Μια νέα έκδοση έρχεται να φωτίσει τα υπέροχα της σκιαθίτικης γαστρονομίας μέσα από τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, καρπός μελέτης δύο χρόνων, από τον Γιώργο Πίττα. «Έστω κι έναν νέο αναγνώστη να κερδίσει ο Παπαδιαμάντης διαβάζοντας το δικό μου βιβλίο, το χρέος μου θα το έχω εκτελέσει απέναντι στον μεγάλο Σκιαθίτη», μου έλεγε ο Γιώργος Πίττας σε ένα μικρό τραπέζι καφενείου που τον ελάχιστο χώρο του κατελάμβαναν δυο τσίπουρα και ένα πιατάκι με μεζέ, χορταστικός μες στη λιτότητά του.

Είχα την τύχη να διαβάσω το βιβλίο πριν από την έκδοσή του, όσο ακόμη βρισκόταν στη σελιδοποίηση, και ο κόσμος του κοσμοκαλόγερου συγγραφέα με συνεπήρε ξανά απολύτως, έπειτα από πολλά χρόνια. Ήδη από την εισαγωγή ο Πίττας αρχίζει τις παραθέσεις κειμένων του και έτσι, θέλοντας και μη, μεταφέρεσαι στις Σποράδες του τότε, στο λυκόφως του 19ου αιώνα, όταν όλα στα νησιά ήταν δύσκολα και το ψωμί λιγοστό. Δεν θα το πίστευα αν δεν διάβαζα συγκεντρωμένα όλα τα αποσπάσματα που αφορούν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο την τροφή, ότι η γαστρονομία η σκιαθίτικη ήταν τόσο πλούσια. Γι’ αυτή τη σχέση που αναπτύσσει ο αναγνώστης με τον συγγραφέα μιλήσαμε με τον Γιώργο Πίττα, αλλά και για την απόφαση να δει το έργο του μέσα από τη γαστρονομική κληρονομιά του νησιού.

«Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν…», του Γιώργου Πίττα, εκδ. Αρμός, 2024, σελ. 256, τιμή €15.

Πώς στην ευχή σού ήρθε να αποκωδικοποιήσεις τον Παπαδιαμάντη μέσω της τροφής και των πέριξ αυτής;
Αρχικά τον πλησίασα «χρησιμοθηρικά», ελπίζοντας να βρω στα διηγήματά του τις ρίζες της σκιαθίτικης κουζίνας, στο πλαίσιο μιας έρευνας που είχα βάλει μπροστά κουβεντιάζοντας με τον δήμαρχο Σκιάθου για τη διαμόρφωση της σύγχρονης γαστρονομίας του νησιού. Η ιδέα μου αποκαλύφθηκε φαεινή, γιατί το υλικό που εντόπισα ήταν εντυπωσιακό. Μέσα στις περιγραφές του Παπαδιαμάντη ξετυλίγονται η φύση της Σκιάθου, οι καλλιέργειες, τα ψαρέματα, τα προϊόντα του νησιού, τα τσιμπούσια, τα μαγειρέματα, η ζωή στα μπακάλικα και τα καφενεία, οι κάθε είδους γιορτές, αλλά και οι συνήθειες των βασανισμένων απλών ανθρώπων που μέσα στην πενία τους, στις κακουχίες και την ανημπόρια χαίρονταν τις λίγες στιγμές χαράς και ελπίδας διατηρώντας πάντα την αξιοπρέπεια και το αίσθημα της κοινής τύχης και της φιλοξενίας. Χάθηκα στη μαγεία του κόσμου του μεγάλου Σκιαθίτη ανακαλύπτοντας κι εγώ αυτό που έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης, ότι «τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα του νησιού του με τις τρεις χιλιάδες ψυχές έφτασαν να αποκτήσουν τη σημασία ολόκληρης ηπείρου». Την «ήπειρο» αυτή δοκίμασα να εξερευνήσω και εγώ διεξοδικότερα με τα δικά μου εργαλεία, αποκωδικοποιώντας τη μέσα σε 30 θεματικές ενότητες, αντλώντας υλικό από 95 διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

Σε αναμονή του βρετανικού στόλου, το 1926, στην πλατεία Τριών Ιεραρχών.

Υπαίθριος μανάβης στο λιμάνι των 50s, Βούλα Παπαϊωάνου, Μουσείο Μπενάκη.

Πόσο συγγενής νιώθεις με τον Παπαδιαμάντη στο «είμαι εκεί αλλά πιότερο ως παρατηρητής παρά ως μέρος των δρώμενων»;
H αλήθεια είναι ότι ο Παπαδιαμάντης, ως παπαδοπαίδι, ακολουθώντας τον ιερέα πατέρα του, ταξίδευε παντού στο νησί, το έζησε και το γνώρισε καλά. Πήγαινε στις λειτουργίες, στα μικρά πανηγύρια, στις γιορτές και τα τσιμπούσια και άρχισε να παρατηρεί γύρω του. Φαίνεται πως ο χαρακτήρας του ήταν αυτός που τον έκανε παρατηρητή, καταγραφέα της ζωής των μεγάλων, κάτι που βέβαια τον απομάκρυνε από τα παιδιά της ηλικίας του, από τη βιωματική ζωή της ατίθασης και σκανδαλιάρικης πιτσιρικαρίας, την οποία έβλεπε και ζήλευε: «Φιλότιμον παιδίον! Έτρεχε δι’ όλης της ημέρας από γιαλόν εις γιαλόν, έβγαζε γρινιάτσες, πορφύρες και πεταλίδες διά δύο, καβούρια διά τρεις, οκταπόδια διά τέσσαρες. Και μέρος μεν αυτών έκαμνε δολώματα, διά να ψαρεύει με την καλαμιάν από το δειλινόν έως το βράδυ, μέρος δε εμοιράζετο φιλαδέλφως με σε».


Φουρνίσματα τη δεκαετία του ’50.

Την ίδια θέαση απέναντι στη ζωή την είχε και ώριμος άνδρας, ζώντας σαν κοσμοκαλόγερος, λιτοδίαιτα, αλλά και αναπολώντας τα πληθωρικά εδέσματα του νησιού του: «Μόλις άρχισε να ροδοκοκκινίζει το ψητόν, μόλις άρχισε να μυρίζει προκλητικώς το τσιγαριστόν, και ο Γκιουλής, ανασπάσας την μάχαιραν από το πλατύ κίτρινον ζωνάρι του, άρχισε να κόπτει γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά και διά της κουτάλας έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστόν», ενώ ο ίδιος αρκούνταν σε ένα σκέτο γιουβέτσι ως καθημερινό φαγητό.

Από την πλευρά μου, για να γράψω, προσπάθησα να είμαι ένας προσεκτικός και διαυγής αναγνώστης των διηγημάτων του, με σκοπό να γνωρίσω τον πολιτισμό της καθημερινότητας εκείνης της εποχής. Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η αποστασιοποίηση δεν με χαρακτήριζε την περίοδο της συγγραφής των προηγούμενων βιβλίων μου. Γράφοντας, για παράδειγμα, την «Αθηναϊκή Ταβέρνα», τα «Πανηγύρια στο Αιγαίο» ή τα «Καφενεία της Ελλάδας» η παρατηρητικότητά μου συνοδευόταν από μια άγρια συμμετοχή στα δρώμενα, στα φαγοπότια, στους χορούς και τα γλέντια, γεγονός που με βοήθησε πολύ στην ένταξή μου στους μικρόκοσμους της έρευνάς μου, με αποτέλεσμα να θεωρούμαι έτσι ένας «δικός» τους άνθρωπος!

Πορτρέτο του Παπαδιαμάντη και χειρόγραφο απόσπασμα της αυτοβιογραφίας του.

Τι σου πρόσφερε αυτή η νέα ανάγνωση του Παπαδιαμάντη;
Από εκείνη τη στιγμή που, μετά τα διαβάσματα της νιότης μου, ξαναήρθα σε επαφή με τον Παπαδιαμάντη, κάθε διήγημά του ήταν για μένα και μια ένεση γαλήνης, ομορφιάς και λύτρωσης. Στα περίπου δύο χρόνια που διήρκεσε όλη η διαδικασία μελέτης του έργου του, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ διάβαζα και μελετούσα ένα διήγημά του. Τα λόγια του προσφέρουν την παρηγοριά ότι μπορείς να ευτυχήσεις και μες στη λιτότητα και την ταπεινότητα και λειτουργούν ως αντίβαρο στη διαρκή ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για περισσότερα αγαθά, περισσότερη ισχύ, περισσότερο φαίνεσθαι. Κάθε φορά που άνοιγα το βιβλίο με τα διηγήματα ένιωθα ωσάν να έμπαινα στα ερημικά ξωκλήσια του Αιγαίου, με ταπεινότητα και ευλάβεια. Το γράψιμο αυτού του βιβλίου, με αφορμή τη νέα ανάγνωση του Παπαδιαμάντη, ήταν παράλληλα μια συνάντηση με έναν εαυτό μου, που είχε προετοιμαστεί καταλλήλως για να συναντήσει τον κόσμο του μεγάλου Σκιαθίτη.

Φωτογραφία ανοίγματος: Εικονίζεται ο Γιώργος Πίττας, ένας ξυπόλητος ταξιδευτής στο σπίτι του στην Πλάκα.

Φωτογραφίες: Νίκος Κόκκας