Στο όγδοο βιβλίο του, ο Γιώργος Πίττας αποφασίζει να δημιουργήσει ένα γλωσσάρι της ελληνικής γαστρονομίας, βασισμένο κατά κύριο λόγο στις προσωπικές του εμπειρίες και τα αποτελέσματα των ταξιδιών και των ρεπορτάζ του και πολύ λιγότερο -έως ελάχιστα- στη βιβλιογραφία. Αποτέλεσμα, μια έκδοση που ξεχειλίζει από πληροφορία, γνώση και αγάπη.
Για όσες και όσους ταξιδεύουμε για ρεπορτάζ γαστρονομικού περιεχομένου -και δεν είμαστε πολλοί- ανά την Ελλάδα, η φιγούρα του Γιώργου Πίττα είναι γνωστή και αναγνωρίσιμη. Ένας δίμετρος ασπρομάλλης μουσάτος, με εμφάνιση άχου-και- δεν-με-νοιάζει-τι φοράω, με τεράστιο χαμόγελο και θετική διάθεση, που έχει πάει παντού, πιθανόν και πριν από σένα, αλλά είναι έτοιμος να πάει και όπου του πεις ότι θα βρει πληροφορία γνήσια, ενδιαφέρουσα, με «ψαχνό». Τους μήνες του κορωνοϊού ο Πίττας κλείστηκε μέσα, δούλεψε και ετοίμασε άλλο ένα βιβλίο. Αυτή τη φορά με μορφή λεξικού και αντικείμενο την ελληνική γαστρονομία. Πήραμε στα χέρια μας το πρώτο δείγμα, το διαβάσαμε και στη συνέχεια κάναμε μια κουβέντα με τον Γιώργο, φίλο και σύντροφο σε πολλά τραπέζια. Σας τη μεταφέρω.
Πότε σας μπήκε η ιδέα για ένα βιβλίο με μορφή λεξικού; Δεν μας είχατε συνηθίσει σε τέτοιες επιλογές. Ή μήπως «Οι Θησαυροί της Ελληνικής Γαστρονομίας» ήταν ο προάγγελος αυτού;
Ολα τα βιβλία μου έχουν ένα είδος κατηγοροποίησης και ταξινόμησης, από τις «Ταβέρνες της Αθήνας», τα «Καφενεία της Ελλάδας», τα «Πανηγύρια του Αιγαίου» ως τους «Θησαυρούς της Ελληνικής Γαστρονομίας», απλώς ήταν θεματικώς εξειδικευμένα. Το «Αλφαβητάρι» γράφτηκε όχι τόσο πολύ για τα ενδιαφέροντά μου, που είχαν ήδη διαφανεί στα προηγούμενα βιβλία μου, αλλά θέλοντας να μπω στη θέση ενός περιηγητή με ανησυχίες, αλλοδαπού ή Έλληνα. Επιχείρησα λοιπόν να παρουσιάσω την αυθεντική Ελλάδα μέσα από ένα ταξίδι σε τουριστικούς προορισμούς όπου η γαστρονομία παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας και του πολιτισμού κάθε τόπου.
Με ποιον τρόπο επιλέξατε τα λήμματα;
Πρόθεσή μου ήταν να παρουσιάσω μια ολιστική εικόνα της ελληνικής γαστρονομίας: όχι μόνο μόνο τα προφανή τρόφιμα, εδέσματα, πρόσωπα -τους γνωστούς πρωταγωνιστές των ΜΜΕ-, αλλά να συμπεριλάβω τοπικές αγορές, τοπία γαστρονομικού ενδιαφέροντος, πανηγύρια, χαρακτηριστικές συμπεριφορές του Ελληνα και πρόσωπα που διαμόρφωσαν την ελληνική γαστρονομία. Αρα στο «Αλφαβητάρι» έπρεπε να συνυπάρξουν ένα διευρυμένο θεματικά περιεχόμενο, μια διαφορετικών επιπέδων γαστρονομική προσφορά και βέβαια μια στοιχειώδης χωρική δικαιοσύνη έτσι ώστε να συμπεριληφθούν όσο περισσότερες περιοχές.
Σημαίνει κάτι ιδιαίτερο η αναφορά σε κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, ξενοδοχεία ή ταβέρνες; Τα θεωρείτε ως τα καλύτερα που πρέπει να μνημονευτούν;
Με κανέναν τρόπο δεν θεωρώ ότι είναι τα καλύτερα, απλώς έπρεπε να παρουσιάσω -απ’ όσα ξενοδοχεία και ταβέρνες φυσικά έχω
γνωρίσει- τα άκρως χαρακτηριστικά δείγματα, όπως ο «Ντουνιάς» στη Δρακώνα, ο «Ναπολέων» στους μοναχικούς αλλά πανέμορ φους Καλαρρύτες ή το ιστορικό «Δίπορτο» στην Αθήνα. Το να διαλέξω ενδεικτικές περιπτώσεις από κάθε κατηγορία δεν ήταν και ό,τι
το ευκολότερο. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε γενικώς και αορίστως για γαστρονομία και αξίες αν δεν τις ορίζουμε, δεν βάζουμε ονόματα και διευθύνσεις. Η αλήθεια είναι ότι θα ήμουν πιο αντικειμενικός αν έβγαζα ένα «Αλφαβητάρι» με 1.000 λήμματα!
Εχετε ταξιδέψει την Ελλάδα οριζοντίως και καθέτως. Εάν ένας ξένος επισκέπτης που έρχεται για πρώτη φορά στη χώρα σάς ρωτούσε για τη γαστρονομία της, πού και πώς θα την ανακαλύψει, τι θα του απαντούσατε;
Να ξεκινήσει από τις δημοτικές αγορές, τις ψαραγορές, τις λαϊκές. Να γνωρίσει τα τοπικά προϊόντα, τους ανθρώπους της αγοράς και της παραγωγής σε κάθε τόπο που ταξιδεύει. Από εκεί και πέρα πρέπει να ξέρει τι ψάχνει, και είναι σίγουρο ότι θα το βρει.
Η γαστρονομία μας είχε στενές σχέσεις με τη θρησκεία, τα έθιμα και τον κύκλο του χρόνου. Βλέπετε και σε ποιες περιοχές να επιβιώνουν;
Όπου επιβιώνει η κτηνοτροφική και η αγροτική παραγωγή διατηρούνται τα στοιχειώδη της παραδοσιακής κοινωνίας, ο σεβασμός της φύσης, το θρησκευτικό συναίσθημα, η τήρηση των εθίμων και η τοπική γαστρονομία. Εκεί οι γιορτές δεν έχουν χάσει τη σημασία τους, αλλά εκτός της χαράς επιβεβαιώνουν την κοινωνική και πολιτισμική συνοχή της κοινότητας και φυσικά αποκαλύπτουν τη γενναιόδωρη και φωτεινή πλευρά του Ελληνα.
Τα κείμενα και οι φωτογραφίες, για όσους σας γνωρίζουν, φωνάζουν από μακριά «Πίττας». Εχουν ταυτόχρονα παιγνιώδη και τρυφερή ματιά, χωρίς να δίνουν σημασία σε «τεχνικές λεπτομέρειες», αλλά πατώντας στο συναίσθημα. Σας έχει βοηθήσει αυτή η προσέγγιση στη δουλειά σας ή την έκανε δυσκολότερη;
Ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισα τα θέματά μου ήταν ο μοναδικός που μπορούσα. Αν το καλοσκεφτείς, ενώ ασχολούμαι με αντικεί-
μενα και χώρους -όπως προϊόντα, ταβέρνες, καφενεία, πανηγύρια-, τελικά μιλώ για τους τόπους της «αγίας καθημερινότητας», όπου ουσιαστικά πρωταγωνιστούν οι άνθρωποι, οι δράσεις τους, οι δημιουργίες τους, τα συναισθήματά τους και οι σχέσεις τους. Αυτό που με ένοιαζε ήταν να χαθώ μέσα σ’ αυτά και να μάθω, να γευτώ, να πιω, να τραγουδήσω και τελικά να αποτελέσω κι εγώ ένα κομμάτι του θέματός μου. Αυτό που έχανα από την «τε- χνική αρτιότητα» και την έλλειψη προσοχής και νηφαλιότητας το κέρδιζα από την επικοινωνία με το περιβάλλον και την επαφή με τη ζωή. Από τη μια πλευρά, στα θετικά της επιλογής μου προσμετρώ βιωματικά κείμενα και φωτογραφίες, υπέροχες στιγμές ανθρώπινης υπέρβασης, και στα αρνητικά, σπασμένες φωτογραφικές μηχανές, χαμένα εργαλεία, χαμένα μυαλά. Συμπερασματικά, είναι ένας άκρως θετικός απολογισμός.
Δείτε επίσης
Επανέκδοση του «A Taste of Greece: Recipes, Cuisine & Culture»
Nέο ebook για τη Σαντορίνη από τον Master of Wine Γιάννη Καρακάση