Είναι αλήθεια ότι στη δική μας κουλτούρα του φαγητού, η μουσική διαδραματίζει, σχεδόν από πάντα, το δικό της, καθοριστικό ρόλο. Από τις παρέες της δεκαετίας του ‘50 και του ‘60 με τις κιθάρες και το μπουζουκάκι που συναντιόντουσαν στις αυλές για ένα απλό μεζεδάκι, μέχρι τους φίλους που σήμερα βρίσκονται σε τραπέζια fine dining εστιατορίων, η μουσική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γεύση μας.
Ο τρόπος που αγαπάμε να διασκεδάζουμε, που αντιλαμβανόμαστε έναν χώρο, ο λόγος που συνδεόμαστε μ’ ένα εστιατόριο, που επιλέγουμε μια κουζίνα, δεν βρίσκεται μόνο στη γεύση. Βρίσκεται και στην ατμόσφαιρα, την οποία φυσικά και δημιουργεί η μουσική. Γιατί, πολύ απλά μουσική σημαίνει αισθητική, αλλά και χαρακτήρας. Και είναι σίγουρο ότι το ταμπεραμέντο μας δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς μουσική.
Γι’ αυτό διαχρονικά, η μουσική «κατακτά» ακόμα και το ρόλο του πρωταγωνιστή στα εστιατόρια. Ποιος δεν έχει περάσει fusion βραδιές στα τραπέζια του Soul Kitchen; Και ποιος δεν έχει δει θρύλους της jazz, απολαμβάνοντας νοτιοασιατικές γεύσεις στο Bar Guru Bar της πλατείας Θεάτρου; Οι λίγο πιο παλιοί ίσως έχουν ακόμα στη δισκοθήκη τους το compilation του πρωτοπόρου DeLuxe, να τους θυμίζει ότι τα εστιατόρια δεν είναι μόνο κουζίνα, αλλά διακρίνονται για τη φιλοσοφία τους. Και μπορεί με την κρίση, αυτή η φιλοσοφία που έφερε άνθιση στα εστιατόρια των 00’s και έδωσε χώρο στη μουσική να ξεθώριασε μαζί με τη διάθεσή μας, σήμερα φαίνεται πως μια νέα γενιά εστιατορίων την ανακαλύπτει ξανά.
New age εστιατόρια
Η επιστροφή του βινυλίου είναι αναμφισβήτητα μία από τις τάσεις που αποκτά ολοένα και περισσότερο φανατικό κοινό, ακριβώς γιατί περικλείει τη λογική του συλλέκτη. Είναι βέβαια και οι καλλιτέχνες, κυρίως οι ανεξάρτητοι, που επιλέγουν τον αναλογικό ήχο του βινυλίου για να κυκλοφορήσουν τις μουσικές τους σε φυσικό προϊόν. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε σήμερα εστιατόρια, όπως το Pharaoh στο κέντρο -που δίνει έμφαση στην afrojazz, την tropicália και την anatolian rock- ή την Κόκκινη Σβούρα στο Χαλάνδρι -που παίζει κυρίως Soul, R&B, Funk και Soulful jazz- και φυσικά το πρωτοπόρο Birdman του Άρη Βεζενέ -που είναι από το 2018 η αθηναϊκή εκδοχή του listening bar και εστιάζει στην Japanese Jazz, την Urban Pop, τα Afrobeat και κάποια Rock- να πρωτοτυπούν, επιλέγοντας μόνο βινύλιο. Υπάρχει εξάλλου και μια νέα γενιά DJ’s που μαθαίνει συστηματικά πώς είναι να παίζεις μουσική από πικ-απ. Ενώ, η μπάρα, που τα εστιατόρια την είχαν κάπως παραμελίσει, αποκτά έτσι μια νέα δυναμική, με τους DJ’s να βγαίνουν ξανά στο προσκήνιο.
Μια απέραντη… πίστα
Πριν δεκαπέντε χρόνια, τότε που τα πρώτα σύννεφα σκέπασαν τις αθηναϊκές πίστες, τα live με φαγητό, τα μεσημέρια της Κυριακής αποτέλεσαν μία διέξοδο. Ε, αυτή η τάση αναβιώνει σήμερα, προσαρμοσμένη φυσικά στην εποχή. Από το διάσημο πλέον Parfait, το μενού του οποίου φέρει την υπογραφή του κορυφαίου Γιάννη Κόρογλου, μέχρι το κλασικό Chalet στην Πολιτεία στην κουζίνα του οποίου μαγειρεύει ο Βασίλης Τζήμας, αλλά και το Barbaro που έχει φιλοξενήσει τον βιρτουόζο του μπουζουκιού Μανώλη Καραντίνη και τον δάσκαλο Θανάση Πολυκανδριώτη, τα live έχουν επιστρέψει και μαζί τους έχουν επιστρέψει και τα γαρύφαλλα. Από λαϊκά μέχρι σύγχρονα ελληνικά ποπ, όλα χωράνε στο πρόγραμμα, που ξεσηκώσει τους θαμώνες.
Παράλληλα, τα μουσικά μεζεδοπωλεία έχουν την τιμητική τους! Παρότι θα περίμενε κανείς να έχουν χάσει κάτι από την αίγλη τους, αφού ο digital κόσμος που ζούμε δεν εκφράζεται μέσα από παλιά ρεμπέτικα και λαϊκά, παραμένουν προσιτά και φυσικά ασφυκτικά γεμάτα. Τα πιο αυθεντικά, τα συναντά κανείς σε off – broadway γειτονιές. Όπως είναι τα Καμίνια, όπου στο Κέντρο Διερχομένων, σε κάθε live συμβαίνει κάτι μυσταγωγικό, καθώς όλοι μα όλοι γίνονται μια παρέα και χορεύουν με τα πιο αυθεντικά λαϊκά, από Μπιθικώτση μέχρι Μπέλλου. Η Μεταξού στον Κολωνό επίσης σερβίρει ωραίους, παραδοσιακούς μεζέδες και παίζει από καντάδες μέχρι ρεμπέτικα σε καθημερινή βάση. Ακόμα και η Κληματαριά, η παραδοσιακή ταβέρνα του κέντρου, έχει live πρόγραμμα, όπως και ο Θεσσαλός που παίζει σταθερά ελληνικά στην κουζίνα και στα ηχεία.
Βάλε μουσική!
Η νέα ελληνική κουζίνα πάντως διακρίνεται από μια πιο εκλεπτυσμένη, και ανεπιτήδευτη μαζί, προσέγγιση μέσα από πιάτα και υλικά που διατηρούν τις αξίες της παράδοσης, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τη δημιουργικότητα. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στη μουσική που ντύνει κάθε σάλα. Μια αντίληψη που θέλει το κλαρίνο του Πετρολούκα Χαλκιά να ακούγεται Κυριακή μεσημέρι από τα ηχεία στην Ταβέρνα των φίλων, που προσαρμόζει τις μουσικές όπως και το μενού, ανάλογα με την ημέρα και τη διάθεση. Εκεί, όπως και αλλού, η έντεχνη σκηνή έχει την τιμητική της.
Πιο indie οι επιλογές στα hip της πόλης όπως το Λινού Σούμπασης & ΣΙΑ, το ΦΙΤΑ, τη Zebra και Στα Άκρα, που στρέφονται στο ξένο ρεπερτόριο. Σε αυτό έχει παίξει σημαντικό ρόλο και η άνθιση που γνωρίζει το εναλλακτικό -κυρίως ξένο- ρεπερτόριο μέσα από το ραδιοφωνικό airplay, την τελευταία δεκαετία. Αυτό το mix & match ρεπερτόριο που ακούγεται πλέον στις γαστροταβέρνες, και περιλαμβάνει από Χατζιδάκι μέχρι Nick Cave και από Αλεξίου μέχρι Beirut, ενισχύει αυτή την τάση. Ας μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι των εστιατορίων έχουν σήμερα όλη τη μουσική στα χέρια τους. Η δυναμική που προσφέρουν οι ψηφιακές πλατφόρμες, όπως το Spotify, προσφέρει ελευθερία, καθώς δεν χρειάζεται κανείς να γράφει και να ξαναγράφει cd ή να αναζητά usb sticks από DJ’s. Αυτός είναι και ο λόγος που πολύ σπάνια πια θα ακούσεις ραδιόφωνο σε κάποιο χώρο.
Αντίστοιχο και το σκηνικό στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνική μουσική έχει την τιμητική της στην πόλη με τις πολύ ενδιαφέρουσες γαστρονομικές προτάσεις, αλλά και η εναλλακτική μουσική έχει το φανατικό κοινό της. Γενικά πάντως, η Θεσσαλονίκη ακούει πιο δυνατά μουσική, όπως στο διάσημο Clochard. Τα νησιά επίσης έχουν δυνατά τα ηχεία με πιο mainstream βέβαια επιλογές, και αναφορές στην ηλεκτρονική μουσική, με γνωστούς DJ να στήνουν τα απόλυτα party, σε νέας γενιάς beach bar που σερβίρουν πειραγμένη ελληνική κουζίνα. Φυσικά και η ελληνική pop δεν λείπει, όπως δε λείπει και το εντεχνολαϊκό που ακούγεται ευχάριστα κυρίως σε παραδοσιακές ταβέρνες όπως η Οδός Αράξαμε στην Άνω Μερά στη Μύκονο ή ο Μαθιός στην Καλλονή Τήνου, ενώ ακόμα και στα πιο μικρά και απομακρυσμένα εστιατόρια των νησιών, όπως το Κυανό στον Εμποριό της Καλύμνου, ακούγεται από ορχηστρική μουσική μέχρι electro.
Or not to Jazz..
Τα wine bars είναι αναμφισβήτητα μία από τις τάσεις στον σύγχρονο γαστρονομικό χάρτη. Με πολύ δυνατές wine lists, έχουν εμπλουτίσει το μενού τους και την ατμόσφαιρά τους. Έχουν αφήσει οριστικά πίσω την εποχή που έπαιζαν jazz και έχουν υιοθετήσει σίγουρα νέα ακούσματα, από easy listening μέχρι funk, soul και world music. Οι DJ’s έχουν βρει κι αυτοί μία θέση, καθώς αρκετά wine bars επενδύουν στην πιο χορευτική διάθεση. To Wine is Fine εκφράζει ακριβώς αυτή την πλευρά της cave à manger που επενδύει σ’ ένα τέλειο ηχοσύστημα για να παίζει eclectic, από ιαπωνική funk μέχρι psychedelic μπάντες και να στήνει πάρτυ στον πεζόδρομο της Βύσσης. Στο ίδιο mood και το warehouse των Εξαρχείων που ανεβάζει ντεσιμπέλ και οι DJ’s παίζουν soul και funky.
Τελικά τι ακούμε σήμερα;
Ακούμε τα πάντα! Ανάλογα με το εστιατόριο, τη φιλοσοφία, την ατμόσφαιρα και την κουζίνα του. Η ελληνική κουζίνα, παραδοσιακή ή μοντέρνα, θέλει τα ελληνικά της. Θέλει από Μάλαμα και Μποφίλιου μέχρι λαϊκά του ‘60, θέλει πιο χαμηλές εντάσεις, και γίνεται ο συνδετικός κρίκος κάθε παρέας.
Το fine dining από την άλλη επενδύει στο eclectic ύφος, που περικλείει από την πάλαι ποτέ accid jazz μέχρι neo soul, nu disco, electro, world και fusion, με κάποιες πινελιές από το Χαμόγελο της Τζοκόντα ή από Μαρίζα Ρίζου και Παν Παν.
Σε χώρους όπου η μουσική παίζει ένα συνοδευτικό ρόλο, τα instrumentals, έχουν προτεραιότητα (βλ. Ταβέρνα του Οικονόμου, που πρόσφατα έβαλε μουσική). Ενώ, στα εστιατόρια που υπηρετούν ένα πολύ ισχυρό όραμα εντός κι εκτός κουζίνας, ακούγονται πιο indie και πρωτοποριακά είδη μουσικής συμπληρώντας την εμπειρία για τους επισκέπτες τους. Ωστόσο, η μουσική πρέπει να ακούγεται, και είναι ωραίο όταν ακούγεται, καθώς οι παρέες συναντιούνται γύρω από ένα τραπέζι. Γιατί αυτό είναι κομμάτι της νοοτροπίας μας. Είναι απλά εμείς!