Εδώ και χρόνια το μέλι Manuka (μανούκα) από τη Νέα Ζηλανδία έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως ένα από τα ισχυρότερα superfoods, με ιδιαίτερη θέση στα ράφια των delicatessen και των φαρμακείων. Η υψηλή τιμή του, η προβολή του από διεθνείς celebrities και οι μελέτες για την αντιμικροβιακή του δράση το έχουν καταστήσει σχεδόν «μύθο» στον κόσμο της υγιεινής διατροφής.
Όμως, πόσο απέχει η πραγματικότητα από την εικόνα που έχει δημιουργηθεί;
Πώς στέκεται το ελληνικό μέλι απέναντι σε αυτό το διεθνές brand;
Σε πρόσφατη μελέτη από το Εργαστήριο Μελισσοκομίας του ΑΠΘ σχετικά με τη συνολική περιεκτικότητα σε φαινολικά συστατικά και τη αντιοξειδωτική δράση εννέα τύπων μονοανθικού μελιού (C. Tananaki et al., Applied Sciences, 2024, «The Total Phenolic Content and Antioxidant Activity of Nine Monofloral Honey Types», MDPI), συγκρίθηκαν δείγματα ελληνικών μονοανθικών με το Manuka.
Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά και επιβεβαιώνουν ότι το μέλι βελανιδιάς βρέθηκε να έχει τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε φαινολικές ενώσεις και την ισχυρότερη αντιοξειδωτική δράση από όλα τα δείγματα, ξεπερνώντας ακόμη και το πολυδιαφημισμένο Manuka.
Αμέσως μετά στη λίστα ακολούθησαν της καστανιάς, του έλατου, του πεύκου και ερείκης, που επίσης έδειξαν υψηλές τιμές σε αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Ειδικότερα, επειδή αυτά προέρχονται από μελιτώματα (εκκρίσεις δέντρων) και όχι από το νέκταρ των λουλουδιών, φαίνεται πως διαθέτουν μοναδική βιοδραστική αξία. Η υπεύθυνη καθηγήτρια της μελέτης, κ. Τανανάκη, υπογράμμισε ότι «η έρευνα επιβεβαιώνει πως όσα προέρχονται από μελιτώματα, έχουν δυναμική που αξίζει να αναγνωριστεί διεθνώς».
Πώς έγινε η μελέτη
Η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε δείγματα από μελισσοκόμους σε όλη την Ελλάδα που εφαρμόζουν τις κατάλληλες μελισσοκομικές πρακτικές πριν από τον τρύγο.
Μάλιστα, παρείχαν στους μελισσοκόμους συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες περιλάμβαναν τη μετακίνηση των μελισσών σε επιλεγμένα είδη φυτών των οποίων η ανθοφορία είχε ξεκινήσει σε ποσοστό μόλις 10%, τη συγκομιδή του σφραγισμένου μελιού πριν από τη μετακίνηση των μελισσών και την αποφυγή τεχνητής σίτισης των μελισσών κατά τη διάρκεια της συλλογής του μελιού (χωρίς σιρόπι, πάστα ή υποκατάστατα γύρης).
Στη συνέχεια, οι μελισσοκόμοι έστειλαν δείγματα βάρους περίπου ενός κιλού στο Εργαστήριο Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας. Από ένα σύνολο 195 δειγμάτων, 90 που είχαν τα απαιτούμενα μικροσκοπικά, οργανοληπτικά και φυσικοχημικά χαρακτηριστικά επιλέχθηκαν ως μονοανθικά, αντιπροσωπεύοντας εννέα πιστοποιημένους τύπους μελιού: έλατο (Abies), κάστανο (Castanea sativa), πορτοκαλιά (Citrus), ερείκη (Erica manipuliflora), βαμβάκι (Gossypium hirsutum), Παλιούρι (Paliurus spina-christi), πεύκο (Pinus), βελανιδιά (Quercus) και θυμάρι (Thymus capitatus).
Επιπλέον, μελετήθηκαν έξι δείγματα manuka (L. scoparium), που προήλθαν από ευρωπαϊκές αγορές και η βοτανική προέλευσή τους επαληθεύτηκε μέσω ανάλυσης γύρης και οργανοληπτικής ανάλυσης. Όλα τα δείγματα αποθηκεύτηκαν στους −18 °C μέχρι την ανάλυσή τους.
Η δυναμική που αξίζει να αναγνωριστεί
Η σημασία αυτής της μελέτης είναι διπλή. Από τη μία, καταρρίπτει τον μύθο ότι μόνο το Manuka κατέχει την κορυφή σε θρεπτική αξία. Από την άλλη, αναδεικνύει τον πλούτο της ελληνικής φύσης και το πλεονέκτημα που δίνει η μεγάλη βιοποικιλότητα της χώρας στη μελισσοκομία. Κάθε περιοχή, από τον Όλυμπο μέχρι την Κρήτη, προσφέρει διαφορετικά μικροκλίματα και ανθοφορία, δημιουργώντας μια τεράστια ποικιλία που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα διεθνή superfoods.
Το Manuka έχτισε παγκόσμια εικόνα, αλλά η επιστήμη δείχνει ότι τα ελληνικά μπορούν να σταθούν επάξια, αρκεί να τα αναδείξουμε όπως τους αξίζει.
Διαβάστε επίσης
Το πιο υγιεινό δεν είναι το γλυκό: Η αλήθεια για το πικρό μέλι της Ελλάδας