Με πυξίδα τους τις ορθές πρακτικές της ορεινής νομαδικής μελισσοκομίας, τις αξίες του slow living και την αφοσίωση σε ότι μέχρι σήμερα τόσο σοφά και ανεπιτήδευτα η φύση τους έχει διδάξει, τα αδέρφια Πίσχινα οργώνουν με τα 160 μελίσσια τους, τα βουνά της ορεινής Κορινθίας για να συλλέξουν αγνό, βιολογικό μέλι δάσους.

Και μπορεί η ονομασία «Μαύριο Όρος» που κοσμεί τα γυάλινα βάζα με τους παχύρευστους, κεχριμπαρένιους θησαυρούς, να γεννά στο μυαλό -τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση– εικόνες δυστοπικές, η τρυφερή ωστόσο ιστορία που κρύβεται πίσω από την επιλογή της, «τρυγά» μία γλυκιά αλληλουχία παιδικών αναμνήσεων (που μόνο σκοτεινή και δυσοίωνη δε τη λες!). Αναμνήσεις «σφραγισμένες» σε κηρήθρες και κυψέλες νομαδικές με φόντο τον ορεινό όγκο του Μαύριου Όρους, στη βορειοδυτική πλευρά του νομού Κορινθίας, γνωστός από την αρχαιότητα και ως Χελυδορέα.

«Θυμάμαι τον παππού μας, να μας διηγείται ιστορίες για το βουνό και εμείς σαν παιδιά, θαυμάζοντας την εμβληματική όψη του από μακριά, να πλάθουμε στο μυαλό μας εικόνες μυθικές, σχεδόν απόκοσμες» θυμάται ο Άγγελος. «Καθώς, όμως, μεγαλώναμε» συμπληρώνει ο Κωστής «και παρατηρώντας τον παππού μας να ασχολείται συστηματικά με τη γη, με τα ζώα του, με τα μελίσσια και τις νομές, αρχίσαμε να τον συνοδεύουμε στις βόλτες του στο Μαύριο Όρος και να συλλέγουμε μαζί του τσάι, ρίγανη, βότανα και λογής – λογής αρωματικά για την κουζίνα της γιαγιάς. Ήταν τα χρόνια εκείνα που μας έκαναν να αγαπήσουμε περισσότερο από κάθε τί άλλο την επαφή μας με τα παρθένα δάση και με τα ορεινά οικοσυστήματα της Πελοποννήσου».

Τα χρόνια πέρασαν, τα αδέλφια ακολούθησαν διαφορετικές σπουδές και καριέρες σε Ελλάδα και εξωτερικό, μακριά από τον πρωτογενή τομέα, όμως δεν έπαψε να βουίζει ποτέ μέσα τους ως κάλεσμα η μνήμη του βουνού. Η αίσθηση της χαράς που ένιωθαν ως παιδιά όταν σε κάθε μελισσοκομικό τρύγο, ο παππούς Κώστας και ο θείος Στάθης τους έδιναν να πάρουν μία γεύση από την κηρήθρα. Αυτά ακριβώς τα βιώματα, σε συνδυασμό με το παγκόσμιο lockdown που έφερε η πανδημία του Covid19, στάθηκαν αφετηρία σε ένα ξεκίνημα στη ζωή τους που τους έφερε να αντικρίζουν ξανά το Μαύριο Όρος. Αυτή τη φορά, όμως, διευθύνοντας τη δική τους μελισσοκομική «ορχήστρα» στα πευκοδάση και τα ελατοδάση της Κορινθίας.

Το ταξίδι της μέλισσας από τη θάλασσα στο βουνό

«Η νομαδική μελισσοκομία μας διδάσκει την αξία της υπομονής και της επιμονής» παρατηρεί ο Κωστής. «Σαν ένας αέναος κύκλος που ανοίγει και κλείνει μόνο κατ’ εντολή της φύσης. Πρέπει να δουλέψεις εντατικά τους παραγωγικούς μήνες και έπειτα να περιμένεις 365 μέρες μέχρι να ξανανέβεις στο βουνό για να διαπιστώσεις αν το έλατο είναι έτοιμο να ξαναδώσει μέλι. Φέτος, για παράδειγμα, περιμέναμε να πάρουμε μέλι από βελανιδιά, δεν μας έδωσε μέλι και έτσι δε βγάλαμε. Του χρόνου θα ξαναδοκιμάσουμε. Τίποτα δεν είναι απολύτως προβλέψιμο και αυτό είναι το πιο γοητευτικό κομμάτι της μελισσοκομίας» τονίζει.

Τον χειμώνα, τα δύο αδέλφια μεταφέρουν τα μελίσσια τους σε εκτάσεις που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα και έπειτα, καθώς οι μήνες περνούν και ο καιρός αρχίζει να γλυκαίνει, τα ανεβάζουν σταδιακά στους λόφους. Πρώτα στα 300-350 μέτρα υψόμετρο, έπειτα γύρω στα μέσα Μαΐου σκαρφαλώνουν στα 1400 μέτρα -και βάλε- ενώ από τα μέσα του καλοκαιριού και μετά αρχίζουν πάλι την κάθοδό τους στα πεδινά. «Καθοδηγούμαστε πάντα από τον καιρό και την εποχή» συμπληρώνει ο Άγγελος και στέκεται παρ’ όλα αυτά σε ένα μεγάλο «αλλά»: «Αλλά, όσο περισσότερο ζορίζει η κλιματική αλλαγή, τόσο πιο επιβεβλημένη θα είναι και η ανάβασή μας σε ακόμα πιο μεγάλα υψόμετρα».

Οι προκλήσεις της δασικής μελισσοκομίας

Και κάπου εκεί, η κουβέντα κατευθύνεται στις δυσκολίες και τις προκλήσεις της δασικής μελισσοκομίας. «Οι θερμοί χειμώνες, οι λιγοστές βροχοπτώσεις, οι παρατεταμένοι καύσωνες και οι πυρκαγιές που μειώνουν συστηματικά κάθε χρόνο όλο και περισσότερο τους μελισσότοπους και συρρικνώνουν τη φύση, είναι οι απειλητικότεροι εχθροί της δασικής μελισσοκομίας» λέει προβληματισμένος.

Ακόμα όμως οι πιο δυσοίωνες συνθήκες, έργα του καιρού και του ανθρώπου, δεν έχουν σταθεί μέχρι σήμερα αρκετές για να κάνουν αυτά τα δύο αδέλφια να εγκαταλείψουν τα βουνίσια μελίσσια τους. Κάθε άλλο. «Έχουμε αγάπη και αφοσίωση στα μέλια που μας δίνει το δάσος γιατί μας επιτρέπουν να δουλεύουμε μακριά από μονοκαλλιέργειες, είναι πολύ νόστιμα, φέρουν -από χρονιά σε χρονιά και από τόπο σε τόπο- οξύμωρες εναλλαγές στο γευστικό τους αποτύπωμα (σε αυτό παίζει σημαντικό ρόλο η έναρξη και η διάρκεια της ανθοφορίας), εκφράζουν με μαεστρία τη βιοποικιλότητα της περιοχής και δε σταματούν να σε ξαφνιάζουν ευχάριστα μιξάροντας σε απόλυτη αρμονία τα ορεινά βότανα με τα αγριολούλουδα του δάσους» εξηγεί Κωστής.