όπως λέει ο ίδιος, «στα νότια έχουν τη μαστίχα, στα βόρεια έχουν τα καράβια».
Στη Λαγκάδα Χίου, λοιπόν, η ιστορία του κ. Πάσσα είναι η διαδρομή μιας οικογένειας που έζησε ανάμεσα στη θάλασσα και στη στεριά, που έστειλε άντρες στα καράβια και κράτησε γυναίκες να στηρίζουν τα σπίτια, που βρήκε στο μαγαζί έναν τρόπο να ριζώσει. Και αυτό το νιώθεις όταν τον ακούς∙ σαν να μιλάει για όλους τους ναυτικούς της Χίου μαζί.
Οι γεύσεις στη Λαγκάδα Χίου
Στα ταξίδια, καμιά φορά η πιο ουσιαστική ανακάλυψη τελικά δεν είναι τα αξιοθέατα αλλά οι ιστορίες των ανθρώπων που συναντάμε. Ιστορίες που μέσα τους κουβαλούν την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες και την ιστορία του τόπου. Και οι γεύσεις τους μαρτυρούν τη νοικοκυροσύνη τους, την αρχοντιά του νησιού, τους μυροβόλους καρπούς και τις δουλεμένες συνταγές που δανείζονται και αντιδανείζονται σε έναν συνεχή διάλογο με τους «απέναντι».

Σαρδέλα παντρεμένη

Αθερινόπιτα

Γαριδόπιτα

Σουπιές με μανταρίνι
Διαβάστε επίσης
«Του τσοπάνη»: η 6η γενιά της φάρμας Γεωργούλη τυροκομεί στα βοσκοτόπια της Χίου
Pastry Sinners: Η γλυκιά αμαρτία της Αγγελικής Θρουβάλα