Τέσσερα καθημερινά αλλαντικά που αγαπούν μικροί και μεγάλοι και δεν λείπουν ποτέ από το ψυγείο μας. Ας δούμε, όμως, πώς φτιάχνονται και πώς μπορούμε να τα απολαμβάνουμε καλύτερα στην κουζίνα μας.
Ζαμπόν, το θρεπτικό
Το αυθεντικό ζαμπόν παρασκευάζεται από το μπούτι -με λιγότερα λιπαρά- ή την ωμοπλάτη του χοιρινού, ενώ διακρίνεται σε δύο βασικά είδη, το βραστό και το ζαμπόν ωρίμασης. Για την παρασκευή του βραστού, το κρέας σιγοβράζει με διάφορα καρυκεύματα, πριν παστεριωθεί για να συντηρηθεί. Το ζαμπόν ωρίμασης γίνεται είτε με τη μέθοδο της ξηρής ωρίμασης (καρυκεύεται με αλάτι και αφήνεται να «ψηθεί» στον αέρα έως και δύο χρόνια) είτε με τη μέθοδο της υγρής ωρίμασης, τοποθετώντας το κρέας σε άλμη. Τα ζαμπόν ωρίμασης γίνονται και καπνιστά, αφού πρώτα καρυκευτούν με αλάτι. Σήμερα βρίσκουμε στην αγορά ζαμπόν χωρίς γλουτένη, με λιγότερο αλάτι αλλά και με χαμηλότερα λιπαρά.
Το ζαμπόν είναι πλούσια πηγή πρωτεΐνης, νιασίνης και βιταμινών του συμπλέγματος Β, όπως Β1 και Β12. Έχει επίσης μεγάλη περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο, κάλιο, σίδηρο, μαγνήσιο και νάτριο.
Πού ταιριάζει: Είναι το πιο ακριβό και «αγνό» αλλαντικό για τοστ, σάντουιτς και πίτσα. Τρώγεται τόσο κρύο όσο και ψημένο, ενώ ταιριάζει παντού και με όλα: με τυρί κρέμα μέσα σε τορτίγιες γίνεται λαχταριστό ρολάκι για κέρασμα, ενώ σε ένα σουφλέ ζυμαρικών με τυριά δίνει γεύση και νοστιμιά.
Πάριζα και παριζάκι, ένα αλλαντικό σε διαφορετικές παραλλαγές
Πρόκειται για παρόμοια προϊόντα, τα οποία φτιάχνονται από πολτοποιημένο κρέας (χοιρινό ή συνδυασμό χοιρινού και βοδινού) ή πουλερικό (γαλοπούλα ή κοτόπουλο), στο οποίο προστίθενται καρυκεύματα και αρωματικές ουσίες. Το κρέας τυλίγεται μετά με φυσική ή τεχνητή μεμβράνη και βράζεται ή καπνίζεται ανάλογα με το είδος. Η διαφορά των δύο αλλαντικών είναι ότι η πάριζα έχει μεγαλύτερη διάμετρο και συνήθως κόβεται σε λεπτές φέτες, ενώ το παριζάκι προσφέρεται σε διαφορετικά μεγέθη και παραλλαγές.
Σήμερα βρίσκουμε και τα δύο αλλαντικά με μειωμένα λιπαρά.
Πού ταιριάζει: Την πάριζα μπορούμε να την βάλουμε παντού, από το τοστ και το σάντουιτς μέχρι ένα λαχταριστό αλμυρό κέικ! Το ίδιο και το παριζάκι. Αποτελεί ένα νόστιμο σνακ μαζί με ένα παξιμάδι ή μια φέτα ψωμί, ενώ κόβοντάς το σε κυβάκια νοστιμίζει σουφλέ και γκρατέν που αρέσουν σε μικρούς και μεγάλους.
Μορταδέλα, το αγαπημένο αλλαντικό των Ιταλών
Αυτό το αλλαντικό βρίσκεται στο τραπέζι των περισσότερων ελληνικών νοικοκυριών από τη δεκαετία του ’60, λόγω της πλούσιας γεύσης του αλλά και της προσιτής τιμής του. Φτιάχνεται από λεπτοκομμένο ή πολτοποιημένο βοδινό κρέας συνδυασμένο με χοιρινό λίπος και καρυκεύματα -διαφορετικά σε κάθε περιοχή- που τυλίγεται με μεμβράνη (ζωική ή τεχνητή) και έπειτα σιγοψήνεται σε ειδικούς φούρνους για ώρες (ή βράζεται ελαφρά και καπνίζεται). Η αυθεντική μορταδέλα, ωστόσο, μάς έρχεται από την Μπολόνια της Ιταλίας και είναι αρωματισμένη με κόκκους μαύρου πιπεριού, κύμινο, μοσχοκάρυδο και φιστίκια. Το συγκεκριμένο αλλαντικό παράγεται εδώ και εκατοντάδες χρόνια στην Ιταλία από καθαρά κομμάτια χοιρινού κρέατος, με ένα ποσοστό 15% να αποτελείται από κυβάκια λίπους από το σβέρκο του χοιρινού. Μάλιστα λέγεται ότι πήρε αυτό το όνομα, επειδή τα κομμάτια του χοιρινού κρέατος τα έλιωναν σε ένα μεγάλο γουδί (mortaio).
Η μορταδέλα είναι πλούσια τόσο σε πρωτεΐνες, όσο και σε υδατάνθρακες και χοληστερόλη.
Πού ταιριάζει: Μπαίνει σε όποια συνταγή θέλουμε να προσθέσουμε ένα πληθωρικό και αρωματικό αλλαντικό, ενώ ταιριάζει ιδανικά σε ριζότο, μακαρονάδες και στην πίτσα.