Λίγες μέρες μας χωρίζουν πλέον από την Καθαρά Δευτέρα και την έναρξη της Σαρακοστής και όπως είναι φυσικό, όλοι έχουμε ξεκινήσει έρευνα αγοράς, για να επιλέξουμε τι θα αγοράσουμε για το σαρακοστιανό τραπέζι. Αλλά επειδή οι τιμές των σαρακοστιανών εδεσμάτων και κυρίως των θαλασσινών είναι συνήθως πιο τσιμπημένες, ας δούμε τι πρέπει να προσέξουμε στις αγορές μας, σύμφωνα και με το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕ.Π.ΚΑ.).

Όπως σημειώνει το ΚΕ.Π.ΚΑ., οι τιμές των τροφίμων που επιλέγουμε για το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας, διαμορφώνονται ελεύθερα και τείνουν να είναι αρκετά ακριβά, για την ακρίβεια αναφέρεται η περίπτωση της λαγάνας που δε διαφέρει σε τίποτα από το καθημερινό ψωμί -παρασκευάζεται από το ίδιο αλεύρι- και όμως η τιμή της είναι υψηλότερη, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και το μικρότερο βάρος της.

Για την ταραμοσαλάτα πάλι, συστήνουν ταραμά με λευκό έως καστανό ανοιχτό χρώμα, γιατί έτσι αποφεύγουμε τις χρωστικές ουσίες. Επίσης, προσέχουμε το χρώμα να είναι ομοιόμορφο σε όλη την ποσότητα της και η οσμή και η γεύση της ευχάριστη.

Όσοι προτιμήσουμε να αγοράσουμε θαλασσινά, πρέπει να γνωρίζουμε ότι είτε πωλούνται χύμα είτε συσκευασμένα, πρέπει να συνοδεύονται από κάποιες υποχρεωτικές πληροφορίες, μέσω της επισήμανσης (ετικέτας) τους. Συγκεκριμένα, για τα χύμα θαλασσινά η ετικέτα πρέπει να περιλαμβάνει εμπορική ονομασία πώλησης (π.χ. σουπιά), προέλευση, μέθοδο παραγωγής (π.χ.«αλιεύτηκε στη θάλασσα…» ή «αλιεύτηκε σε γλυκά νερά…» ή «εκτροφής ή υδατοκαλλιέργειας…») και τιμή πώλησης ανά κιλό βάρους.

Για τα συσκευασμένα θαλασσινά πάλι, η επισήμανση (ετικέτα) πρέπει να περιλαμβάνει και σε αυτή την περίπτωση εμπορική ονομασία πώλησης, μέθοδο παραγωγής και τιμή πώλησης ανά κιλό βάρους. Επιπλέον, για τα συσκευασμένα αναγράφεται καθαρό βάρος, χρονολογία ανάλωσης, αν έχει επεξεργαστεί, τυχόν άλλα συστατικά που περιέχει και αν είναι αλλεργιογόνα, ιδιαίτερες συνθήκες συντήρησης και χρήσης, όνομα-εμπορική επωνυμία-διεύθυνση του εργαστηρίου επεξεργασίας, με υγειονομικό σήμα (δηλαδή τη σφραγίδα της επιχείρησης, η οποία είναι μικρή και ελλειψοειδής, όπου αναφέρεται ο Κωδικός Αριθμός της επιχείρησης, πχ.EL 30.A.60. EU), περιοχή αλίευσης ή εκτροφής του προϊόντος, κατηγορία αλιευτικού́ εργαλείου που χρησιμοποιήθηκε σε περίπτωση προϊόντος αλίευσης.

Επιπλέον, για τις παρακάτω κατηγορίες θαλασσινών, πρέπει να γνωρίζουμε:
1. Μαλάκια
α. Κεφαλόποδα (Χταπόδια, Καλαμάρια, Σουπιές, Μοσχιοί, Θράψαλα, κ.λπ.): τα βρίσκουμε στην αγορά, είτε νωπά, είτε κατεψυγμένα ή αποψυγμένα (δηλαδή κατεψυγμένα που αποψύχθηκαν). Για τα νωπά προσέχουμε ιδίως την οσμή, η οποία πρέπει να είναι η οσμή θάλασσας, ενώ οποιαδήποτε άλλη θεωρείται μη φυσιολογική. Επίσης, η σάρκα πρέπει να είναι συμπαγής, ελαστική, γυαλιστερή και τα πλοκάμια-βεντούζες να είναι ανθεκτικά στο τράβηγμα. Τα κατεψυγμένα πάλι, πρέπει να συντηρούνται στο σημείο πώλησης σε καταψύκτη στους -18οC, να πωλούνται συσκευασμένα και να φέρουν τις προαναφερόμενες ενδείξεις.

β. Δίθυρα (Μύδια, Κυδώνια, Γυαλιστερές, Στρείδια, κ.λπ.): Πωλούνται συσκευασμένα σε μικρές συσκευασίες (συνήθως σε δίχτυ), οι οποίες φέρουν το υγειονομικό σήμα, καθώς και όλες τις υποχρεωτικές ενδείξεις. Σε κάθε περίπτωση τα οστρακοειδή πρέπει να είναι ζωντανά πριν καταναλωθούν και ο έλεγχός τους είναι εύκολος: τα κελύφη πρέπει να είναι ερμητικά κλειστά ή αν είναι μερικώς ανοιχτά, με την ελάχιστη πίεση πάνω στο κέλυφος πρέπει να κλείνουν ερμητικά μόνα τους. Αν τα κελύφη είναι ανοικτά, είναι ακατάλληλα και απορρίπτονται!

Επίσης, τα μύδια πωλούνται με κέλυφος ή αποκελυφωμένα και κατεψυγμένα. Τα αποκελυφωμένα συσκευάζονται μέσα σε πλαστικές σακούλες με μια ποσότητα πόσιμου νερού. Στην συσκευασία πρέπει να φέρουν όλες τις προαναφερόμενες υποχρεωτικές ενδείξεις. Τα κατεψυγμένα πρέπει να φέρουν, ομοίως, τις υποχρεωτικές ενδείξεις. To Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για την προστασία των καταναλωτών από τον ιό της ηπατίτιδας Α, συστήνει μαγείρεμα των οστρακοειδών στον ατμό για τουλάχιστον 90 δευτερόλεπτα ή βράσιμο στους 85-90οC, για 4 λεπτά πριν την κατανάλωση.

γ. Γαστερόποδα (σαλιγκάρια): Διατίθενται στην αγορά νωπά συσκευασία ή κατεψυγμένα. Τα νωπά πρέπει να είναι οπωσδήποτε ζωντανά και τα κατεψυγμένα πρέπει να φέρουν, στη συσκευασία τους, όλες τις υποχρεωτικές ενδείξεις.

2. Εχινόδερμα
Οι γνωστοί μας αχινοί πρέπει να είναι ζωντανοί όταν καταναλώνονται. Η διαπίστωση αυτή, γίνεται με απλή παρατήρηση, κατά την οποία βλέπουμε να κινούνται τα αγκάθια τους.

43660895 - grill mollusk, mussel cooking seafood street food and beach bbq

3. Μαλακόστρακα
Γαρίδες, Καραβίδες, Αστακοί, Καβούρια, Ψείρες, Γάμπαρι, κ.λπ. Όταν είναι ζωντανά εμφανίζουν κινήσεις στις κεραίες και στα πόδια. Πρέπει να έχουν ευχάριστη οσμή θάλασσας, τα αρθρωτά τους μέρη να είναι στερεά προσκολλημένα στο σώμα, η επιφάνειά τους γυαλιστερή και το κεφάλι τους δεν πρέπει να φέρει μαύρες εστίες ή να είναι όλο μελανιασμένο. Τα κατεψυγμένα πρέπει να φέρουν στη συσκευασία τους τις προβλεπόμενες ενδείξεις.

Προσοχή!
Πριν από κάθε προμήθεια θαλασσινών επιστρατεύουμε όλη την προσοχή μας. Τα θαλασσινά, γενικά, είναι εξαιρετικά ευαίσθητα. Η οσμή και η εξωτερική όψη τους είναι τα πιο σταθερά χαρακτηριστικά, για να κρίνουμε την καταλληλότητά τους. Πρέπει να ελέγχουμε, πάντα, το βάρος των προϊόντων, όταν τα αγοράζουμε (να τα ζυγίζουμε και αλλού). Ορισμένα είδη θαλασσινών διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους στην μορφολογία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την τιμή πώλησής τους, π.χ. καλαμάρια-θράψαλα, χταπόδια-μοσχιοί, μπαρμπούνια-κουτσομούρες. Πρέπει να προσέχουμε καλά την πινακίδα που αναγράφουν τις πληροφορίες της ονομασίας πώλησης. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για τα κατεψυγμένα αλιεύματα, που πωλούνται μετά από απόψυξη τους και στα οποία πρέπει να αναγράφεται ότι είναι αποψυγμένα στην πινακίδα πώλησης τους, ώστε να μην παραπλανηθούμε.

Τέλος, τα αλιεύματα που προέρχονται από υδατοκαλλιέργειες θαλασσινού ή γλυκού νερού πρέπει να αναγράφουν τις προαναφερόμενες αναλυτικά ενδείξεις, επίσης στην πινακίδα πώλησης τους. Ενδεικτικά στα είδη αυτά περιλαμβάνονται κυρίως τσιπούρες, λαβράκια, φαγκριά, μυλοκόπια, χιόνες ή μυτάκια, σολομός, γαρίδες, πέστροφες κ.ά. Θα πρέπει να επισημανθεί η μεγάλη ομοιότητα τους με τα άγρια είδη, αλλά και η μεγάλη διαφορά στις τιμές τους, με συνακόλουθο τον κίνδυνο παραπλάνησης του καταναλωτή.