Κάθε φορά που καταναλώνουμε ένα προϊόν, δεν τρέφουμε μόνο το σώμα μας, τροφοδοτούμε και ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής, μεταφοράς και εμπορίου. Η σόγια, μια από τις βασικές πρώτες ύλες για φυτικά προϊόντα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η τροφή διανύει χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσει στο τραπέζι μας.

Η Ελλάδα εισάγει το μεγαλύτερο ποσοστό της σόγιας που καταναλώνει, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, στις πολιτείες που ανήκουν στη ζώνη της Μέσης Δύσης, Ιλινόις, η Αϊόβα, η Μινεσότα, η Ιντιάνα και το Οχάιο, η καλλιέργεια σόγιας αποτελεί αγροδιατροφική βιομηχανία με τεράστια παραγωγή. Πιο συγκεκριμένα, στην παγκόσμια κλίμακα, οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων παραγωγών, μαζί με χώρες όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή. Παρότι τα τελευταία χρόνια, η Βραζιλία έχει αναδειχθεί ως ο μεγαλύτερος παραγωγός σόγιας στον κόσμο, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες σε παραγωγή, εντούτοις εξακολουθούν να διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διεθνή αγορά σόγιας, εξάγοντας σόγια και προϊόντα που προέρχονται από σόγια σε διάφορες χώρες σε όλο τον κόσμο.


Φωτογραφία: Αργύρης Βαλασιάδης / Cantina

Από το Μεξικό στον Πειραιά

Από ένα χωράφι σόγιας στην Iowa ή στο Illinois μέχρι το λιμάνι αναχώρησης συνήθως στον Κόλπο του Μεξικού και από εκεί με πλοίο μέχρι το λιμάνι του Πειραιά ή της Θεσσαλονίκης, η διαδρομή δεν είναι καθόλου μικρή. Η σόγια, διανύει περισσότερα από 10.000 χιλιόμετρα για να φτάσει στην Ελλάδα. Αν υπολογίσουμε και τη μεταφορά εντός ΗΠΑ και την εσωτερική διανομή στη χώρα μας, φτάνουμε τα 12.000 χιλιόμετρα ή 7.500 διατροφικά μίλια (food miles).

Αυτό το μεγάλο ταξίδι συνεπάγεται και υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, καύσιμα, εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και ενέργεια που επενδύεται για τη μεταφορά μιας πρώτης ύλης.
Η χρήση της σόγιας εφαρμόζεται τη μεγάλη βιομηχανία ζωοτροφών και την ανθρώπινη κατανάλωση, καθώς και σε μη διατροφικά προϊόντα. Το ποσοστό της παραγωγής που προορίζεται για τη διατροφή του ανθρώπου περιλαμβάνει τρόφιμα καθημερινής κατανάλωσης όπως είναι το γάλα σόγιας, το αλεύρι σόγιας, το τόφου, ο «κιμάς» σόγιας, η σάλτσα σόγιας (soya sauce) και άλλα.


Φωτογραφία: Αργύρης Βαλασιάδης / Cantina

Αξίζει να εξαρτόμαστε από τόσο μακρινές πηγές;

Η αυξανόμενη παγκόσμια ανησυχία για τη βιωσιμότητα στη διατροφή μάς καλεί να αναρωτηθούμε αν είναι απαραίτητο να βασιζόμαστε σε τόσο μακρινές πηγές; Υπάρχουν τοπικές εναλλακτικές που μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση, είτε για ζωική παραγωγή είτε για φυτικά προϊόντα; Η απάντηση μπορεί να βρίσκεται πολύ πιο κοντά από όσο νομίζουμε στον θεσσαλικό κάμπο. Με τις κατάλληλες υποδομές και επενδύσεις, καλλιέργειες όπως ο αρακάς, το φασόλι, το ρεβίθι, οι φακές, ακόμα και το φαγόπυρο, θα μπορούσαν να καλύψουν μέρος των αναγκών σε πρωτεΐνη, τόσο για ανθρώπινη κατανάλωση όσο και για ζωοτροφές.

Οι Έλληνες παραγωγοί έχουν ήδη δείξει ενδιαφέρον για τη μετάβαση σε εναλλακτικές καλλιέργειες υψηλής διατροφικής και εμπορικής αξίας όπως είναι η κινόα. Σε περιοχές όπως η Καρδίτσα, τα Τρίκαλα και η Λάρισα, μικρές ομάδες παραγωγών πειραματίζονται με νέα μοντέλα παραγωγής, αξιοποιώντας το μικροκλίμα, τη γη και, εν μέρει, την τεχνογνωσία της περιοχής. Η μετάβαση αυτή δεν είναι εύκολη καθώς απαιτεί στήριξη, έρευνα, καινοτομία και εμπορικά δίκτυα. Όμως, όπως όλα δείχνουν, είναι πιθανή, απαραίτητη και στρατηγικά ωφέλιμη. Η μείωση των food miles (διατροφικά μίλια), η διασφάλιση της αυτάρκειας και η αναβάθμιση του ελληνικού πρωτογενούς τομέα μπορούν να πάνε χέρι-χέρι.

Η επόμενη μέρα της διατροφής ίσως να μην κρύβεται σε ένα container στον Ατλαντικό, αλλά σε ένα θερμοκήπιο στον θεσσαλικό κάμπο.

Η νίκη του «προβλέψιμου» έναντι του «ποιοτικού»

Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις είναι η παγκοσμιοποιημένη αλυσίδα εφοδιασμού που επιλέγει τον προβλέψιμο προμηθευτή αντί του ντόπιου παραγωγού. Προτιμά την ομοιογένεια αντί για την εποχικότητα. Προτιμά τον concentrate από το φρέσκο. Και φυσικά, προτιμά να πληρώσει λιγότερα ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται περισσότερα χιλιόμετρα, περισσότερες εκπομπές CO₂ και αποψιλωμένες καλλιέργειες στον Αμαζόνιο για σόγια.

Όσο συνεχίζουμε να επαναπαυόμαστε σε αυτό το μοντέλο, η ελληνική πρωτογενής παραγωγή θα μαραζώνει. Η σόγια θα φτάνει με καράβια από τον Κόλπο του Μεξικού και το τραπέζι μας θα γεμίζει με τροφές που είναι οικονομικά συμφέρουσες αλλά διατροφικά και πολιτισμικά άδειες.


Φωτογραφία: Αργύρης Βαλασιάδης / Cantina

Τι θα άλλαζε το παιχνίδι;

  • Επενδύσεις στη μεταποίηση κοντά στις καλλιέργειες.
  • Συμβολαιακή γεωργία με σταθερές συμφωνίες για τη χρήση ελληνικών πρώτων υλών.
  • Επιδότηση εναλλακτικών καλλιεργειών πρωτεΐνης στον θεσσαλικό κάμπο και αλλού.
  • Εκπαίδευση και προωθητικές για τη σύνδεση του καταναλωτή με την έννοια της «τοπικής τροφής».
  • Η διατροφική πολιτική είναι ζήτημα γεωργικής ταυτότητας, αυτάρκειας, βιωσιμότητας και κοινού μέλλοντος.

Αυτά είναι μόνο μερικά από τα θέματα που θα συζητηθούν στο 1ο Cantina Academy
θα δοθεί σειρά προτεραιότητας σε 50 συμμετέχοντες από όλη την Ελλάδα.
Δηλώστε συμμετοχή στην Ανοιχτή Πρόσκληση 


Φωτογραφία: Αργύρης Βαλασιάδης / Cantina

Δείτε επίσης

Γιατί επιλέξαμε τη Θεσσαλία για το 1ο Cantina Academy

Πόσα χιλιόμετρα διανύει η τροφή μας;

Food miles: Φρεσκοαρμεγμένο γάλα από τα Μεσόγεια, στη θρυλική Στάνη της Ομόνοιας