Το εστιατόριο Άκρα στην Αθήνα δεν είναι απλώς ένας γαστρονομικός προορισμός. Είναι ένας τόπος ζωντανός, ένα σχολείο καθημερινής συνύπαρξης, μια σκηνή όπου η μαγειρική τέχνη και η αρχιτεκτονική ενώνονται σε έναν κοινό ρυθμό, γεμάτο συναίσθημα, τόλμη και τρυφερότητα. Πίσω απ’ αυτή τη μοναδική εμπειρία βρίσκεται η αρχιτέκτονας Μυρτώ Κιούρτη, η οποία προσέγγισε τον σχεδιασμό του χώρου με τη ματιά και την ευαισθησία κάποιου που αγαπά τα σπίτια και τους ανθρώπους που τα κατοικούν.

Συνάντησα τη Μυρτώ Κιούρτη μαζί με τους ιδρυτές του εμβληματικού, πλέον, εστιατορίου, τον σεφ Γιάννη Λουκάκη και τον pastry chef Σπύρο Πεδιαδιτάκη στο event της Franke, που έγινε με τη δημιουργική επιμέλεια της Design Ambassador “The Chef’s table – The great stage”. Με τόσα projects εστίασης που τρέχουν είναι αδύνατο να τους πετύχεις μαζί για πάνω από μισή ώρα στην Αθήνα… Η συνομιλία μας περιστράφηκε γύρω από τα Άκρα και τις συνθήκες δημιουργίας ενός χώρου που έκανε ακόμα και τους New York Times να μιλούν για αυτόν.

Η ανοιχτή κουζίνα του Άκρα δεν είναι θέαμα

«Αγαπώ πάρα πολύ τα σπίτια γιατί θεωρώ ότι εκεί βρίσκεται η καρδιά της κοινωνίας, της οικογένειας», λέει η ίδια. «Έτσι, όταν συνομίλησα με τους δύο σεφ, κατάλαβα ότι η σχέση τους με το φαγητό θύμιζε πολύ τη σχέση που έχουν οι γονείς με τα παιδιά τους: μαγειρεύουν με φροντίδα, με σκοπό τη θαλπωρή, όχι απλώς την απόλαυση».

Αυτό το συναίσθημα ήταν και η αφετηρία για το αρχιτεκτονικό όραμα του Άκρα: να μοιάζει με ένα μεγάλο, ζεστό σπίτι όπου οι δημιουργοί δεν κρύβονται στην κουζίνα, αλλά εκτίθενται, συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν. Γιατί η ανοιχτή κουζίνα του Άκρα δεν είναι θέαμα. Είναι πράξη εμπιστοσύνης. Ο χώρος σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ενισχύει την αίσθηση της κοινότητας — όχι με την αυστηρότητα ενός concept, αλλά με την ευαισθησία μιας καθημερινής συνθήκης.

Οι δύο σεφ και ιδιοκτήτες του Άκρα, Γιάννης και Σπύρος, μιλούν για την εμπειρία αυτή με ειλικρίνεια και ενθουσιασμό. «Στην αρχή το περιμέναμε πιο δύσκολο. Είχαμε άγχος για το πώς θα λειτουργήσει η κουζίνα τόσο εκτεθειμένη. Αλλά τελικά, αυτό που βιώσαμε ήταν μια απελευθέρωση. Όταν δουλεύεις μπροστά στον κόσμο, έχεις μια άλλη επίγνωση των κινήσεων σου. Δεν είσαι μόνο δημιουργός — είσαι και μέρος μιας σχέσης».

Ο Γιάννης προσέθεσε: «Για μένα, αυτός ο χώρος είναι ένα σχολείο. Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε εμάς και στον κόσμο. Αυτή η αμεσότητα μάς έκανε να επαναξιολογήσουμε και τη διαδικασία και την ευθύνη. Εδώ δεν παίζεις ρόλο — υπάρχεις».

Η Μυρτώ Κιούρτη επιβεβαιώνει ότι η πρόκληση δεν ήταν απλώς αισθητική. «Εμείς δεν θέλαμε να φτιάξουμε ένα αρχιτεκτονικό design συμφωνικό. Δεν μας ενδιέφερε η εντύπωση, αλλά η λειτουργία. Το να δημιουργήσουμε έναν χώρο που θα ζήσει — όχι απλώς θα φωτογραφηθεί».

«Μαχαίρια, αίματα, πρώτες ύλες, τεχνικές. Έχεις μπροστά σου πράξεις που κανονικά κρύβονται»

Ο σχεδιασμός του Άκρα, λοιπόν, ξεκίνησε χωρίς εντυπωσιακά 3D σχέδια, χωρίς μακέτες για να «πουλήσουν» το όραμα. Ξεκίνησε από μια αίσθηση: το πώς πρέπει να νιώθεις όταν εργάζεσαι ή κάθεσαι εκεί. Όταν μπήκαν οι πρώτοι καλλιτέχνες στον χώρο, όπως λέει η Κιούρτη, «παρατηρήσαμε ότι ο φούρνος ανοίγει δίπλα ακριβώς στον πελάτη — και όμως τελικά, δεν ενόχλησε κανέναν. Ήταν σαν όλοι να προσαρμόστηκαν φυσικά σε αυτή την κοινή εμπειρία».

Η εικόνα που περιγράφεται είναι σχεδόν κινηματογραφική: μαχαίρια, αίματα, πρώτες ύλες, τεχνικές, καπνοί και αρώματα να συνυπάρχουν με χαμόγελα, κουβέντες, βλέμματα. «Αυτό που συμβαίνει στα Άκρα είναι παράδοξο», λέει η Μυρτώ. «Έχεις μπροστά σου πράξεις που κανονικά κρύβονται, που ίσως σε σοκάρουν ή σε φέρνουν σε αμηχανία, και όμως εδώ τις αποδέχεσαι, τις παρακολουθείς, και τις απολαμβάνεις ως μέρος μιας τελετουργίας».

Το πνεύμα πειραματισμού χαρακτηρίζει τα Άκρα

Αυτό το πνεύμα πειραματισμού χαρακτηρίζει όχι μόνο την αρχιτεκτονική, αλλά και τη μαγειρική προσέγγιση των δύο σεφ. Το μενού αλλάζει τακτικά, αποφεύγοντας τα στερεότυπα, ενώ πολλές φορές η μέρα λειτουργεί σαν «γεγονός», χωρίς αυστηρό προγραμματισμό. Αυτή η ευελιξία, η επιμονή στο «να δούμε πώς αλλιώς μπορεί να γίνει», είναι που οδήγησε και σε σημαντικές διακρίσεις — ανάμεσά τους η διάκριση Bib Gourmand από τον Οδηγό Michelin για το 2024, που απονέμεται σε εστιατόρια που προσφέρουν εξαιρετική ποιότητα φαγητού σε προσιτές τιμές. Η κριτική του οδηγού επισημαίνει την καθημερινά ανανεωμένη κουζίνα με έμφαση στο ψήσιμο με ξύλα, την ανοιχτή κουζίνα που ενισχύει την εμπειρία του επισκέπτη και τη χαλαρή, νεανική ατμόσφαιρα του χώρου.

Παρά την επιτυχία, η ομάδα του Άκρα δεν δείχνει να εφησυχάζει. Ίσα-ίσα, συνεχίζει να πειραματίζεται. Ετοιμάζουν νέο χώρο στη Θεσσαλονίκη, με φιλοσοφία αυτοεξυπηρέτησης και all-day ροή, ενώ έχουν ήδη συνεργαστεί σε νέα concepts στην Αθήνα και την Πάρο. Όπως λένε χαρακτηριστικά: «Το Άκρα ήταν ένα πείραμα. Και τώρα θέλουμε να δούμε πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτός ο τρόπος σκέψης».

Η Μυρτώ Κιούρτη παραμένει πιστή στη στάση της απέναντι στην κριτική: «Δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους. Αν κάνεις κάτι που πιστεύεις, κάτι δικό σου, θα υπάρξουν και θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Και είναι καλό αυτό. Αν δεν ενοχλεί κανέναν, ίσως δεν έχει αρκετή δύναμη». Το Άκρα, τελικά, δεν είναι μόνο εστιατόριο. Είναι ένα πλαίσιο ελευθερίας — για τον σεφ, για τον αρχιτέκτονα, για τον επισκέπτη. Είναι ένας τόπος ζωντανός, όπου η εμπειρία προηγείται της εικόνας και η φροντίδα προηγείται της τεχνικής.

Photos Curated by the Design Ambassador / Photographer Aphroditi Houlaki

Δείτε επίσης

Ζohόs: Μια σύγχρονη απόδοση της πεντανόστιμης ελληνικής κουζίνας