Να μοιράζεται κανείς ή να μη μοιράζεται; Δεν είναι ωραίο να χάσουμε αυτή τη διαδικασία της μοιρασιάς, που μας συνδέει με το – φαντασιακό πια– οικογενειακό τραπέζι.
Η χαρά της μοιρασιάς, το κοινό τραπέζι, το φαγητό, που μοιράζεσαι με τους ομοτράπεζους σου. Έννοιες απόλυτα συνυφασμένες με τον ελληνικό τρόπο ζωής. Μπορεί σήμερα οι σεφ να μας προτείνουν με ενθουσιασμό πιάτα το share, που τα βάζουμε στη μέση, μπορεί η μοιρασιά να έγινε τώρα τάση στα εστιατόρια, αλλά για τους Έλληνες δεν είναι κάτι καινούριο.
Όπως όλοι οι αρχαίοι λαοί, έτσι κι εμείς συνηθίζαμε ανέκαθεν να μοιραζόμαστε την τροφή μας. Μόνο που ακολουθούσαμε κάποιους απλούς, άφατους και απαράβατους κανόνες. Ο πρώτος είχε να κάνει με την ίδια τη μοιρασιά, που έπρεπε να γίνεται ακριβοδίκαια. Κανείς δεν όρμαγε άτσαλα στην πιατέλα. Υπήρχε πάντα ένας που μοίραζε το φαγητό για να εξασφαλίσει πως όλοι θα έπαιρναν από ένα κομμάτι. Θυμάμαι ακόμα κάποιες μανάδες να μεροληπτούν στο οικογενειακό τραπέζι μοιράζοντας το φαγητό, ανάλογα με τις αρχές τους ή τον ψυχισμό τους. Άλλες έδιναν ανερυθρίαστα το καλύτερο κομμάτι στον κανακάρη τους κι άλλες, από σεβασμό, το πρόσφεραν στον γεροντότερο ή στον ξένο, για να τον τιμήσουν. Θυμάμαι όμως και τους γέροντες να προσποιούνται πως δεν πεινάνε, για να φάνε πρώτα τα παιδιά, εκεί που έπρεπε να φτουρήσει το φαγητό. Άλλες εποχές, άλλα ήθη, θα μου πείτε.
Ο δεύτερος κανόνας, της «αξιοπρέπειας», έβρισκε την εφαρμογή του εκτός σπιτιού. Όταν καθόμασταν στα καφενεία για ένα ούζο ή για τσίπουρα κι έφταναν οι λιτοί μεζέδες, κανείς δεν έσπευδε να καθαρίσει τα πιάτα. Πολλές γουλιές, λίγες μπουκιές, λέγαμε, ξέροντας πως σκοπός δεν ήταν να χορτάσουμε, αλλά να συνοδέψουμε τον μεζέ μας. Κρατούσαμε χαρακτήρα, για να μη φανούμε πεινασμένοι κι ας ήμασταν. Αλλά και στις ταβέρνες παλιότερα υπήρχε νοιάξιμο. «Πάρε, Θανάση, παϊδάκι, δεν έχεις απλώσει χέρι», λέγαμε στον ντροπαλό της παρέας και το φαΐ έφτανε, όχι γιατί ήταν πολύ, αλλά γιατί χαιρόμασταν να το μοιραζόμαστε δίκαια. Σήμερα κάποιοι ξεχνάνε πως υπάρχουν κι άλλοι.
Πιο παλιά υπήρχε κι ένας τρίτος κανόνας, του «ισομερισμού», που είχε να κάνει με τον κάπελα της ταβέρνας, που μας μέτραγε και έφερνε τα κομμάτια στη μερίδα ανάλογα με τον αριθμό των συνδαιτυμόνων – και τα χρέωνε κι ανάλογα, χωρίς «καπέλο». Παλιές πρακτικές, ξεχασμένες, από τότε που ακόμα οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να βγαίνουν κάθε βράδυ για φαγητό. Δεν ήταν παντού ίδια. Ανέκαθεν υπήρχαν εστιατόρια, όπου παράγγελνες εξατομικευμένες μερίδες, όχι από δυτικότροπο σουσουδισμό, όπως πιστεύουν πολλοί σήμερα, αλλά γιατί υπάρχουν φαγητά που δεν μοιράζονται. Δεν γίνεται να βουτάς το κουτάλι σου κατ’ επανάληψη στο πιάτο της σούπας ή να στροβιλίζεις το πιρούνι σου δυο και τρεις φορές για να πιάσεις τα μακαρόνια ή να βρεις τις γαρίδες που σου αντιστοιχούν κάτω από το ζυμαρικό, εκτός κι αν είσαι οικογένεια ή αν έχεις γίνει αδελφοποιτός.
Άσε που τώρα με την πανδημία, κι αυτό συζητιέται. Δεν είναι ωραίο να χάσουμε αυτή τη διαδικασία της μοιρασιάς, που μας συνδέει με το –φαντασιακό πια– οικογενειακό τραπέζι. Θα πρέπει όμως να επανασχεδιάσουν και οι σεφ τα πιάτα τους. Να ξανασκεφτούν τα στησίματά τους, να διευκολύνουν τη μοιρασιά, είτε με ευέλικτες μερίδες προσαρμοσμένες στον αριθμό των συνδαιτυμόνων, είτε προνοώντας να τα στέλνουν στα τραπέζια με τα κατάλληλα σκεύη σερβιρίσματος: σπάτουλες, κουτάλια, λαβίδες, ό,τι χρειάζεται κανείς για να σερβίρεται μόνος του. Μην ξεχνάμε και το Instagram, που κάνει τον κόσμο να λέει στους σερβιτόρους «αφήστε το, θα σερβιριστούμε μόνοι μας» και μετά βανδαλίζουν το πιάτο.
Φωτογραφία: PJ Crook, Bons Vivants
Δείτε επίσης:
Τι συμβολίζει το μεγάλο των Χριστουγέννων τραπέζι; Ο Μανώλης Παπουτσάκης απαντά.
Cheers με χριστουγεννιάτικα κοκτέιλ πριν ή μετά το ρεβεγιόν
Τα γιορτινά πλατό τυριών και αλλαντικών που θα κάνουν τη διαφορά