Το Gin Tonic είναι από τα πιο γνωστά κλασικά κοκτέιλ που φτιάχνεται με την ανάμειξη δύο μόνο υλικών, gin και tonic, έχει έντονα βοτανική γεύση, είναι αρκετά αρωματικό και έχει αμέτρητους φαν σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Αν στο τέλος της μέρας – νύχτας ρωτήσετε κάποιον bartender ποιο ποτό έφτιαξε περισσότερες φορές στη βάρδιά του, σίγουρα η απάντηση θα είναι «Gin Tonic». Κι αυτό δεν οφείλεται στην απλή του παρασκευή (δύο υλικά στο ποτήρι, πάγος, μια γρήγορη ανάδευση και έτοιμο), αλλά στη μεγάλη δημοτικότητα που έχει. Ο βοτανικός και έντονα αρωματικός χαρακτήρας του, ο οποίος εξαρτάται από το gin που θα χρησιμοποιηθεί, αλλά και οι γλυκές νότες μαζί με τις φυσαλίδες του tonic που γαργαλάνε τον ουρανίσκο το κάνουν ένα ευχάριστο και ευκολόπιοτο ποτό.
Πάμε να δούμε, όμως, πώς έφτασε αυτό το λευκό, κατά κύριο λόγο, κοκτέιλ μέχρι τις μέρες μας. Όλα ξεκίνησαν στις αρχές του 19ου αιώνα με την εγκατάσταση των βρετανικών στρατευμάτων στην Ινδία. Εκείνη την περίοδο η ελονοσία θέριζε τους στρατιώτες αλλά και Βρετανούς υπηκόους. Οι γιατροί προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματά της με τη χρήση της κινίνης, η οποία, όπως είχε αποδειχθεί χρόνια πριν, είχε αναλγητικές ιδιότητες και ήταν ένα καλό αναλγητικό κατά του υψηλού πυρετού. Εδώ να σας αναφέρω ότι τη χρήση της κινίνης την είχε δοκιμάσει με θετικά αποτελέσματα το 1630 η κόμισσα του Chinchon που ζούσε στο Περού και νοσούσε από ελονοσία.
Η κινίνη, λοιπόν, που προέρχεται από τον φλοιό του δέντρου Quinquina, ήταν έντονα πικρή, έτσι οι Βρετανοί για να μπορούν να την καταναλώνουν πιο εύκολα, έφτιαξαν το Indian Tonic Water, ένα ρόφημα με ζάχαρη, χυμό μοσχολέμονου, αλλά και σόδα. Για μεγιστοποίηση της «θετικής δράσης» της κάποιοι προσέθεταν και gin. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το Gin Tonic, για το οποίο αργότερα ο Βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ θα πει: «Το Gin Tonic έσωσε περισσότερους Βρετανούς απ’ ό,τι όλοι οι γιατροί της Αυτοκρατορίας».
Σήμερα, τα tonic δεν έχουν τόσο κινίνη αλλά έχουν περισσότερη ζάχαρη, πράγμα που τα κάνει λιγότερο πικρά και περισσότερο ευχάριστα και ελκυστικά για το ευρύ κοινό. Βέβαια υπάρχουν πλέον και εκείνα που δεν διαθέτουν καθόλου ζάχαρη. Η μεγάλη ποικιλία από tonic, αλλά και από πολλά και διαφορετικά gin έδωσε την ευκαιρία στους bartenders για πολλά «πειρά(γ)ματα»: διαφορετικά ποτήρια και τρόποι σερβιρίσματος, αλλά και προσθήκη επιπλέον συστατικών. Για παράδειγμα, τα Gin Tonic που σερβίρουν στην Ισπανία. Οι Ίβηρες, λοιπόν, χρησιμοποιούν μπαλούν ποτήρια (μοιάζουν με εκείνα του κόκκινου κρασιού) ώστε να χωράει αρκετός πάγος, πολύ tonic, βότανα αλλά και φρούτα ώστε να έχουν ένα αρωματικό και ανάλαφρο αποτέλεσμα.
Το Gin Tonic μπορεί να είναι εύκολο ποτό ως προς την παρασκευή του, όμως θα πρέπει να είστε προσεκτικοί τόσο στην αναλογία των δύο βασικών του υλικών όσο βέβαια και στον συνδυασμό τους. Με λίγα λόγια, όλα τα gin δεν ταιριάζουνε με όλα τα tonic. Υπάρχουν κάποια gin που έχουν πολύ αρωματικό και βοτανικό χαρακτήρα, όποτε σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να επιλέξετε ένα tonic ουδέτερο για να αφήσετε να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά του αποστάγματος. Από την άλλη, υπάρχουν tonic που εμπλουτίζουν τη γεύση και τα αρώματα του gin. Φυσικά, όλα αυτά είναι θέμα γούστου του καθενός. Εκείνο πάντως που θα πρέπει να προσέξετε είναι ο πάγος. Ένας κακός πάγος μπορεί να χαλάσει το τελικό αποτέλεσμα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα ποτά ή κοκτέιλ που συμμετέχει.