Σύμφωνα με το τμήμα καταναλωτή του ΠΑΚΟΕ (Πανελλήνιο Κέντρο Οικολογικών Ερευνών), το 2017 έχουν γίνει περισσότερες από 3000 καταγγελίες σχετικές με νοθευμένα τρόφιμα που κυκλοφορούν στην αγορά.
Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση, αξιολογώντας το περιεχόμενο των καταγγελιών μέσα από δειγματοληψίες, χημικές και μικροβιολογικές αναλύσεις, αποδείχθηκε από διάφορα δείγματα τροφίμων που πήραν από διάφορα σημεία πώλησης, ότι σε ποσοστό 64% τα τρόφιμα ήταν νοθευμένα ή ακατάλληλα για κατανάλωση. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το κομμάτι των γαλακτοκομικών βρέθηκε ότι το 40% των δειγμάτων ήταν ακατάλληλο για κατανάλωση είτε λόγω περασμένης ημερομηνίας λήξεως, ή λόγω μόλυνσής τους από κολοβακτηρίδια, ή επιβάρυνσής τους από αντιβιοτικά. Επίσης σε γιαούρτια διαπιστώθηκε ύπαρξη συντηρητικών και σε πολλά παγωτά η ανυπαρξία γάλακτος καθώς και η προσθήκη σκόνης γάλακτος και συνθετικών χρωμάτων. Ακόμα, παρατηρήθηκε νοθεία στη φέτα που σερβίρεται σε ταβέρνες και εστιατόρια, η οποία παρ ‘όλο που είναι λευκό τυρί, πωλείται ως τυρί φέτα από αιγοπρόβειο γάλα. Δεν υπάρχει ελεγκτικός μηχανισμός για να διαπιστώσει ότι, δυστυχώς, στην περίοδο του καλοκαιριού και μέχρι και το Νοέμβριο, κυκλοφορούν σε όλα τα μαγαζιά και super market γάλατα και γιαούρτια, πρόβειου και κατσικίσιου, πράγμα το οποίο απαγορεύεται επειδή την περίοδο αυτή δεν γαλακτοφορούν τα ζώα αυτά.
Στα αλλαντικά, σε ποσοστό 67% των δειγμάτων, η περιεκτικότητα σε νιτρώδη και νιτρικά βρέθηκε υψηλότερη κατά 150% του επιτρεπόμενου ορίου. Στους χυμούς παρατηρήθηκαν σοβαρές παραπλανήσεις του καταναλωτικού κοινού ως προς το τι πραγματικά περιέχουν οι συσκευασίες που αναγράφουν για λόγους προώθησης του προϊόντος τη φράση «φυσικός χυμός», ενώ περιέχουν ένα μίγμα νερού και χρωστικών ουσιών με άρωμα από φρούτο.
Στα αναψυκτικά η περιεκτικότητα του φυσικού χυμού σε ποσοστό 72% των δειγμάτων, βρέθηκε χαμηλότερη κατά 50% από το επιτρεπτό όριο. Βρέθηκαν επίσης στην αγορά αναψυκτικά που μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ως φαρμακευτικά προϊόντα και δεν θα έπρεπε να καταναλώνονται αβίαστα από παιδιά και να πωλούνται σε καταστήματα που έχουν άδεια «μπακάλικου» (καταστήματα βιολογικών τροφών).
Στα εμφιαλωμένα νερά παρατηρήθηκαν σοβαρότατες παρατυπίες στους όρους διακίνησης, αποθήκευσης και διάθεσής τους. Ακόμα, σοβαρές ήταν και οι ανακρίβειες που αναγράφονται στις ετικέτες και αφορούν τους ελέγχους του Γενικού Χημείου του Κράτους, οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίζονται ελλιπείς, λόγω του ότι είναι εξαιρετικά περιορισμένες έως ελάχιστες για το πλήθος των εμφιαλωμένων νερών που κυκλοφορούν στην ελληνική επικράτεια. Η διακίνηση δε και η διάθεση των εμφιαλωμένων νερών, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες και στις περιοχές των νησιών μας, γίνεται κάτω από απαράδεκτες συνθήκες, με ξεσκέπαστα φορτηγά κάτω από τον καυτό ήλιο και με θερμοκρασίες πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου, όταν το όριο είναι 18 βαθμοί Κελσίου. Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε το μικροβιακό φορτίο από κολοβακτηρίδια και εντερόκοκκους που βρέθηκε στα εμφιαλωμένα νερά, το οποίο ήταν επικίνδυνα υψηλό για τη δημόσια υγεία στο 20% των δειγμάτων.
Στα λαχανικά, διαπιστώθηκε η ύπαρξη υψηλών συγκεντρώσεων φυτοφαρμάκων, νιτρικών, βαρέων μετάλλων (εξασθενές χρώμιο, μόλυβδος, υδράργυρος). Στο ψωμί και στα αρτοσκευάσματα βρέθηκαν 4 απαγορευμένα βελτιωτικά και προσθετικά σε ποσοστό 40% των δειγμάτων.
Στο ελαιόλαδο διαπιστώθηκε νοθεία σε ποσοστό 75% των δειγμάτων (το πρόσφατο σκάνδαλο του ηλιέλαιου αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος. Η παραπλάνηση δε του καταναλωτή σε όσα αναφέρονται στις ετικέτες των φιαλών είναι απερίγραπτη. Διαπιστώθηκε ότι: αναφέρονται ως ελαιόλαδα πυρηνέλαια, λάδια πολυκαιρισμένα με άσχημη οσμή, που αναμειγνύονται με λάδια νέας σοδειάς και κυκλοφορούν στην αγορά σαν ελαιόλαδα. Παρατηρήθηκε η ύπαρξη καρκινογόνων χρωστικών σε ποσοστό 31% των δειγμάτων.
Το ΠΑΚΟΕ σημειώνει ότι έχει ήδη προβεί στις απαραίτητες νομικές ενέργειες προκειμένου να υπερασπιστεί την προστασία της δημόσιας υγείας και συστήνει στους καταναλωτές, μεταξύ άλλων, να μελετούν πολύ προσεκτικά τις ημερομηνίες λήξεως και τις ετικέτες των προϊόντων, να καταγγέλλουν κάθε τι που αντιλαμβάνονται σε αρμόδιους φορείς και υπηρεσίες, να μην αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες ευάλωτων τροφίμων και να ασχολούνται οι ίδιοι με το φαγητό των παιδιών τους.