Η σχέση σου με το φαγητό παύει να είναι ίδια την πρώτη φορά που κόβεις έναν καρπό, ένα κλωνάρι που μεγάλωσες εσύ.

Ο δυόσμος που αγοράζεις στον μανάβη δεν αντέχει στο ψυγείο ούτε για δυο μέρες, μαυρίζει, ξεραίνεται, τρίβεται και χάνει κάθε άρωμα. Τα φρέσκα φύλλα που κόβεις από τη γλάστρα κάνουν το χέρι σου να μυρίζει με το αιχμηρό πιπεράτο τους άρωμα ακόμη και μετά το πλύσιμο με σαπούνι.

Ο δυόσμος είναι φυτό επιθετικό, απλώνεται και καταλαμβάνει όσο χώρο βρει ελεύθερο, όπως η φύση που απεχθάνεται τα κενά. Αγαπάει το νερό και τον πλάγιο, έμμεσο φωτισμό. Μπορεί να ξεραθεί σε λίγες ώρες και σε ελάχιστα λεπτά να αναστηθεί. Ταιριάζει σε όλα τα λαδερά, στους κεφτέδες και τις καλοκαιρινές σαλάτες, στις φρουτοσαλάτες και τις παγωμένες λεμονάδες. Ο δυόσμος βρίσκεται –θα έπρεπε να βρίσκεται– παντού.

Αυτές είναι παρατηρήσεις ενός παιδιού που μεγάλωσε, που μεγαλώνει, σε μιαν αυλή, σε μια βεράντα με μια πράσινη γλάστρα, σε ένα διαμέρισμα που αγαπούν τα φρέσκα μυρωδικά. Που δεν πιστεύει ότι οι σαλάτες φυτρώνουν στην αποθήκη του σούπερ μάρκετ και δεν φοβάται να λερώσει τα χέρια του με χώμα. Ένα παιδί που βλέπει το φαγητό του να μεγαλώνει σε γλάστρες και σε παρτέρια που φροντίζει μαζί με τους γονείς του σέβεται τον κόπο της παραγωγής, αντιλαμβάνεται τον κύκλο των εποχών, αναγνωρίζει τα σημάδια της ανάπτυξης, της ακμής, της ωρίμανσης, της παρακμής.

Απεμπολήσαμε τη σχέση μας με τη γη όταν αποφασίσαμε να γίνουμε χώρα αστών, μεγαλωμένων σε διαμερίσματα, με μόνη σχέση με το πράσινο κάτι φίκους, λίγες λυμφατικές τριανταφυλλιές και γεράνια στα μπαλκόνια. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα και εκείνη η γη απ’ όπου σχεδόν με το ζόρι μάς έδιωξαν κάποτε ταλαιπωρημένοι γονείς για να σωθούμε γίνεται σήμερα η δική μας σωτηρία.

Τα μποστάνια, τα μικρά οικιακά περιβολάκια δεν είναι ουτοπία. Μπορούμε να γίνουμε μικροί ή λίγο μεγαλύτεροι καλλιεργητές της δικής μας χαράς, της γείωσής μας, της παραγωγής του φαγητού μας έστω και σε έναν μικρό, ελάχιστο βαθμό.