Το φαγητό αργά αλλά σταθερά αλλάζει, έχει ξαναγεννηθεί η ανάγκη και η διάθεση των μαγείρων να συνδεθούν με την πρώτη τους ύλη από την ώρα που εκείνη γεννιέται.
Ο παππούς μου ο Μανώλης είχε μέσα στο λιόφυτό μας μια καλύβα φτιαγμένη από ξερά καλάμια. Δεν ήταν καμιά σπουδαία κατασκευή, αλλά μέσα έβρισκες όλα τα χρειαζούμενα για τις αγροτικές του εργασίες. Εργαλεία για να καλλιεργεί το χωράφι, σκαπέτια και κλαδοψάλιδα, σύρματα και υποστυλώματα, τα καπέλα του, το παγούρι του και πολλά μεταλλικά κονσερβοκούτια γεμάτα διαφορετικούς σπόρους. Αυτά τα μαγικά πολύχρωμα κουτάκια μού άρεσαν πολύ. Ανέβαινα σε ένα ξύλινο κούτσουρο που είχε για κάθισμα για να τα φτάσω και τα χάζευα. Άλλοι σπόροι ήταν κίτρινοι, άλλοι κοκκινωποί και άλλοι πράσινοι, άλλοι καφέ και άλλοι μαύροι και όταν ανακινούσες τα κουτιά έκανε το καθένα διαφορετικό θόρυβο.
Κάθε εποχή που φύτευε το μποστάνι μας διάλεγε τους κατάλληλους σπόρους και τους τοποθετούσαμε παρέα μέσα στα φρεσκοοργωμένα αυλάκια, ενώ διοχετεύαμε νερό από τη μικρή στέρνα που είχαμε στην πάνω μεριά του χωραφιού. Μετά από λίγες μέρες έσκαγαν οι τρυφεροί βλαστοί και μέσα σε μερικές εβδομάδες γέμιζε το μποστάνι μας με όλα τα καλά του Θεού. Δεν ήταν μια εύκολη δουλειά. Ακόμα θυμάμαι το λαμπύρισμα του καυτού ήλιου πάνω στις χοντρές στάλες του ιδρώτα του, τις φουσκάλες στα χέρια του από το τσάπισμα, μα και τη γλυκιά του γκρίνια για τους πόνους στη μέση. Θυμάμαι, όμως, τις κατακόκκινες ζουμερές καλοκαιρινές ντομάτες, τα τραγανά μας αγγούρια και αντζούρια που καθώς τα μασουλούσαμε σειόταν το είναι μας, τα βοτανικά μας ολόδροσα φασολάκια, τα χρυσοκίτρινα καλαμπόκια, τους εύθραυστους και ντελικάτους κολοκυθανθούς, τις μικρές μας πράσινες πιπεριές και τις ολόγλυκες μελιτζάνες. Θυμάμαι το ψάθινο καλάθι του να γεμίζει και να το μεταφέρουμε στο σπίτι για να αναλάβει δράση η μαγείρισσα του σπιτιού, η οποία οργάνωνε την κατσαρόλα και το ταψί της με βάση το περιεχόμενό του.
Σήμερα πολλοί από αυτούς τους μαγικούς σπόρους έχουν πια χαθεί και μαζί με αυτούς έχει χαθεί και ένα μέρος από τη μαγική γεύση των καρπών τους. Όμως, έχει ξαναγεννηθεί η ανάγκη και η διάθεση των μαγείρων να συνδεθούν με την πρώτη τους ύλη από την ώρα που εκείνη γεννιέται. Όλο και περισσότεροι από εμάς ψάχνουν σπόρους, ψάχνουν μικρά χωράφια, φυτεύουν οι ίδιοι, συλλέγουν τους καρπούς και μαγειρεύουν με βάση τα δώρα που τους δίνει το μποστάνι. Το φαγητό αλλάζει. Οι πολύπλοκες τεχνικές έρχονται σε δεύτερη μοίρα και η αλήθεια της πρώτης ύλης σε πρώτη, δίνοντας μαζί με μια προσεγμένη μαγειρική πλούσια νοστιμιά και ανεπιτήδευτη εκφραστικότητα.
Αφουγκράζομαι τη μουσική των σπόρων μέσα στα κονσερβοκούτια του παππού μου και εύχομαι να γεμίσουμε ξανά τα μποστάνια μας με τη νοστιμιά των σπουδαίων καρπών τους. Είμαι αισιόδοξος.
Πίνακας ανοίγματος: Aimé Perret, The lettuce patch
Διαβάστε ακόμη
Οι μάγειρες, το φαγητό και η αλήθεια του
Μάγειρες του δοκιμαστικού σωλήνα ή μάγειρες σε πραγματικές συνθήκες;