Όσο απλό κι αν ακούγεται, το να βάλουμε το καπάκι στην κατσαρόλα ή στη γάστρα, μπορεί να φέρει θεαματικά αποτελέσματα στο μαγείρεμα, όχι μόνο για την ταχύτητα, αλλά και για την εξοικονόμηση ενέργειας και την γευστική ποιότητα του φαγητού.

Στην ουσία, όταν μαγειρεύουμε με το σκεύος ανοιχτό, χωρίς το καπάκι, η θερμότητα μειώνεται και οι υδρατμοί φεύγουν. Αυτό σημαίνει ότι η ηλεκτρική κουζίνα προσπαθεί συνεχώς να αναπληρώσει τη θερμότητα που χάνεται, χρησιμοποιώντας περισσότερη ενέργεια. Το καπάκι λειτουργεί σαν μονωτικό το οποίο παγιδεύει τη θερμότητα και την υγρασία μέσα στο σκεύος, επιτρέποντας στο περιεχόμενο να βράσει ή να ψηθεί πιο γρήγορα και ομοιόμορφα.

Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι η χρήση καπακιού μπορεί να μειώσει τον χρόνο μαγειρέματος έως και 30%, ανάλογα με τη συνταγή και την βασική πρώτη ύλη, Για παράδειγμα, χρειάζεται περισσότερη ώρα μαγείρεμα ένα κρέας όπως το αγριογούρουνο, σε αντίθεση με το κοτόπουλο. Αυτό μεταφράζεται και σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας, κάτι που στην εποχή μας έχει μεγαλύτερη σημασία από ποτέ, τόσο για το πορτοφόλι μας όσο και για το περιβάλλον.

Το καπάκι της κατσαρόλας διατηρεί επίσης τους αρωματικούς υδρατμούς στο φαγητό, με αποτέλεσμα οι γεύσεις τελικά να είναι πιο συμπυκνωμένες. Όταν μαγειρεύουμε π.χ. μια κοτόσουπα ή ένα λαδερό, οι ατμοί που διαφορετικά θα έφευγαν στον αέρα, επιστρέφουν στο φαγητό, ενισχύοντας το τελικό αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για τα θρεπτικά συστατικά όπως  οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία, τα οποία σε συνθήκες μεγάλης εξάτμισης χάνονται.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οι παραδοσιακές ελληνικές συνταγές που βασίζονται στο «σιγοβράσιμο» (όπως είναι το στιφάδο, η φασολάδα ή τα γεμιστά) απαιτούν πάντα το καπάκι να είναι στη θέση του. Το ίδιο ακριβώς ισχύει ακόμα και στο βράσιμο του νερού για τα ζυμαρικά ή για το μαγείρεμα του ρυζιού. Όταν ξεκινήσουμε το βράσιμο με την κατσαρόλα σκεπασμένη, μέχρι να φτάσει η φάση του βρασμού, επιταχύνεται η διαδικασία σημαντικά, άρα εξοικονομούμε και χρόνο εκτός από ενέργεια.