Πώς συνέβη αυτό –το ας το πούμε παράδοξο– και ένα ποτό όπως η μπίρα που πριν από 200 χρόνια ήταν παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα υπερκέρασε θριαμβευτικά σε κατανάλωση το κρασί;
«Ο κύκλος εργασιών, σε αξία, του συνόλου του ελληνικού κρασιού, των εξαγωγών συμπεριλαμβανομένων, είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο της μεγαλύτερης ζυθοποιίας στην Ελλάδα, της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας», ο οποίος –ειρήσθω εν παρόδω– κινείται πέριξ του μισού δισ. ευρώ. Η δήλωση αυτή, η οποία ίσως κάποιους τους εκπλήσσει, ανήκει στον Στέλιο Μπουτάρη, νεοεκλεγέντα πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, της κλαδικής οργάνωσης που εκπροσωπεί την πλειονότητα της οινοποιίας στη χώρα μας. Παραδοχή ήττας, προφανώς, για έναν λαό με μακρά παράδοση στο κρασί, αλλά από την άλλη εντυπωσιακή επιτυχία για την μπίρα, ένα ποτό που πριν από 200 –και κάτι λιγότερο– χρόνια ήταν παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα. Πώς συνέβη αυτό το ας το πούμε παράδοξο;
Μία αφρώδης διαδρομή
Η ιστορία αρχίζει κάπου στα 1832, όταν φτάνει στη χώρα ο ελέω Θεού –και Μεγάλων Δυνάμεων– πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, ο βαυαρικής καταγωγής Όθων. Φυσικά δεν έρχεται μόνος, ήταν, βλέπετε, νεαρός τότε και χρειαζόταν προστασία. Ένα τσούρμο παρατρεχάμενων, κάθε βαθμίδας και ειδικότητας, τον συνοδεύει, μαζί και ένα σώμα 3.500 στρατιωτικών. Όλοι Βαυαροί, που βέβαια δεν ξεχνούν τις συνήθειες της πατρίδας τους, ανάμεσα σε αυτές και την μπίρα. Αρχικά, το αγαπημένο τους ποτό εισάγεται σε βαρέλια κυρίως από το Μόναχο, αλλά σιγά-σιγά εμφανίζονται στην Αθήνα και τον Πειραιά μικρές τοπικές ζυθοποιίες που λειτουργούν ταυτόχρονα και ως ζυθοπωλεία, προσελκύοντας όχι μόνο την αλλοδαπή πελατεία, αλλά και την «καλή κοινωνία» της ολοκαίνουριας πρωτεύουσας. Δημιουργοί τους, τουλάχιστον στο ξεκίνημα, μέλη της βαυαρικής κοινότητας, άλλοι σπουδαγμένοι ζυθοποιοί και άλλοι αυτοδίδακτοι. Ιστορικές πηγές σώζουν τα ονόματα των Μέλχερ, Βάβεκ, Φίσερ και Κλάιν, αλλά δεν καταγράφουν ποιος από αυτούς ήταν ο ιδιοκτήτης της πρώτης χειροκίνητης ζυθοποιίας, που φαίνεται να ιδρύθηκε το 1840. Αργότερα θα ακολουθήσουν και αρκετοί Έλληνες, όπως ο Τσοκαρόπουλος στο Νέο Φάληρο και ο Μπερνιουδάκης στον Πειραιά.
Όμως, κανείς δεν συνδέθηκε με την, πρώιμη τουλάχιστον, ιστορία της στην Ελλάδα όσο ο Johann Fuchs ή Ιωάννης Φίξ, όπως εξελλήνισαν αργότερα το όνομά του. Γιος ενός Βαυαρού μεταλλειολόγου στα μεταλλεία της Κύμης και του Λαυρίου, εργάστηκε αρχικά στα ανάκτορα και μετά την έξωση του Όθωνα ασχολήθηκε με τη ζυθοποιία, ξεκινώντας από μια μικρή εγκατάσταση στο Παλαιό Ηράκλειο, εκεί όπου είχε δημιουργηθεί η «Βαυαρική Στρατιωτική Αποικία Ηρακλείου», με κτήματα, που μοίρασε ο βασιλιάς στους ακολούθους του. Το Κτήμα Φιξ υπάρχει και σήμερα, ενώ στην ίδια περιοχή βρίσκεται και το Κτήμα Μάμου, μιας ακόμα οικογένειας που άφησε το αποτύπωμά της στην ιστορία της ελληνικής ζυθοποιίας
Στη συνέχεια, κάπου στα 1868, ο Ιωάννης Φιξ μετέφερε τη δραστηριότητα στο Κολωνάκι, που τότε ήταν μάλλον εξοχή, και μερικά χρόνια αργότερα αγόρασε ένα πολύ μεγάλο κτήμα στην περιοχή Γαργαρέττα, όπου έχτισε ένα σύγχρονο για την εποχή του ζυθοποιείο, με μηχανήματα που έφτασαν από το Μόναχο. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Φιξ, το 1895, ο διάδοχός του Κάρολος Φιξ και οι επίγονοί του, μέσα από σκληρές εμπορικές συγκρούσεις, αλλά και καινοτόμες για την εποχή πρακτικές, κατάφεραν να εγκαταστήσουν ένα είδος πανελλαδικού μονοπωλίου, οδηγώντας σε πτώχευση ή/ και εξαγοράζοντας τους ανταγωνιστές τους. Όπως τους αδελφούς Κλωναρίδη, τους οποίους έχει μείνει να θυμίζει η ομώνυμη γειτονιά στα Πατήσια, όπου βρισκόταν το εργοστάσιό τους, ή τη ζυθοποιία Όλυμπος-Νάουσα της Θεσσαλονίκης των Μισδραχί και Φερναντέζ. Η μπίρα Φιξ πρακτικά μονοπωλεί την αγορά μέχρι το 1963, όταν η τότε κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου δίνει άδεια ίδρυσης ζυθοποιείου σε τρεις Έλληνες επενδυτές που συνεργάζονται με την ολλανδική οικογένεια Heineken, δημιουργώντας την Αθηναϊκή Ζυθοποιία και «λανσάροντας» την Amstel. Μέσα σε λίγα χρόνια η Amstel κατακτά δεσπόζουσα θέση στις προτιμήσεις των καταναλωτών και η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, τη μερίδα του λέοντος στην αγορά, παράγοντας επίσης δημοφιλείς ετικέτες όπως οι Heineken, Mamos, Fischer, Άλφα και Νύμφη, ενώ παράλληλα εισάγει μπίρες από όλο τον κόσμο.
Αντίθετα, η εταιρεία Φιξ, μετά το σπάσιμο του «μονοπωλίου», ακολουθεί φθίνουσα πορεία, μέχρι την κατάρρευσή της στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Σήμερα, ισχυρή παρουσία, εκτός από τα σήματα της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, έχουν οι μπίρες Mythos και Φιξ της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας, που ανήκει στον όμιλο Carlsberg, και οι ελληνικών συμφερόντων Βεργίνα της Ζυθοποιίας Μακεδονίας-Θράκης και ΕΖΑ της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης. Οι τέσσερις αυτές εταιρείες κατέχουν πάνω από το 85% της αγοράς, ενώ το υπόλοιπο μοιράζεται ανάμεσα στα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» και τις μικρές ή πολύ μικρές ζυθοποιίες. Πάντως, αρκετές μικροζυθοποιίες, των οποίων ο αριθμός αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς, παρά την περιορισμένη τους εμβέλεια, προσφέρουν ενδιαφέρουσες ετικέτες που αξίζει κανείς να δοκιμάσει.
Και λίγη μακρινή ιστορία
Πότε, πώς και πού παρασκευάστηκε η πρώτη μπίρα αποτελεί ακόμα αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι η αρχή της δημιουργίας της βρίσκεται στην περιοχή της Μεσοποταμίας, ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, κάπου στο 3000 π.Χ., ή και παλιότερα, όπως δηλώνουν αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και γραπτές πηγές. Παρότι ως ποτό δεν ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες, γίνονται μάλιστα αναφορές στον «κρίθινο οίνο», δεν μπήκε στην καθημερινότητά τους, όπως δεν μπήκε και στων Ρωμαίων, που προτιμούσαν το κρασί.
Αντίθετα, οι βόρειες χώρες, όπου η καλλιέργεια του αμπελιού δεν ήταν εύκολη, υιοθέτησαν την μπίρα. Στα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα, η ζυθοποιία εξελίχθηκε χάρη στους μοναχούς, αν και η μεγαλύτερη παραγωγή γινόταν σε επίπεδο νοικοκυριών. Μετά τον 15ο αιώνα η μπίρα αρχίζει να παίρνει τη σημερινή της μορφή, με βασικά συστατικά το κριθάρι, τη μαγιά, το νερό και τον λυκίσκο. Το 1516, ο νόμος «περί καθαρότητας», του Δούκα της Βαυαρίας, που ισχύει μέχρι σήμερα, θα αποτελέσει τον «πιλότο» για τη ζυθοποιία, η οποία σταδιακά περνάει από την οικοτεχνία στη μεσαία και μεγάλη βιομηχανική παραγωγή
Οι τύποι της μπίρας
Με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία, με την οποία εναρμονίστηκε πρόσφατα και η ελληνική, η μπίρα παράγεται με την αλκοολική ζύμωση ζυθογλεύκους, που προέρχεται από αμυλούχες και σακχαρούχες πρώτες ύλες, όπως βύνη κριθαριού, βύνη σίτου, καλαμπόκι, άλλα δημητριακά, ρύζι, αλλά και ζάχαρη, σιρόπι μαλτόζης ή σιρόπι γλυκόζης. Σε χοντρές γραμμές, μπορούμε να διακρίνουμε τις μπίρες ανάλογα με το είδος των πρώτων υλών, όπως για παράδειγμα οι «σταρένιες» ή όσες στην παραγωγή τους συμμετέχουν το ρύζι, το καλαμπόκι, ή και φρούτα. Ακόμα, ανάλογα με το είδος της μαγιάς που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τους, με βασικές κατηγορίες τις τύπου Lager, που είναι και οι περισσότερο διαδεδομένες, τις Ale και τις Lambic. Στις πρώτες, οι οποίες ζυμώνουν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες και χρειάζονται μεγαλύτερο χρόνο ωρίμασης, χρησιμοποιούνται μαγιές που μετά την ολοκλήρωση της ζύμωσης καθιζάνουν στον πυθμένα της δεξαμενής, γι’ αυτό λέγονται και βυθοζύμωτες, ενώ στις Ale, οι οποίες ζυμώνουν σε θερμοκρασίες 15-200C, αποκτώντας πιο φρουτώδη χαρακτήρα, οι ζύμες, ανεβαίνουν στην επιφάνεια, γι’ αυτό λέγονται αφροζύμωτες.
Στις Lambic, οι οποίες παράγονται κυρίως στο Βέλγιο, η ζύμωση γίνεται αυθόρμητα, με άγριες ζύμες, που υπάρχουν στο περιβάλλον. Υποκατηγορία των Lager είναι οι Pilsner, ενώ στις Ale ανήκουν, οι Porter, Stout, Weiss και Trappist. Ανάλογα με την περιεκτικότητα σε αλκοόλ, οι μπίρες χωρίζονται σε δυνατές (πάνω από 8% αλκοόλης), μέτριες (5- 8% αλκοόλης) και ελαφριές (1,2%-5% αλκοόλης), ενώ χωρίς αλκοόλ θεωρείται όταν δεν ξεπερνά το 0,5%. Το χρώμα της μπίρας εξαρτάται κυρίως από το είδος της βύνης και αποτελεί ίσως την ευκολότερη διάκριση, με τη χρωματική παλέτα να κινείται από το ανοιχτόξανθο μέχρι το καστανόμαυρο.
Διαβάστε επίσης
Οι Έλληνες και το τσίπουρο – Η σχέση μας με το πιο «κοινωνικό ποτό», η ιστορία και τα είδη του