Όλα στη γύρω περιοχή του Πειραιά βιάζονται να αλλάξουν. Ολοκληρώθηκε το μετρό, σηκώθηκαν πολυκατοικίες, τα μπαρμπεράδικα έγιναν κομμωτήρια, το παλιό πυρηνελαιουργείο μεταμορφώθηκε σε Δημοτικό Σχολείο γεμάτο με γκραφίτι, στίχους του Ελύτη και παιδικές φωνές που ανταλλάσσουν πληροφορίες για viral βίντεο στο TikTok.
Περπατώντας κατά μήκος της οδού Σαλαμίνος, εκεί που γωνιάζει με την Ψαρών, λίγο προτού ο Πειραιάς αγγίξει τη Δραπετσώνα, στέκει η ιστορική μπακαλοταβέρνα Το Ειδικόν. Μια γωνία που δεν μοιάζει καθόλου παράταιρη με το υπόλοιπο τετράγωνο κι ας μην είναι hip. Ζωγραφισμένες στο χέρι πινακίδες με «Εδώδιμα», «Αποικιακά» και «Ρετσίνα Μεσογείων» είναι κρεμασμένες και σε εισάγουν άμεσα σε μια αλλοτινή εποχή, στην οποία μεταφέρεσαι από το κατώφλι, προτού ακόμα πατήσεις τα φθαρμένα τσιμεντένια πλακάκια του μαγαζιού.
Το οινοπαντοπωλείο άρχισε να λειτουργεί το 1920 από τον κ. Αριστείδη, εκ Πειραιώς, με καταγωγή από το Γαρδίκι Τρικάλων. Το πρωί λειτουργούσε ως μπακάλικο και το βράδυ ως ταβέρνα, ένα στυλ που είχε άνθηση εκείνα τα χρόνια και έδωσε το όνομά του στις μπακαλοταβέρνες. Από την παραγωγή στην κατανάλωση, λοιπόν, οι μεζέδες και το κρασί που το πρωί ήταν προς πώληση, το βράδυ έφταναν σερβιρισμένοι στα λιγοστά τραπέζια.
Ο κόσμος που περνάει σήμερα την πόρτα γνωρίζει τον κύριο Αποστόλη, γιο του ιδρυτή, κλειδοκράτορα και θεσμοφύλακα του μαγαζιού.
Το πρώτο ραντεβού
Ψηλός, ευθυτενής και με βιτριολικό χιούμορ, ο Αποστόλης περίμενε το ραντεβού μας όχι με ιδιαίτερη ανυπομονησία, καθώς ως γνήσιος σταρ έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις σε ελληνικά και διεθνή Μέσα. Ο κύριος του Ειδικόν είναι πραγματική «γάτα», καθώς θεωρείται ειδήμων στο face control και παραδίδει δωρεάν μαθήματα συμπεριφοράς σε φερέλπιδες ταβερνιάρηδες. «Από τότε που ανέλαβα ήξερα εξαρχής ποιος θα κάνει φασαρία. Όλα φαίνονται στα μάτια κι εγώ τα διαβάζω. Ποτέ δεν έγινε κάτι άσχημο εδώ μέσα, αλλά και να γινόταν είχα τον τρόπο μου».
Αυτή η ταβέρνα αποτελεί πραγματικό φαινόμενο, καθώς τίποτε -ουσιαστικό- δεν έχει αλλάξει από τη γέννησή της. Η μπαλάντζα, η βρύση για το νερό, οι βιτρίνες, οι παλιές διαφημίσεις, η αίσθηση ταξιδιού στον χωροχρόνο.
Το μεγάλο -κυριολεκτικά- καμάρι του μαγαζιού είναι το παλιό ψυγείο πάγου (ηλεκτρικό πια) πίσω από τον μαρμάρινο πάγκο. Με ξύλινη σκαλιστή επένδυση, πιο ταιριαστή για σκρίνιο, φέρει υπερήφανα την επιγραφή «Πρωτότιπον Ψυγείον Εν Ελλάδι 1938» μαζί με την υπογραφή του κατασκευαστή. Πόσα «κοράκια» θα ήθελαν να αποκτήσουν το ψυγείο; Το μαγαζί; Αυτή την αυθεντικότητα; «Ξέρεις πόσοι έρχονται εδώ κάθε τρεις και λίγο για να μου πουν ότι θέλουν να αγοράσουν το μαγαζί ή για να με ρωτήσουν πώς το έφτιαξα; Έχω βαρεθεί να τους μετράω. Δεν το πουλάω, δεν θα φύγω εγώ από εδώ μέσα. Σε αυτό το πατάρι, που είναι πάνω από το κεφάλι σου, με γέννησε η μάνα μου και εδώ μέσα έχει ανατραφεί όλη μου η οικογένεια. Αυτό είναι το δικό μου μαγαζί και δεν μπορεί να γίνει κάποιου άλλου. Δεν θα του πετύχει, δεν θα του φτουρήσει. Όλοι τα πούλησαν τα δικά τους και έκλεισαν σε λίγα χρόνια, αυτό εδώ το τρίστρατο είναι πάνω από έναν αιώνα όρθιο και έτσι θα παραμείνει», λέει χαλαρός ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί γιατί δεν έχουμε καθαρίσει όλα τα πιάτα.
Όχι, δεν είναι υπερφίαλος, αλήθεια λέει. Ο γιος του συνεχίζει μαζί του την ταβέρνα και την παραγωγή κρασιού στο υπόγειο. Η οικογένεια Παπακωνσταντίνου ήταν από τις πρώτες που έφτιαξαν δικό τους κρασί για την ταβέρνα τους και παραμένει μία από τις τελευταίες στη χώρα. «Στην Κατοχή το υπόγειο μετατράπηκε σε καταφύγιο για ολόκληρη τη γειτονιά. Σε κάθε σειρήνα όλοι τρέχανε στο μαγαζί και εκεί έτρωγαν ό,τι βρίσκανε και κοιμόντουσαν ανάμεσα στα βαρέλια. Στα στόρια και τις πόρτες υπάρχουν ακόμα οι τρύπες από τις σφαίρες των Γερμανών.
Εκεί, στο υπόγειο, μαζευτήκαμε όλοι ξανά στην εισβολή της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974, εκεί με έστελνε μικρό και ο πατέρας μου να ανεβάσω κρασί, εκεί παίζαμε με τα ξαδέρφια μου».
Τότε και τώρα
Κοιτάζοντας τους τοίχους, τα ράφια και οι κρεμασμένες φωτογραφίες δίνουν την εικόνα μιας άλλης εποχής. Ο χώρος φέρνει στον νου καρέ από παλιά κινηματογραφική ταινία, το μπακάλικο του Ζήκου ή σκηνές από τον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο», ενώ ταυτόχρονα παραμένει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο σύγχρονο.
Οι παρέες έχουν αλλάξει στυλ, το ίδιο και τα γούστα ή η εποχή, όπως με κάποιον τρόπο και η ίδια η ταβέρνα. Ο γιος Αριστείδης -με το όνομα του παππού- παίρνει τη θέση στο πόστο του, καθώς ετοιμάζονται να ανοίξουν.
Λίγο πριν ξαναγεμίσουμε τα ποτήρια μας, ρωτάω τον κύριο Αποστόλη: «Σε πιέζει καθόλου ο γιος σου να βάλεις καινούρια πράγματα στο μενού;». «Μπα, καθόλου. Δεν πιέζομαι εγώ γενικώς. Ούτε πιέζομαι, ούτε καταπιέζομαι. Ούτε για πιάτα, ούτε για ποτήρια, ούτε για πελάτες. Έχω φτιάξει ένα μαγαζί ολοκληρωμένο. Έχει ό,τι χρειάζεται και ό,τι του πρέπει. Αυτά έκανε και ο πατέρας μου, λίγοι μεζέδες και φρέσκοι. Τα μαγαζιά που έχουν πολλές επιλογές με φοβίζουν, ένας κατάλογος με είκοσι είδη μπορούν να είναι όλα φρέσκα; Τα δικά μου είναι πέντε ή έξι και είναι πρώτης ποιότητας, τόσα προλαβαίνουμε και είναι όλοι ευχαριστημένοι», λέει αραχτός.
Τυρί, φάβα, ντομάτα με ελιές, κεφτέδες, συκώτι, κάνα παστό, ομελέτα κορν μπιφ και το περίοπτο βαθύ πιάτο με τις τηγανητές πατάτες και από πάνω τέσσερα αυγά μάτια. Από ποτά, κρασί και μπίρα. Τελεία.
Η σύζυγος, η μοναδική κυρία Βούλα, φτιάχνει τους μεζέδες, τηγανίζει και διατηρεί την τάξη και την ευνομία πίσω από τον πάγκο. Τίποτε δεν βρίσκεται τήδε κακείσε στον χώρο. «Όλα έχουν τη θέση τους και τον σκοπό τους», παραδέχεται με συνωμοτικό βλέμμα. «Εδώ όλοι είναι πελάτες και όλοι είναι ίσοι. Είτε πρόκειται για τον φραγκάτο επιχειρηματία, είτε για τον απλό νοικοκύρη, όλοι θα εξυπηρετηθούν με τον ίδιο τρόπο και θα φάνε ακριβώς τα ίδια φαγητά».
Οι αβρότητες των «μεγάλων» εστιατορίων σε ανθυποσελέμπριτι και διάσημους στο Ειδικόν θεωρούνται ανέκδοτο. Περπατώντας στον δρόμο προς το λιμάνι, ίσως λιγάκι να αναθεώρησα. Η περιοχή όντως έχει αρχίσει να αλλάζει -για το καλύτερο-, όμως όταν στο διάβα σου βρίσκονται τέτοιοι υπεραιωνόβιοι πλάτανοι, πάντα θα θέλεις να ξεκουραστείς στη σκιά της αυθεντικότητάς τους.
info
Το Ειδικόν, Ψαρών 38 & Σαλαμίνος, Πειραιάς, τηλ. 210 4612674
Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη