Η Θεσσαλονίκη έγινε η μοναδική ελληνική πόλη που πέτυχε την ένταξή της στο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων Γαστρονομίας της UNESCO. Αυτή η σημαντική διάκριση που εντάσσει την πόλη σε διεθνείς τουριστικούς χάρτες και ενισχύοντας την ταυτότητα και το brand της ήταν το αποτέλεσμα της στρατηγικής συνεργασίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, του υπουργείου Τουρισμού και της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής της UNESCO.
Θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο υμνολόγιο για την επιλογή της Θεσσαλονίκης ως γαστρονομικής πρωτεύουσας. Θα μπορούσα να μιλώ με τις ώρες για τη γαστρονομική παράδοσή της, για τις διαφορετικές γαστρονομικές της κουλτούρες που διασταυρώνονται μέσα στους αιώνες, για τον πλούτο αυτόν που μας κληροδοτήθηκε και εκφράστηκε τόσο δυναμικά μέσα στα χρόνια. Όμως, δεν έχει κάποια σπουδαία χρησιμότητα πια μια τέτοια αναδρομή. Το τι ήταν η Θεσσαλονίκη και πώς έχτισε τη γευστική της ταυτότητα είναι πια κομμάτι της ιστορίας της πόλης.
Αυτό, όμως, που θεωρώ εξαιρετικά χρήσιμο σήμερα είναι να κοιτάξουμε το γαστρονομικό παρόν της Θεσσαλονίκης και να το συνδέσουμε με τις ίδιες τις απαιτήσεις που γεννά αυτή η διάκριση. Και μέσα από αυτή να κερδίσουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για την ίδια την πόλη σε επίπεδο πολιτιστικό, γαστρονομικό και οικονομικό. Η UNESCO θέτει κάποιους πολύ συγκεκριμένους όρους που πρέπει να τηρηθούν προκειμένου να διατηρηθεί ο σημαντικός αυτός τίτλος: ξεκινά από τον βαθμό ανάπτυξης του γαστρονομικού τομέα.
Πράγματι, η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται συνεχώς, με νέες προσπάθειες να έρχονται διαρκώς στο προσκήνιο. Για την υπεράσπιση του τίτλου χρήσιμο θα ήταν, βέβαια, να προσανατολίζονται αυτές προς την κουλτούρα του φαγητού της πόλης. Ακολουθούν το μέγεθος και η δραστηριότητα της γαστρονομικής κοινότητας, που βρίσκονται ήδη σε ικανοποιητικό επίπεδο. Θα χαιρόταν, όμως, κανείς αν έβλεπε την κοινότητα αυτή να συνομιλεί πιο στενά και πιο ουσιαστικά με κοινό στόχο την ανάδειξη της γαστρονομίας της πόλης. Η πόλη οφείλει να κάνει σημαία της τις προσπάθειες που της δίνουν πραγματική ώθηση και την κάνουν να ξεχωρίζει και όχι να αναλώνεται σε γαστρονομικά κλισέ που καταντούν βαρετά μέσα από μια ανούσια επαναλαμβανόμενη προβολή τους (π.χ. κουλούρι).
Σημαντικές επίσης κρίνονται η χρήση τοπικών προϊόντων και η αξιοποίηση παραδοσιακών γαστρονομικών πρακτικών. Όσο κι αν η ξενομανία συχνά μας κατατρέχει, η Θεσσαλονίκη έχει σπουδαία προϊόντα, ενώ η μαγειρική της τέχνη δοκιμασμένες, αυθεντικές νοστιμιές. Ο διάλογος με άλλες τάσεις ήταν και θα είναι πάντα στην κουλτούρα της πόλης, αλλά εδώ χρειάζεται να εστιάσουμε περισσότερο στα του οίκου μας. Τέλος, η ύπαρξη παραδοσιακών αγορών και βιομηχανιών τροφίμων χρειάζεται τόνωση και κρατική υποστήριξη, η υπάρχουσα παράδοση σε φεστιβάλ, διαγωνισμούς και διοργανώσεις ενδυνάμωση και ο βαθμός σεβασμού της γαστρονομικής κοινότητας προς το περιβάλλον ουσιαστική ενίσχυση. Η προώθηση τοπικών προϊόντων με μηδενικό ή μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα κρίνεται απαραίτητη για μια γαστρονομική πρωτεύουσα, ενώ και η ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέματα διατροφής και γαστρονομίας επιβάλλεται. Εδώ πια η πόλη μας έχει να κάνει πολλή, πολλή δουλειά.
Δείτε επίσης:
Ο μάγειρας και ο κριτικός γεύσης
Πανδημία και νέα ελληνική γαστρονομική πραγματικότητα
Η διαδικασία της μοιρασιάς στο οικογενειακό τραπέζι