Υπάρχει ένα ανέκδοτο που κυκλοφορεί μεταξύ των Κρητών φίλων και πάει κάπως έτσι: «Τι θαλασσινό μπορείς να φας σε παραθαλάσσια καντίνα ή ταβέρνα στο Λιβυκό; Ε, τι άλλο, αλάτσι φυσικά!». Μολονότι το λένε γελώντας, ανταποκρίνεται πλήρως στην αλήθεια. Είναι πολύ πιο πιθανόν να βρεις εξαιρετικό αρνάκι, κατσίκι, χοιρινό, σπιτίσια κότα ή κοκόρι, κουνέλι, χοχλιούς παρά οτιδήποτε μπορεί να έχει σχέση με τη θάλασσα. Την ντροπή αυτή «ξεπλένουν» οι περιοχές στα δύο άκρα του νησιού, διάσημες για το καλό τους ψάρι και τη διαχείρισή του, η Κίσσαμος στα Χανιά δηλαδή και ο νότος στο Λασίθι.
Οι συχνοί επισκέπτες το γνωρίζουν, οπότε όταν δεν θέλουν κρέας στο τραπέζι επιλέγουν ανάμεσα στα πραγματικά καλά λαδερά και στις σαλάτες που προσφέρονται. Πάντως σίγουρα όχι τα λίγα «υποχρεωτικά» θαλασσινά του μενού, σαν τις ροδέλες καλαμαριού Ατλαντικού και τα πλοκάμια χταποδιού Ειρηνικού.
Αλλά, πάντα υπάρχει ένα αλλά σε κάθε ιστορία, οι επισκέπτες δεν είναι πάντοτε παλιοί ή γνωρίζοντες. Και σίγουρα δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τους ρυθμούς της πόλης και να μπουν στους ρυθμούς αυτού του νέου τόπου που οι ίδιοι επέλεξαν ως προορισμό.
Πριν από λίγα χρόνια διέπραξα ένα τεράστιο σφάλμα, που οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν έλαβα υπόψη μου αυτές τις διαπιστώσεις, ενώ τις γνώριζα και μάλιστα πολύ καλά. Έγραψα λοιπόν για μια λατρεμένη καντίνα στη θάλασσα, με τόνο θαυμαστικό. Για το τοπίο, την αίσθηση, τους ανθρώπους και φυσικά τα φαγητά. Ξεκαθάρισα εξαρχής -προς υπεράσπισή μου- τι ακριβώς σερβίρει και τι παραγγέλνουμε στο τραπέζι μας.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, καθώς καθόμασταν στο αγαπημένο τραπέζι κάτω από τη χαρουπιά, μια παρέα όμορφων κοριτσιών πέρασε δίπλα μας και ο αγαπημένος μου μου σιγοψιθύρισε «αναγνώστριές σου είναι οι κυρίες». Παρεξηγήθηκα, για λίγο, μέχρι που άκουσα 5 λεπτά μετά να ρωτούν τον εμβρόντητο ράστα σερβιτόρο με το παρεό αν είχε σολομό το κατάστημα. Κατέβασα το κεφάλι και παραδέχτηκα ότι ναι, ήταν κατά πάσα πιθανότητα Αθηναίες αναγνώστριές μου.
Ωστόσο, δεν σταμάτησα την καταστροφή εκεί. Το είπα και σε αγαπημένους συναδέλφους που επίσης το επισκέφθηκαν και έγραψαν, έπειτα κάποιοι άλλοι απλώς το αντέγραψαν και έφτασε η καντίνα στο Λιβυκό να γίνει σημείο συνάντησης και τόπος τόσο κοσμικός με όση βέβαια κοσμικότητα αντέχει το συγκεκριμένο σημείο.
Κανένας από τους γράφοντες για αυτό δεν δήλωσε κάτι ψευδές. Σε κανένα κείμενο δεν υπήρχαν ψάρια και θαλασσινά, χταπόδια και γαρίδες, τσιπούρες και λαβράκια, γαύροι και καλαμαράκια. Και όμως. Την επόμενη χρονιά, στις καλοκαιρινές διακοπές στο νησί, η καντίνα ήταν κάτι άλλο. Κάτι άγνωστο, καινούριο και όχι με ευχάριστο τρόπο.
Πάνω στην αμμουδιά, κάτω από τη χαρουπιά, ήρθε υπεύθυνος τραπεζιών να μας πει πού μπορούμε να καθίσουμε. Πού δεν ήταν στο τραπέζι που επί χρόνια καθόμασταν. Έπειτα ήρθε ο σερβιτόρος να μας πει τα πιάτα ημέρας. Που οκτώ στα δέκα είχαν προέλευση θαλασσινή. Έπειτα, κοίταξα γύρω μου, και στα τραπέζια ο κόσμος ήταν άλλος, αλλιώς. Όμως το μαγαζί ήταν γεμάτο, πραγματικά, απελπιστικά γεμάτο.
Βέβαια, δεν σκαρφάλωναν πιτσιρικάδες στο δέντρο πάνω από το κεφάλι μας. Ούτε έτρεχαν παίζοντας με τα σκυλιά τους. Ούτε περνούσαν κεράσματα από τραπέζι σε τραπέζι. Ούτε ενώνονταν παρέες. Αλλά το μαγαζί ήταν γεμάτο. Πραγματικά, απελπιστικά γεμάτο.
Δεν ξαναπήγαμε εκείνη τη χρονιά, ούτε και τις επόμενες. Όχι γιατί δεν αγαπάμε πια τον φίλο και καλό μάγειρα ιδιοκτήτη. Ούτε γιατί το μαγαζί είναι σταθερά γεμάτο. Ούτε γιατί άλλαξε το τοπίο και η θάλασσα. Άλλος είναι ο λόγος και πραγματικά πολύ σημαντικός. Άλλαξε το ίχνος που αφήνουν οι πελάτες της καντίνας στον τόπο. Δεν φτάνουν εκεί για να απολαύσουν, να μπουν στο κλίμα και τους ρυθμούς μιας απόμερης παραλίας στο πιο νότιο σημείο της Ευρώπης.
Δεν μπαίνουν στον κόπο να «ακούσουν» τη μελωδία του τοπίου, τους στίχους των ανθρώπων του. Μεταφέρουν σαν να είναι η οικοσκευή τους τις συνήθειες της πόλης στον τόπο που επέλεξαν για να ξεφύγουν ακριβώς από αυτές. Στο ύφος, στις απαιτήσεις, στους χρόνους, στον ενδυματολογικό κώδικα, στις διατροφικές συνήθειες, στην ένταση.
Δεν έχει ευθύνη ο ιδιοκτήτης; Προφανώς ναι, αλλά εκείνος απολαμβάνει τον τόπο του όπως θέλει όλον τον υπόλοιπο χρόνο. Εάν οι πελάτες θέλουν ψάρι και θαλασσινά, γιατί να τους δυσαρεστήσει. Το έκανε κάμποσες φορές, αλλά δεν έβγαλε άκρη. Η δημοσιότητα και η διασημότητα έχουν τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους.
Του ζήτησα συγγνώμη. Ζητώ δημόσια συγγνώμη και σε όλους τους παλιούς πελάτες και φίλους που έχασαν ένα στέκι αγαπημένο. Αλλά δεν αρκεί.
Παρακαλώ τους αναγνώστες, και προφανώς όχι μόνον τους δικούς μου, όταν διαβάζουν για τη διαφορετικότητα ενός μέρους, να πηγαίνουν εκεί σεβόμενοι αυτό ακριβώς, τη διαφορετικότητά του. Να πηγαίνουν με αυτιά, μάτια και καρδιά ανοιχτά να δεχτούν το νέο και το ξεχωριστό. Από σεβασμό στον τόπο και τους ανθρώπους του και στην ιστορία τους.
Όταν λοιπόν πηγαίνουν σε ταβέρνα στον κρητικό νότο και θέλουν κάτι θαλασσινό να φάνε, ας ζητούν αλάτσι!
ΥΓ. Προφανώς το κείμενο δεν είναι συνολικά αφοριστικό. Υπάρχουν πολύ καλά ψαρομάγαζα στην Κρήτη όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αλλά αυτά -συνήθως- δεν είναι οι καντίνες του νότου.