Η Ρωξάνη Μάτσα, μία από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού αμπελώνα, ξετυλίγει την ιστορία του ιστορικού Κτήματος Μάτσα, ενός από τους ελάχιστους αμπελώνες που επιβιώνουν εντός του αστικού ιστού της Αττικής.

«Έσωσα 123 στρέμματα για να κρατήσω ζωντανό τον αμπελώνα μας. Πούλησα 181 για να πληρωθούν οι φόροι κληρονομιάς όταν πέθανε ο πατέρας μου», λέει η ίδια, σκιαγραφώντας τη σκληρή πραγματικότητα που βίωσε σε ηλικία μόλις 17 ετών.

Η πορεία της ξεκινά με προσωπικές θυσίες: «Ήμουν παιδί. Έτρεχα σε οινομαγειρεία και καρβουνιάρικα για να πουλήσω κρασί και μούστο. Ήταν μια φρίκη. Δεν είχα σπουδάσει γεωπόνος, ήμουν γραφίστρια από τη σχολή Δοξιάδη. Έπρεπε όμως να μάθω τη δουλειά».

Από τις πιο συγκλονιστικές της αφηγήσεις αφορά την πολιτική στοχοποίηση που δέχτηκε στη δεκαετία του ’80:
«Δεν με αποδεχόταν η κοινωνία. Μου ξήλωναν την περίφραξη, μου ξερίζωναν φυτά. Με παρουσίαζαν ως εχθρό του λαού, επειδή κράταγα ένα κτήμα σε εποχή που έλεγαν “τα κτήματα Μάτσα στο λαό”».

Παρά τις επιθέσεις, τις απειλές, ακόμα και την ψυχολογική εξόντωση, η Ρωξάνη Μάτσα παρέμεινε σταθερή: «Το κτήμα είχε αξία για όλους, κράταγε ελεύθερο χώρο. Αλλά για να αναγνωριστεί αυτό, έπρεπε πρώτα να το αποδεχτεί η κοινωνία. Αυτό άργησε πολύ».

Η καθοριστική της στροφή ήρθε όταν η εταιρεία Μπουτάρη επένδυσε στο Κτήμα. «Μου έδωσαν τεχνογνωσία, με στήριξαν οικονομικά. Δεν πίστευα στην τύχη μου. Αυτή η συνεργασία κράτησε 44 χρόνια».

Σήμερα, το Κτήμα Μάτσα στέκεται ζωντανό, σύμβολο αντίστασης και ανανέωσης σε μια περιοχή που φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αμπελώνα της Ελλάδας — με την ποικιλία Σαββατιανό να πρωταγωνιστεί ξανά, μαζί με την αναγέννηση της ρετσίνας.

Η ίδια δεν διστάζει να πει τη γνώμη της ευθέως «Δεν λείπει το προϊόν από την Αττική, λείπει η ενορχήστρωση. Χρειάζεται αφήγημα, συνεργασία, καινοτομία και σεβασμός στο τοπίο και την ιστορία του».