Η επιστροφή στην τροφοσυλλογή, σύμφωνα με τον γνωστό εικαστικό και Πανεπιστημιακό, μπορεί να βοηθήσει να κατανοήσουμε τη φύση, την οικογένεια και την ταυτότητά μας διαμορφώνοντας μια νέα σχέση με το φαγητό, μέσα από ιστορίες και συνταγές που διεκδικούν τη δική τους δημιουργική επανάσταση.

Ο «Τροφοσυλλέκτης» δεν είναι ένα απλό δοκίμιο για την έννοια της τροφοσυλλογής

Ξεφεύγοντας από κάθε κατηγορία ο Αλέξανδρος Ψυχούλης δεν μπορεί να χωρέσει στους περιοριστικό όρο «πανεπιστημιακός» ή «καλλιτέχνης» με μια μεγάλη πολύπτυχη πορεία όσον αφορά την εικαστική δημιουργία, το animation και το video art αλλά και μια περίοπτη θέση στο ακαδημαϊκό σύμπαν ως καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Περισσότερο, μάλλον, του ταιριάζει ο όρος ορμητικός δημιουργός, σαν εκείνους τους Αναγεννησιακούς ανθρώπους που ζωγράφιζαν, πειραματίζονταν, έφτιαχναν κόσμους και παράλληλα μπορούσαν να περιπλανηθούν σε διαφορετικές χώρες χωρίς να φοβούνται να ομολογήσουν κάθε πιθανή αμαρτία, κορφολογώντας εμπειρίες και νέα ευρήματα. Αντίστοιχα και ο ίδιος ως παιδί ενός αρχέγονου κόσμου, όπου πρέπει να ψάξεις πολύ για να σου αποκαλύψει τα μυστικά του, προτίμησε να γδάρει τις βαθιές πληγές μιλώντας για την προβληματική σχέση με τον πατέρα με την ίδια αμεσότητα που οι παλιοί κυνηγοί έπρεπε να κυνηγήσουν το θήραμά τους. Γι αυτό και το πρόσφατο βιβλίο του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος με τον τίτλο «Τροφοσυλλέκτης» δεν είναι ένα απλό δοκίμιο για την έννοια της τροφοσυλλογής αλλά και ένα βιβλίο συνταγών, οι οποίες λειτουργούν ως αφορμή για να ανασύρει μαζί τους ένα κουβάρι από μνήμες για τον τρόπο που τις έφτιαχνε ο πατέρας του δείχνοντας απαράμιλλο σεβασμό για τη φύση που δεν ήταν ποτέ ήρεμη, όμορφη και ήσυχη όπως πολύ ειδυλλιακά θέλουν να τη φαντάζονται οι νοσταλγοί του παρελθόντος: ενίοτε γίνεται άγρια και εκδικητική όπως συνέβη με την επέλαση της καταστροφικής κακοκαιρίας Ντάνιελ που έμελλε να διαλύσει το ίδιο του το σπίτι.

 

«Οι τροφοσυλλέκτες έτρωγαν αναγκαστικά λιγότερο κρέας επειδή ήξεραν ότι πρέπει πρώτα να τα κυνηγήσουν»

Όλα αυτά, που μας αφηγείται τρώγοντας στο ιταλικό εστιατόριο Cardinale, θα ακούγονταν αρκούντως μυθιστορηματικά, αν δεν ήταν άκρως πραγματικά, όπως και η αλήθεια της πρώτης ύλης που καταλήγει στο πιάτο μας. «Υπάρχει μια ρητορική που μαθαίνουμε από πολύ μικροί ότι ο άνθρωπος δάμασε τη φύση, που μας κάνει να νιώθουμε μια ανωτερότητα ενώ ουσιαστικά πρόκειται για δήλωση μιας απόσχισης. Ο άνθρωπος στέκεται απέναντι στη φύση όχι εξουσιαστικά, ούτε αυταρχικά, κάτι πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί δεν μπορούμε να το δούμε στην ολότητά του. Αρκεί, όμως, να ανατρέξεις στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες για να διαπιστώσεις ότι πρόκειται για μια εντελώς αδιαχώριστη σχέση καθώς θεωρούσαν τη φύση ως τη μεγάλη μητέρα, λειτουργώντας ανταποδοτικά απέναντι της. Εξου και ότι οι τροφοσυλλέκτες έτρωγαν αναγκαστικά λιγότερο κρέας επειδή ήξεραν ότι πρέπει πρώτα να τα κυνηγήσουν ». Παρότι η σημερινή συνθήκη δείχνει εντελώς το αντίθετο από κάθε διάθεση τροφοσυλλογής, ο Ψυχούλης επικαλείται διάφορες ομάδες που επιμένουν σε αυτή την επιστροφή στην πρωταρχική συνθήκη ομολογώντας πως το δοκίμασε και εκείνος με τους φοιτητές του πηγαίνοντας τους διάφορες εκδρομές στο βουνό και τη θάλασσα για να αναζητήσουν μόνοι τους την τροφή τους. «Στην αρχή ήταν τρομοκρατημένοι γιατί δεν παίρναμε τίποτα μαζί μας για να φάμε αλλά όταν καταλήγαμε το βράδυ να απολαμβάνουμε ένα πλούσιο δείπνο με όλα όσα είχαμε μαζέψει, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Άρα εμφανιζόταν στο μυαλό τους ένα νέο μοντέλο που τους έκανε περήφανους φτάνοντας να κατανοήσουν πως μπορεί κανείς να είναι αυτάρκης και εκτός αγοράς».

Αυτό συνδέεται άμεσα και με το σημερινό πνεύμα του zero waste και της εποχικότητας με τον ίδιο να επικαλείται τους «ρακοτροφοσυλλέκτες» που μπορούν συλλέγοντας ο,τι αφήνουν πίσω τους οι πάγκοι της αγοράς, τα ιχθυοπωλεία, τα κρεοπωλεία ή τα μανάβικα να φτιάχνουν υπέροχες συνταγές, όπως αυτές που περιλαμβάνει στο βιβλίο με τα εντόσθια των χταποδιών ή τους γαμέτες των νωπών σουπιών ή τα συκώτια της πεσκανδρίτσας. «Στον βαθμό, όμως, που είναι δύσκολο να βρεις τοπικά προϊόντα αφού όλο και μειώνονται και η αναζήτησή τους καθίσταται όλο και πιο δύσκολη, είναι εύλογο να καταφεύγεις στην “κλοπή” όσον αφορά την τροφοσυλλογή» υποστηρίζει επιλέγοντας μια σαφώς τολμηρή λέξη για να περιγράψει το να μπορεί κανείς να συλλέγει μόνος του την πρώτη ύλη. Ομολογεί, ωστόσο, δεν είναι το ίδιο να μαζεύει κανείς άγρια σπαράγγια ή ζοχούς με το να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο για να κόψει τα δώρα του. «Στην περίπτωση αυτή μας πιάνει η αίσθηση του προπατορικού αμαρτήματος ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για καρπούς, που αν δεν τους μαζέψει κανείς, θα πάνε χαμένοι. Παλιότερα, υπήρχαν συντεταγμένα στους δρόμους της Αθήνας διάφορα οπωροφόρα που, σε αντίθεση με σήμερα, τα μάζευαν με μανία φτάνοντας να τα αποψιλώσουν. Έπρεπε να έρθει η Αμαλία για να επιβάλει τις νεραντζιές, που έλυσαν κάπως αυτά τα ζητήματα».

Ανάλογος οπαδός της τροφοσυλλογής, κυνηγός ο ίδιος, καλλιεργητής, χημικός και οινολόγος ήταν ο πατέρας του

Είναι απόλυτα ατμοσφαιρικός ο τρόπος που περιγράφει ο υιός Ψυχούλης τους μικροαμπελουργούς του Πηλίου που κουβαλούσαν μικρές ποσότητες μούστου στο χημείο του, που «μοσχοβολούσε τανίνες, αιθανόλες και τσιγαρίλα» για να τα εξετάσει. Ο πατέρας είναι που του έμαθε τι μπορείς να κάνεις όταν βρεθείς μόνος σου στην φύση. «Ξέρεις, έχει φοβερή γοητεία η “πρασινάδα” να αποκτά ξαφνικά οντότητα και τα σύννεφα ονόματα: και αυτή τη γνώση την οφείλω στον πατέρα μου», σχολιάζει χαρακτηριστικά. Παρ’όλα αυτά, η σχέση δεν ήταν ποτέ εύκολη αφού ο πατέρας του ήταν ένας σκληρός «σοφός αντάρτης», κυνηγημένος αριστερός των βουνών που είχε εξοικειωθεί παραπάνω με την εσωστρέφεια και τη βία. Στο βιβλίο περιγράφονται διάφορα οικογενειακά περιστατικά, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και την αδελφή του, Ελένη Ψυχούλη, «την οποία δεν ρώτησα προτού τα γράψω, ίσως γιατί κάποια πράγματα άρχισα να τα συνειδητοποιώ γράφοντας το βιβλίο, που το ξεκίνησα ως ένα δοκίμιο για την τροφοσυλλογή και στην πορεία συνειδητοποίησα ότι αυτό είχε πρωτίστως να κάνει με τη γνώση που κληρονόμησα από τον πατέρα μου και ότι αυτός ήταν ένας τρόπος να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου μαζί του. Οι αναμνήσεις αυτές από τον ίδιο και τις συνταγές του με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορείς να μιλήσεις για τροφοσυλλογή χωρίς να ανατρέξεις τους γονείς σου. Από εκεί ξεκινάνε όλα, με αυτή γενναιοδωρία που σου προσφέρει η μητέρα φύση. Δεν είναι τυχαίο ότι και η δική μας πορεία αρχίζει με τον θηλασμό».

«Πρέπει, εδώ, όμως να ομολογήσω ότι το χιούμορ το έχασα πραγματικά όταν είδα να διαλύεται το σπίτι μου»

Το δικό του πάντως “αντάρτικο” και οι δικοί του ήρωες φαίνονται να είναι οι κυνηγοί που σέβονται τη φύση ή οι «καπετάνισσες γιαγιάδες που θα συνεχίσουν να κάνουν χορτόπιτα από καυκαλήθρες και ζοχούς μαζεμένους από την πλαγιά και ταυτόχρονα θα σπέρνουν κρυφά τους μη πιστοποιημένους σπόρους», όπως γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο θυμίζοντάς μας πόσες τροφές θεωρούνται πλέον “παράνομες” επειδή δεν είναι πιστοποιημένες. Όσο, όμως, επιτακτικά και αν τονίζει αυτή την ανάγκη επιστροφής στη φυσική κατάσταση των πραγμάτων παρατηρώντας έναν σύγχρονο κόσμο ομογενοποίησης ή κατάρρευσης, δεν φαίνεται ποτέ να χάνει το χιούμορ του, που είναι κυρίαρχο. «Πρέπει, εδώ, όμως να ομολογήσω ότι το χιούμορ το έχασα πραγματικά όταν είδα να διαλύεται το σπίτι μου» ομολογεί περιγράφοντας εκείνες τις δραματικές σκηνές που είδε αυτό το παλιό πετρόκτιστο οίκημα στο Νότιο Πήλιο που για εκείνον ήταν συνώνυμο «με την ασφάλεια, τη θαλπωρή, που ήταν η ίδια η ψυχή μου» να το καταπίνει ο Ντάνιελ. Μάλιστα, ο ίδιος σώθηκε από θαύμα αφού βλέποντας από το παράθυρο του τις κληματαριές να υποχωρούν δυο μέτρα και έχοντας γνώσεις αρχιτεκτονικής, κατάλαβε ότι κινδυνεύει και βγήκε γρήγορα έξω. Ήταν τότε που βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτή την ερώτηση που έκανε ως τεστ στους φοιτητές του, στην Αρχιτεκτονική, τι παίρνει κανείς από ένα σπίτι που καταρρέει. «Εκτός από τον υπολογιστή μου και μια βαλίτσα, φρόντισα να πάρω τα έργα μου. Προς στιγμή, σκέφτηκα να σώσω και την κιθάρα μου αλλά τελευταία στιγμή είπα “άσε φύγε και εσύ μαζί του”. Κουβαλώντας όλα αυτά, πήδηξα έξω και σε δέκα λεπτά το σπίτι είχε καταρρεύσει».

«Η αφήγηση είναι που απογείωσε την αισθησιογενή μου σχέση με το φαγητό»

Η δραματική ιστορία δεν τελείωσε εκεί αφού έπρεπε μαζί με τους τουρίστες, στοιβαγμένοι στην αποβάθρα να περιμένουν όλοι μαζί να επιβιβαστούν με τον ίδιο να καταφέρνει τελικά να βρει την αδελφή του σε ένα άλλο χωριό. «Τότε είναι που είδα, ίσως, για πρώτη φορά με τρόμο τη φύση, κατάλαβα τι σημαίνει να χάνεις κάθε αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας που είναι το σπίτι και μάλιστα όχι από άλλη φυσικό αίτιο αλλά από το νερό που όλοι θεωρούμε κάτι ζωογόνο». Τον έσωσε, όπως λέει, και πάλι η δημιουργία και η τέχνη, διαφορετικά «θα έγδερνα με τα νύχια μου τους τοίχους». Αυτά τα έργα είναι που περιλαμβάνονται στην έκθεση με τον τίτλο «Καταλογισμός» στην γκαλερί a.antonopoulou. «Ύστερα από όλα αυτά ξέρω ότι η σχέση με τα έργα που φτιάχνω έχουν να κάνουν με αυτές τις οδυνηρές πραγματικότητες, ότι μιλάω για τραύματα που όχι μόνο τα διαπραγματεύομαι αλλά προσπαθώ να τα προστατεύσω κιόλας -και ας διαφωνούν εδώ οι ψυχαναλυτές. Αυτά με τρέφουν και μου γεννάνε πράγματα. Κάπως έτσι άρχισα να κάνω την ανατομία της ιστορίας του πατέρα μου αφού κατάλαβα ότι η σχέση μου με τη φύση και το φαγητό άλλαξε όταν άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία τους. Γιατί, τι κάνει τελικά ακόμα και ο σομελιέ σε ένα εστιατόριο; Σου λέει την ιστορία που κρύβεται από πίσω. Η αφήγηση είναι που απογείωσε την αισθησιογενή μου σχέση με το φαγητό και μου χάρισε την ευτυχία και αυτή δεν έπαψα να αναζητώ με όλους αυτούς τους τρόπους που παραμένουν ανοιχτοί και άρα άγνωστοι».

Φωτογραφίες: Νίκος Κόκκας