Ένα καλοκαιρινό τραπέζι γεμάτο αγαπημένους, γύρω από μία χωριάτικη, ενωτική σαν την εστία τον χειμώνα, αμβροσία σαν τo μέλι των ολύμπιων θεών.
Τα πιρούνια χτυπούν στα πιάτα, ο ήλιος του απομεσήμερου έχει χαρίσει στα πρόσωπα μια ομορφιά γήινη, φωτεινή και έμμετρη, το αλάτι της θάλασσας πάνω στο μαυρισμένο δέρμα νοστιμεύει και ασημώνει. Ολα φωνάζουν ελληνικό καλοκαίρι. Μια παρέα από παλιούς και νέους, η άτακτη ενορχήστρωση των γεύσεων, μια απρόσμενη καθημερινή γιορτή, το Αιγαίο.
Από τις μυριάδες στιγμές μακαριότητας στη ζωή αυτή βρίσκεται μεταξύ των πρώτων: φίλοι καρδιάς συγκεντρωμένοι γύρω από ένα τραπέζι που στήθηκε βιαστικά, με «ό,τι έχουμε», όχι για να χορτάσει το στομάχι αλλά η ψυχή. Για να ξεχάσουμε, για να θυμηθούμε, για να θυμηθούμε να ξεχάσουμε.
Η χωριάτικη, σημαιοφόρος στη λίστα των ανεπίσημων πιάτων, δίνει τον ρυθμό. Η ντομάτα ηγείται του τεμαχίσματος. Ακολουθούν αγγούρι, κάππαρη, ελιά, κρεμμύδι, παξιμάδι, φέτα. Η ντομάτα, όμως, αυτή η ζουμερή, ποθητή κυρά, μπατάλα, ντοματίνι, πομοντόρο, τσέρι, τομάτα χωρίς νι, σε όποια μορφή κι αν κάνει την εμφάνισή της κυριαρχεί. Το «χρυσό μήλο» των Ιταλών, ο ερωτικός καρπός, αφροδισιακός κατά τους Γάλλους που την βάφτισαν pomme d’ amour, πολύ πριν η λέξη tomate ενσωματωθεί στο λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας το 1835.
«Δυστυχώς πρέπει να σε δολοφονήσουμε: βυθίζεται το μαχαίρι στη ζωντανή σου σάρκα. Τα κόκκινα εντόσθιά σου, ένας ήλιος φρέσκος, βαθύς, ανεξάντλητος…» γράφει ο Πάμπλο Νερούδα στο ποίημα «Ωδή στην Ντομάτα», από τη συλλογή «Ωδή στα Μικρά και Ασήμαντα», που βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971 και δοξάζει την πολύπλοκη αποζημίωση της απλότητας.
Γύρω από τη χωριάτικη χτίζεται το τραπέζι του καλοκαιριού, μια τηγανητή πατάτα, ένα κολοκύθι στο κουρκούτι, μια μελιτζάνα στον φούρνο, μια πιπεριά, κάνα καλαμαροχτάποδο. «Ετσι για το καλό, βρε παιδιά», για άλλοθι στο τσούγκρισμα των ποτηριών – των κοντών για το κρασί, όχι των ψηλών, όχι των κολονάτων.
Μια αλυσιδωτή γευστική αντίδραση σαν αίωνιο πείραμα ανάλαφρης αιώρησης, σαν τρίσβαθη ευχή να πάνε όλα καλά. Στιγμιαία έτσι μοιάζει. Αυτή η κομπανία καλοκουρδισμένης ευτυχίας, η ζωηρή και φωνακλάδικη κουστωδία ασφάλειας, δεν επιτρέπει στο κακό να μπει. Μόνο χαρά και ευγνωμοσύνη. Γι’ αυτό που έχουμε τώρα.
Μακριά από την αυτοαναφορικότητα των social, την υποθετική και πλαστογραφημένη ζωή του digital, εξωστρεφούς, φιλτραρισμένου βασιλείου, η παρέα σκηνοθετεί ένα αληθινό backstage. Πίσω από τις κάμερες κρύβεται η αλήθεια. Ατόφια. Αναλύωτη. Επικούρεια και γλαρή σαν την επικοινωνία γύρω από ένα τραπέζι «χορτασμένων». O,τι ακούγεται εδώ μένει εδώ.
Το καλοκαίρι δεν σηκώνει καμία μαγειρική τεχνική, είναι παγίδα. Κανένα γευστικό στυλ, είναι φυλακή. Η μοναδική ελευθερία είναι το γούστο. Κι αυτό δεν διδάσκεται, καλλιεργείται σε τέτοια μαλακά, καλοπροαίρετα και γόνιμα εδάφη, όπως η ντομάτα για να γίνει λουκούμι.
info
Η Έφη Αλεβίζου είναι διευθύντρια σύνταξης του womantoc.gr
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού Olive, που κυκλοφορεί με την εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ.