Όταν ήμουν πιτσιρίκα, πολύ πιτσιρίκα, η γιαγιά, μετά τον θάνατο του παππού, ήρθε να μείνει μαζί μας. Ογδόντα χρόνων ήδη, αλλά ζωηρή και ζωντανή σαν κοπελούδα, ανέλαβε άμεσα αρμοδιότητες και απαίτησε πλάι στην ηλεκτρική κουζίνα να εγκατασταθεί και μία γκαζιού με τρεις εστίες. Είχε αποφασίσει όχι μόνον ότι θα μαγείρευε για εμάς, αλλά και ότι θα το έκανε με τον δικό της τρόπο, που ειλικρινώς ήταν νοστιμότατος. Φυσικά το ίδιο συνέβαινε και στο πατρικό σπίτι στο Άργος, αλλά και στην πατρική εστία της μητέρας μου. Η ηλεκτρική κουζίνα δεν μαγείρευε εξίσου νόστιμα, τελεία και παύλα. Και όταν επρόκειτο να ετοιμαστεί φαγητό φούρνου, πήγαινε στο αρτοποιείο της γειτονιάς για ψήσιμο, που επίσης έψηνε πολύ καλύτερα, επίσης τελεία και παύλα.
Κάποια στιγμή η γιαγιά «έφυγε» από κοντά μας και μαζί της οι εστίες γκαζιού και τα ψησίματα στον φούρνο της γειτονιάς. Η ηλεκτρική κουζίνα πήρε την πρωτοκαθεδρία και κανείς δεν την αμφισβήτησε έκτοτε.
Μέχρι σήμερα δεν το είχα σκεφτεί κι εγώ. Εννοώ μέχρι να εξαγγελθούν τα μέτρα για το ηλεκτρικό ρεύμα. Διότι στις πλέον ενεργοβόρες συσκευές συγκαταλέγονται πρώτα ο φούρνος και ακολούθως οι εστίες. Γιατί όλα τα άλλα τα κόβουμε, το πιστολάκι, τον πολύ θερμοσίφωνα -ας είναι καλά τα γαλλικά αρώματα-, τον βραστήρα, ό,τι τέλος πάντων. Με το μαγείρεμα όμως τι θα γίνει;
Αναζητώντας λύσεις για τον οικογενειακό προϋπολογισμό που δεν τα πάει και πολύ καλά τον τελευταίο καιρό, σκάλισα το μυαλό μου και οι αναμνήσεις με πλημμύρισαν. Βρέθηκα μάλιστα να κοιτάζω τους πάγκους της κουζίνας μου υπολογίζοντας τι μπορεί να φύγει από επάνω και σε ποιο ντουλάπι θα χωρέσει η φιάλη γκαζιού.
Είναι γεγονός ότι ονειρευόμουν εστίες γκαζιού για γρήγορα σοταρίσματα και ελεγχόμενους χρόνους, αλλά μέχρι σήμερα δεν το είχα καταφέρει. Και μπορεί να μη φτάνουν τα χρήματα για να αντικαταστήσω ολόκληρη την κουζίνα, έχω όμως τη γνώση των γιαγιάδων μου. Με έχει σταματήσει το αισθητικό κομμάτι -παραμένει γεγονός αναμφισβήτητο-, η θέση κάτω από τον απορροφητήρα και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες, τις οποίες έχω αποφασίσει να επιλύσω.
Θα γίνω η γιαγιά μου λοιπόν. Για τα ψητά θα βάζω γάστρες στα μάτια του γκαζιού. Και θα ψάξω να βρω φούρνο που να αναλαμβάνει και φαγητά (η αλήθεια είναι πως τον έχω βρει ήδη). Αφήστε που, όσο το σκέφτομαι, η βεράντα μου είναι πολύ πλατιά και μεγάλη κι έναν ξυλόφουρνο τον χωράει άνετα. Από την άλλη, υπάρχει η λύση της στόφας, της ξυλόσομπας, που κάνει μακράν το καλύτερο μαγείρεμα, και για μαγειρευτό και για φουρνιστό. Θα αρχίσω σταδιακά να αλλάζω τη ζωή μου όπως χρόνια υποσχόμουν στον εαυτό μου, ώστε να μειώσω το ενεργειακό μας αποτύπωμα, εξ ανάγκης και όχι εξ επιλογής πια. Τελεία και παύλα.
Κάποιες φορές, μάλλον τις περισσότερες, η ζωή μας προλαμβάνει και μας δείχνει ποια είναι τα σημαντικά. Οι γιαγιάδες μας ήξεραν τις πραγματικές τους ανάγκες, τώρα θα τις μάθουμε κι εμείς.