Μόνο στην εποχή τους τα χαιρόμαστε τα κεράσια. Από τα λίγα φρούτα που δεν κάνουν κολεγιά με θερμοκήπια και ψυγεία. Δυο μήνες όλοι κι όλοι για να μαζευτούν και να περάσουν κατευθείαν στις αγορές. Γλυκά, με καλοδεχούμενες  νύξεις οξύτητας, με σέξι αρώματα και καταγωγή αβέβαιη. Ο Νίκος Σαραντάκος γράφει πως η λέξη κεράσι «έχει αρχαία ελληνική προέλευση, από το ελληνιστικό “κεράσιον”, υποκοριστικό του κέρασος, που σήμαινε την κερασιά. Το δέντρο φαίνεται πως ήρθε από τη Μικρασία, αν σκεφτούμε και το τοπωνύμιο Κερασούς (σ.σ. Κερασούντα), οπότε η ελληνική λέξη θα είναι δάνειο από κάποια μικρασιατική γλώσσα, πανάρχαιο μάλιστα».

Κάπου από τον Καύκασο λοιπόν έρχεται η κερασιά, το πρώτο οπωροφόρο δέντρο που ανθίζει την Άνοιξη προαναγγέλοντας το όμορφο καλοκαίρι και έρχεται σε ένα τεράστιο παζλ από ποικιλίες, γηγενείς και εισαγόμενες, που χωρίζονται όλες σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις ποικιλίες με μαλακή σάρκα που δεν τις προτιμά η αγορά και τις ποικιλίες με τραγανή σάρκα που είναι οι σταρ.  Σε αυτήν τη δεύτερη ποικιλία ανήκουν και τα μοναδικά ΠΟΠ Τραγανά Ροδοχωρίου Ημαθίας, χωριό Ποντίων προσφύγων από τη Ματσούκα του Πόντου. Δεν θα παραλείψουμε βεβαίως τα μαγικά πετροκέρασα με το ωχρορόδινο χρώμα που ανήκουν στις επιλεγόμενες «Γαλανές» ποικιλίες (και χρησιμοποιούνται ευρέως και στη βιομηχανία τροφίμων).

Κερασοκαλλιέργιες

Αν και έχουμε συνδέσει την κερασιά με τα ορεινά μέρη, σήμερα καλλιεργείται σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας σε εκτάσεις που πλησιάζουν τις 170.000 στρέμματα. Η κερασιά καλλιεργείται ακόμη και στα νησιά, ακόμα και στη Χίο, και στη Νάξο και στην Κρήτη μέχρι και στην Κύπρο. Πώς έγινε αυτό; Αφ’ ενός υπήρχαν ανέκαθεν γηγενείς ποικιλίες που είχαν εγκλιματιστεί στο μικροκλίμα των νησιών -χωρίς βεβαίως να παράγονται μεγάλες ποσότητες. Πρόκειται για μάλλον άγνωστες τοπικές ποικιλίες που καλύπτουν τις ανάγκες αυτοκατανάλωσης και σε ένα βαθμό τις ανάγκες της τοπικής αγοράς. Αφετέρου ο κύριος όγκος της ελληνικής κερασοκαλλιέργειας προέρχεται από ξένες εισαγόμενες ποικιλίες. Μεγαλόκαρπες, παραγωγικές και επιπλέον, κάποιες από αυτές, με βοτανολογικά χαρακτηριστικά πολύ αβανταδόρικα για τον τρόπο που διαμορφώνεται πλέον το κλίμα. Δηλαδή χρειάζονται μόνο 300 -500 ώρες ψύχους το χρόνο για να σπάσουν το χειμερινό τους λήθαργο ώστε να μπουν σε παραγωγική διαδικασία την Άνοιξη ενώ οι γηγενείς ποικιλίες χρειάζονται μέχρι και 1200 ώρες ψύχους.

Βεβαίως, από αυτές τις εκτάσεις το 80% περίπου βρίσκεται στη Μακεδονία, με επίκεντρο τους νομούς κυρίως της Πέλλας και της Ημαθίας αλλά και της Πιερίας, όπου βρίσκεται το 80% περίπου των καλλιεργούμενων εκτάσεων κερασιάς της χώρας μας με ποικιλίες διάσημες και ξακουστές σε όλο τον κόσμο όπως «Τραγανά Εδέσσης», τα γνωστά σε όλους μας Κεράσια Βοδενών, τα «Μπακιρτζέικα» και τα «Τσολακέικα», όλα τραγανόκαρπες ποικιλίες. Είναι σημαντική η θέση της χώρας μας στην παγκόσμια κατάταξη όσον αφορά την παραγωγή κερασιών αφού βρίσκεται ανάμεσα στην πρώτη δεκάδα.

Ειδικά στην Πιερία, στις περιοχές Ράχη και Κολινδρός όπου παράγονται έξοχα κεράσια που κατακλύζουν τις διεθνείς αγορές, ο Πιερικός Οργανισμός Τουριστικής Ανάπτυξης και Προβολής (Π.Ο.Τ.Α.Π.), εντάσσει στις δράσεις του από φέτος το θεσμό «Ανθισμένες Κερασιές της Πιερίας» προβάλλοντας στα πέρατα του κόσμου το πανόραμα των ανθισμένων κερασώνων με στόχο να προσελκύσει επισκέπτες.  Μετά την Ιαπωνία λοιπόν, και το «Ηanami» που σημαίνει «κοιτάζω τα λουλούδια» και το οποίο φέρνει κάθε Άνοιξη εκατομμύρια ανθρώπου στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου,  το δικό μας πιερικό «Ηanami» καλεί σε μια μαγική εμπειρία επισκέπτες ευαίσθητους στην ομορφιά.

Αν και η γεύση των ώριμων φρέσκων ωμών κερασιών είναι αξεπέραστη, γίνονται και υπέροχα γλυκά εδέσματα, ηδύποτα και αναψυκτικά. Από το κλασικό και απλό γλυκό κεράσι και την μαρμελάδα κεράσι, την κερασόπιτα, το παγωτό με γεύση κεράσι ή το γαλλικό και πανεύκολο κλαφουτί. Συμμετέχουν ακόμα και σε αλμυρά πιάτα: ίσως η πάπια με κεράσια να μη συνηθίζεται στην Ελλάδα αλλά είναι ένα υπέροχο φαγητό.

Βασική προϋπόθεση είναι να τα διαλέξουμε σωστά (κι αν έχει αντίρρηση ο πωλητής και επιμένει να τα βάζει μόνος του στη σακούλα με τη σέσουλα, να εγκαταλείψουμε τη δοσοληψία). Πρέπει λοιπόν να έχουν γυαλιστερή φλούδα, να μην έχουν σκούρα σημάδια, βαθουλώματα και χτυπήματα. Το βαθύ κόκκινο δεν είναι αναγκαστικά δείγμα καλού κερασιού αφού το χρώμα διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία. Εδώ να πούμε πως οι κεντροευρωπαίοι και οι Σκανδιναβοί προτιμούν τα κεράσια με περισσότερο τονισμένη την οξύτητα και ίσως κάποιες πικρές νότες όπως η γηγενής ποικιλία «Μπακιρτζέικα» ενώ στη Μεσόγειο προτιμάμε τις γλυκές γεύσεις για παράδειγμα τη γηγενή ποικιλία «τραγανά Εδέσσης». Οι γυναίκες δε, σε όλη την Ευρώπη, κεντρική βόρεια και νότια, προτιμούν τα καρδιόσχημα κεράσια των ξένων ποικιλιών Summit, Canada Giant, κλπ.

Η γεύση τους και η ομορφιά τους δεν είναι οι μοναδικές χάρες των κερασιών. Περιέχουν τις πολύτιμες βιταμίνες Α και C, έχουν μόλις 4 θερμίδες το ένα (μεσαίου μεγέθους), σοβαρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες και προσφέρονται για αποτοξίνωση και δίαιτα. Η διατήρησή τους  δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Δεν τα πλένουμε (μπορεί να μουχλιάσουν), τα  βάζουμε σε χάρτινη σακούλα και τα τοποθετούμε στη συντήρηση του ψυγείου. Θα παραμείνουν ζουμερά και αρωματικά το πολύ 3 -5 ημέρες. Κρίμα που έχουν τόσο σύντομη ζωή, διότι έστω κι αν τα βρούμε σε καλή τιμή (συνήθως προς το τέλος της εποχής τους), τότε που είναι και πιο γλυκά, δεν μπορούμε να τα αγοράσουμε σε μεγάλες ποσότητες.

Γιατί είναι τόσο ακριβά;

Κάποιοι υποστηρίζουν πως το 80 -90% της παραγωγής εξάγεται και στην ελληνική αγορά μένουν ελάχιστες ποσότητες. Επομένως είναι λόγοι σπανιότητας που ανεβάζουν την τιμή. Άλλωστε η Ελλάδα πλεονεκτεί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη (πλην της Τουρκίας που ήταν και είναι σοβαρός ανταγωνιστής), καθώς τα κεράσια μας ωριμάζουν νωρίτερα κατά 10-15 ημέρες από τα ευρωπαϊκά και οι Ευρωπαίοι είναι μεγάλοι καταναλωτές νωπού κερασιού. Φαίνεται λοιπόν πως οι παραγωγοί ακολουθούν τη ζήτηση και εμείς μένουμε με την επιθυμία. Υπάρχει όμως και μια άλλη σοβαρή εξήγηση που αποδίδει την υψηλή τους τιμή στην κλιματική αλλαγή. Δηλαδή η παραγωγή της κερασιάς ποικίλει στην Ελλάδα ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν την περίοδο της ανθοφορίες και της ωρίμανσης του καρπού, που συμβαίνουν την Ανοιξη. Επειδή τα τελευταία χρόνια επικρατούν ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες, μειώνεται η παραγωγικότητα των δέντρων (η άνοδος της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό μειώνει την παραγωγικότητα κατά 10%) ενώ θα πρέπει να προστεθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας και η έλλειψη εργατικών χεριών.

Όπως και να διαμορφωθεί η τιμή τους πάντως, μια φούχτα κεράσια, αβάσταχτα αρωματικά και ηδονικά τραγανά, θα τα πάρουμε για το καλό. Κι αν θέλουμε όλο το πακέτο, θα τα μασουλήσουμε βλέποντας τις ονειρικές σκηνές με τη γιορτή ανθοφορίας, στα «Όνειρα» (1990) του Akira Kurosawa,  διαβάζοντας για άλλη μια φορά «Οι κερασιές ανθίζουν και φέτος» του Μενέλαου Λουντέμη ή έστω ακούγοντας το «χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο»…

Γηγενείς τραγανόκαρπες  ποικιλίες με εμπορική δυναμική

Τα «Τραγανά Εδέσσης», τα γνωστά σε όλους μας Κεράσια Βοδενών, τα «Μπακιρτζέικα» και τα «Τσολακέικα».

Οι παλιές, τοπικές ποικιλίες που έχουν σχεδόν εξαφανιστεί

  1. Πρώιμα Κολινδρού Πιερίας που έχουν σχεδόν εξαφανιστεί
  2. Κηφισιάς Αττικής που υπάρχουν σε κάποιους κήπους ακόμα και κινδυνεύουν με εκφυλισμό
  3. Τα Τραγανά Κομοτηνής που εξακολουθούν να καλλιεργούνται στη Ροδόπη
  4. Τα Μαύρα Τριπόλεως που δεν καλλιεργούνται συστηματικά
  5. Τα Πετροκέρασο Τραγανό Αχαΐας (γαλανή ποικιλία) που δεν καλλιεργείται συστηματικά
  6. Η Φράουλα Βόλου με διάσπαρτα δέντρα στην περιοχή του Πηλίου (γαλανή ποικιλία)

Οι νέες, ανθεκτικές ποικιλίες εισαγωγής

  1. Royal (αμερικάνικη)
  2. Νimpa (αμερικάνικη)
  3. Red Pacific (αμερικάνικη)

Οι εισαγόμενες από παλιά ποικιλίες

  1. Οι καρδιόσχημες καναδέζικες Summit και Canada Giant

Περιοχές καλλιέργειας

Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 170.000 στρέμματα και παράγονται περίπου 70.000 -90.0000 τόνοι κεράσια το χρόνο. Η χώρα μας βρίσκεται παγκοσμίως στην πρώτη δεκάδα των κερασοπαραγωγών χωρών. Οι περιοχές που παράγουν τα περισσότερα κεράσια στην Ελλάδα είναι κατά σειρά Πέλλα, Ημαθία, Πιερία, Φθιώτιδα, Ροδόπη, Λάρισα, Μαγνησία και Κοζάνη και Γρεβενά.

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ, Κωνσταντίνο Καζαντζή, Γεωπόνο ΤΕ (MSc)
Τμήμα Φυλλοβόλων Οπωροφόρων Δένδρων Νάουσας, Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων, ΕΛ.Γ.Ο. ΔΗΜΗΤΡΑ