Στον μικροσκοπικό Κουμάρο της Τήνου, η Μάγια Τσόκλη αποφάσισε την εποχή της πανδημίας «να ζήσει το όνειρο, μια “καραντίνα πολυτελείας”» όπως μας λέει. «Τότε ξεκινήσαμε και το μποστάνι: χρόνος υπήρχε, κέφι υπήρχε, ανάγκη κατά κάποιο τρόπο υπήρχε – μην ξεχνάμε τι τραβάγαμε για να πλύνουμε τα λαχανικά από τα σούπερ μάρκετ. Οι άνθρωποι της πόλης ανακαλύπταμε τη μαγεία της αγροτικής καλλιέργειας».
Από τότε μέχρι σήμερα, στις πεζούλες που διαγράφουν την απότομη πλαγιά του βουνού Φούρκα, το μποστάνι της Μάγιας «κυοφορεί» σπόρους παλιούς από τα γύρω χωριά ή φιλοξενεί πρόθυμα μικρά φυτά ντόπιων παραγωγών για να «γεννήσει» αργότερα ντομάτες όλων των ειδών, αγγουράκια, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, μαρούλια, διάφορα αρωματικά φυτά, κρεμμύδια, πατάτες και σκόρδα. «Έχουμε και κάμποσες λεμονιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές, κυδωνιές, κάτι κερασιές που δεν έχουν ευδοκιμήσει ιδιαιτέρως, κλήματα και καμιά ογδονταριά ελιές», αναφέρει. «Και ζώα πολλά: πέντε σκυλιά -τρία γκόλντεν ριτρίβερ και δύο μαλτεζάκια-, πέντε γατιά και πουλερικά που πεθαίνουν από βαθύ γήρας γιατί δεν τα τρώμε. Κατά καιρούς περνούν και ζώα παραγωγικά, ένα ορφανό κατσικάκι, ένα ορφανό αρνάκι… Τα ζώα είναι οικογένειά μας».
O Βασίλης που ζει μόνιμα στο κτήμα φροντίζει το μποστάνι.
Το μποστάνι αναπτύσσεται με τρόπο βιολογικό, χωρίς φυτοφάρμακα: με χωνεμένη κοπριά, λίπασμα φυκιών το οποίο μάλιστα αγαπούν ιδιαίτερα οι λεμονιές και λίγο κομπόστ που παράγει το κτήμα. Το τηνιακό χώμα δίνει απλόχερα τα δώρα του και οι άνθρωποί του τα αγκαλιάζουν με αγάπη: ο Βασίλης που ζει μόνιμα στο κτήμα φροντίζει το μποστάνι με αφοσίωση, η Μάγια συλλέγει και φωτογραφίζει τους καρπούς και ο Κώστας Βιδάλης χαρίζει πρόθυμα τη βαθειά του γνώση για τα ντόπια εδάφη. «Παιδί της Τήνου ο Κώστας, μεγάλωσε στα μποστάνια, ξέρει την τηνιακή γη απέξω κι ανακατωτά. Ξέρει τους αέρηδες, ξέρει τις ιδιαιτερότητες του τόπου. Πολλές φορές οι λύσεις του είναι περισσότερο εμπειρικές παρά επιστημονικές και πάντα έχει δίκιο».
Τα ζώα του σπιτιού είναι μέλη της οικογένειας.
Σε ανοιχτή φωτιά μαγειρεύονται τα μποστανικά.
Οι δυσκολίες φυσικά δεν λείπουν, με σημαντικότερη την έλλειψη νερού. «Μάλιστα, φέτος για πρώτη χρονιά η δεξαμενή που γέμιζε κάθε χειμώνα έμεινε μισοάδεια». Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία της αγροτικής διαβίωσης είναι πολύ πιο εύκολη απ’ ό,τι πίστευε η Μάγια: «Μένεις έκθαμβος από το θαύμα της φύσης. Και όταν έρχεται η ώρα να γευτείς αυτή την ντοματούλα που φύτεψες μήνες πριν, δυο φυλλαράκια ξερακιανά σε μια χούφτα χώμα, χαίρεσαι σαν μικρό παιδί». Κι ακόμα και αν η κουζίνα δεν ήταν ποτέ ο αγαπημένος της χώρος, η σχέση της με το φαγητό έχει πλέον αλλάξει. «Υπάρχει ένας διάλογος που αναπτύσσεται με την τροφή σου, μια μεγαλύτερη συνειδητότητα, ένας σεβασμός, μια ευγνωμοσύνη, μια ιεροτελεστία. Όταν έχεις μοχθήσει, κάθε μπουκιά που βάζεις στο στόμα σου έχει γεύση ανεκτίμητη».