Φοράει πάντα μαύρα. Προτιμά το τσάι από τον καφέ. Αγαπάει τα γεμιστά κολοκυθάκια της μαμάς του. Είναι ΠΑΟΚτσής και όταν του αρέσει κάτι χρησιμοποιεί την έκφραση «Ω, ρε». Αυτό είναι και το όνομα του ενός από τα δύο εστιατόρια στα οποίο είναι συνιδιοκτήτης στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης. Στην Ελλάδα επιμελείται τα μενού των εστιατορίων Vezene και Birdman.
Ο Δημήτρης Μούδιος, στα 29 του χρόνια, είναι ένας ικανός σεφ που ξέρει να βάζει τσίλι και fish sauce στα φαγητά του, να τους δίνει χρώμα και βάθος. Ήρθε για μια guest εμφάνιση στο Pharaoh και εμείς τον συναντήσαμε προτού μπει στην κουζίνα πάνω από τις στόφες και τον ξυλόφουρνο.
– Η μαγειρική ήταν παιδικό όνειρο;
Ούτε καν. Προέκυψε τυχαία. Ποδοσφαιριστής ήθελα να γίνω και γι’ αυτό έφυγα για τη Γερμανία στα 17 μου. Όμως, σύντομα κατάλαβα ότι το επίπεδο εκεί ήταν ανεβασμένο και ότι δεν κάνω για την μπάλα.
– Πώς μπήκε η κουζίνα στη ζωή σου;
Τότε έμενα με τον θείο μου που έλειπε συνέχεια, οπότε αναγκάστηκα να μάθω να μαγειρεύω. Με «έσπρωξαν»και οι δικοί μου να πάω σε μια σχολή εκεί στο Μόναχο και είπα να το δοκιμάσω. Δουλεύοντας στην κουζίνα του τριάστερου εστιατορίου Atelier αγαπηθήκαμε με τη μαγειρική και το ένα έφερε το άλλο.
– Μετά το Μόναχο, σε ποιες χώρες δούλεψες;
Πήγα στο Βερολίνο στο Ernst (1 αστέρι Michelin), μετά στην Ολλανδία στο Pure C (2 αστέρια), στην Ελβετία, στη Δανία, όπου εκεί δούλεψα στην κουζίνα του Alchemist, και τέλος στη Χιλή στο Borago ως R&D (research and development chef).
– Στην Ταϊλάνδη πώς βρέθηκες;
Όταν ζούσα στο Σαντιάγο, γνωρίστηκα με έναν επενδυτή. Του άρεσε η μαγειρική μου και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Να βρούμε ένα καινούριο concept που θα το φτιάξουμε από την αρχή πάνω στα μέτρα μου, αλλά και να αναλάβω το ήδη υπάρχον εστιατόριο που είχε στην Μπανγκόκ.
– Έτσι προέκυψε το Ore;
Ναι. Ένα εστιατόριο 8 θέσεων, όπου προσφέρουμε μια μοναδική εμπειρία. Βασίζεται πάνω στην ταϊλανδέζικη κουζίνα αλλά έχει τη δική μου δημιουργική υπογραφή, καθώς στις συνταγές μου συνδυάζω και επιρροές από άλλες κουζίνες.
Στα 29 του χρόνια έχει ήδη γυρίσει τον μισό πλανήτη, έχει εργαστεί σε πολλά βραβευμένα εστιατόρια και σήμερα είναι συνιδιοκτήτης σε δύο fine dining χώρους στην Ταϊλάνδη.
– Το δεύτερο εστιατόριο ακολουθεί τα ίδια βήματα;
Στο Lahnyai, σερβίρουμε παραδοσιακή royal thai κουζίνα. Στην Ταϊλάνδη, όταν πεθαίνει κάποια πριγκίπισσα, για να την τιμήσουν βγάζουν ένα βιβλίο με τις αγαπημένες της συνταγές. Αυτό γίνεται τα τελευταία περίπου 140 χρόνια. Στις συνταγές αυτών των βιβλίων στηρίζεται το δικό μου concept. Ήταν ένα τέχνασμα για να προσελκύσουμε τους Ταϊλανδούς να επιλέξουν το δικό μας εστιατόριο και να έρθουν σε μένα, έναν ξένο, να φάνε την κουζίνα τους.
– Θα μαγείρευες ποτέ ελληνική κουζίνα εκεί;
Η αλήθεια είναι πως όχι. Δεν την ξέρω τόσο καλά, θέλω όμως να τη μάθω. Και όταν το κάνω αυτό, τότε θα ανοίξω το δικό μου, αλλά εδώ στην Ελλάδα, όχι στο εξωτερικό. Και θα είναι σαν το Ore, με οκτώ θέσεις και θα σερβίρει πιάτα που θα πατάνε πάνω στην παραδοσιακή μας κουζίνα.
– Αθήνα ή Θεσσαλονίκη;
Αθήνα φυσικά. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι έτοιμη για τέτοια πράγματα. Αντίθετα, στην Αθήνα θεωρώ ότι αναπτύσσεται η κουλτούρα του φαγητού και στις πιο μικρές ηλικίες. Μου έκανε εντύπωση ότι είδα πολλές νεαρές παρέες στα εστιατόρια που επισκέφτηκα αυτές τις μέρες.
– Στην Ελλάδα έχεις παρουσία σε εστιατόρια;
Ναι, συνεργάζομαι με τον Άρη Βεζενέ στα δύο εστιατόριά του. Στο Vezene πλέον δεν σερβίρουμε μια confort κουζίνα που βασίζεται μόνο στο κρέας αλλά δίνουμε βάρος και στην ψαροφαγία Από την άλλη, στο Birdman προτείνουμε μια fusion ασιατική κουζίνα.
– Σου λείπει κάτι από την Ελλάδα;
Το κλίμα, εκεί κάνει πολλή ζέστη και δεν μπορώ να απολαύσω τις βόλτες που τόσο μου λείπουν. Αλλά και η επαφή με τον κόσμο. Οι Ταϊλανδοί δεν είναι τόσο ανοιχτοί. Βέβαια, η Μπανγκόκ είναι μια ζωντανή πόλη όλο το 24ωρο και έχει ωραίο φαγητό. Και φθηνό.
Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη