Εάν αποφασίσουμε να βουτήξουμε βαθιά στην αρτοποιητική παράδοση της Αθήνας, μία από τις εμβληματικότερες ιστορίες που θα ανασύρουμε είναι αυτή της άφιξης της πρώτης, αυθεντικής τυρόπιτας κουρού από την Πόλη, κάπου το 1906, στη βιτρίνα του υπεραιωνόβιου «Άριστον». Είναι αυτή ακριβώς η τυρόπιτα που έκανε τον φούρνο του Αναστάσιου Λομποτέση να ξεπουλήσει 10.000 κομμάτια, σε μόλις μερικές ώρες, μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα και την ομιλία του στο συγκεντρωμένο πλήθος, στο Σύνταγμα, το 1974.

Και πάλι, είναι η ίδια τυρόπιτα που σήμερα «διώχνει» από τις βιτρίνες του -ιστορικού πλέον- Άριστον πάνω από 1500-2000 τεμάχια καθημερινά, επιβεβαιώνοντας στη συνείδηση των νέων και στις μνήμες των παλαιότερων, τους λόγους για τους οποίους με τέτοια σφοδρότητα και αφοσίωση αγαπήθηκε, από τη Μελίνα Μερκούρη, τον Κωστή Παλαμά, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη και την Ισιδώρα Ντάνκαν.

Κουρού, όπως λέμε τραγανή ζύμη

Όταν ο Αναστάσιος Λομποτέσης, στις αρχές του 1900 και σε ηλικία μόλις 15 ετών, εγκατέλειπε την πατρίδα του τη Ζάκυνθο για να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη στην Κωνσταντινούπολη, δεν φανταζόταν καν ότι 124 χρόνια μετά, το επίθετό του θα στόλιζε την ταμπέλα ενός καταστήματος-τοπόσημο του αθηναϊκού Κέντρου που, πλέον, από το 2018 έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Από τον πρώτο κιόλας χρόνο του στην Πόλη εργάστηκε ως αρτοποιός. Ο θάνατος όμως του πατέρα του τον ανάγκασε να επιστρέψει, αρχικά, πίσω στην πατρίδα και έπειτα, με κληρονομιά τις γνώσεις που απέκτησε από τους Κωνσταντινοπολίτες τεχνίτες, να μετακομίσει μόνιμα στην Πρωτεύουσα προκειμένου να ανοίξει τη δική του επιχείρηση. Τα βήματά του τον έφεραν στο νούμερο 10 της οδού Βουλής (ήταν μόλις 21 ετών) εκεί όπου συστεγάζονταν τρία μικρά καταστήματα σε ένα οίκημα που ανήκε στους Σερπίερη και Αβέρωφ. Έτσι, ξεκίνησε να γράφει την ιστορία του Άριστον.

Μέχρι τότε, οι φούρνοι εκείνης της εποχής ήταν πολύ συγκεκριμένοι και πέρα του ότι ήταν χρήσιμοι καθότι, αναλάμβαναν να ψήσουν τα φαγητά των νοικοκυριών, παρήγαγαν περιορισμένους κωδικούς προϊόντων: Ψωμί, παξιμαδάκια, κουλουράκια, πάστες, λογής-λογής βουτήματα. Η λέξη πίτα ήταν ξένη στα εργαστήριά τους, πόσο μάλλον στις βιτρίνες και στα ράφια τους. Όπως το ίδιο ξένη ήταν και η εικόνα ενός πελάτη να αγοράζει, στο χέρι, ένα έδεσμα από τον φούρνο και να το καταναλώνει επί τόπου στο δρόμο, επιστρέφοντας στο σπίτι ή πηγαίνοντας στη δουλειά του. Αυτό ακριβώς το άγραφο, άτυπο καθεστώς ήρθαν να αλλάξουν οι τυρόπιτες κουρού (στην Πόλη κουρού σημαίνει ξερή ζύμη) του Αναστάσιου Λομποτέση, οι οποίες και πάλι όμως για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι και την έλευση των fast food-άδικων στην πρωτεύουσα (που πλέον ο κόσμος άρχισε να κυκλοφορεί στο δρόμο με πίτες και burgers στο χέρι), αγοράζονταν από το κατάστημα και καταναλώνονταν μέσα στη στοά και όχι στο δρόμο!

Το 1947, οικόπεδο και οίκημα, πωλούνται και περνούν πλέον στην ιδιοκτησία του ελληνικού Δημοσίου. Το Ταμείο Εμπόρων έρχεται τότε σε συνεννόηση με τον Αναστάσιο Λομποτέση, καταλήγοντας σε παράταση της μίσθωσης του οικήματος και σε συμφωνία πως η επιχείρησή του θα έπρεπε να απομακρυνθεί από το σημείο έως ότου ολοκληρωθούν οι αναγκαίες διαδικασίες επανασχεδιασμού και ανακαίνισης του κτιρίου. Ήταν η περίοδος που ο Ζακυνθινός φούρναρης μετέφερε τις ήδη διάσημες τυρόπιτές του από την οδό Βουλής, λίγα βήματα πιο μακριά, στην Καραγεώργη Σερβίας. Όταν πλέον έφτασε η ώρα της επιστροφής (περίπου 4 χρόνια αργότερα), ο Αναστάσιος Λομποτέσης δεν γύρισε μόνος του. Μαζί του, στο νέο κατάστημα, έφερε και τον εξαιρετικής τεχνοτροπίας φούρνο της εταιρείας Dumbrill (1,80 επί 4,50 μ.), ο οποίος εξακολουθεί μέχρι και τώρα να λειτουργεί, και μάλιστα, όπως πληροφορούμαστε από τον δισέγγονό του και σημερινό ιδιοκτήτη του Άριστον, Δημήτρη Παναγιωτόπουλο, υπάρχει μόνο ένας ακόμα όμοιός του στην Ευρώπη και βρίσκεται σε φούρνο της Αυστρίας.

Το σλόγκαν που άφησε εποχή: «Από το 1910, Βουλής 10»

Ο γιος του Αναστάσιου, Διονύσης δεν άργησε να μπει και αυτός στην επιχείρηση και μάλιστα όταν το 1967 ο πατέρας του πεθαίνει, αναλαμβάνει αυτός τα ηνία του Άριστον. Είναι η εποχή που τοποθετείται η νέα ταμπέλα του καταστήματος και η οποία εξακολουθεί και παραμένει, με ειδική άδεια χρήσης, ακριβώς η ίδια και στην ίδια πάντα θέση, μέχρι και σήμερα: Ζαχαροπλαστείον Άριστον – Διον. Λομποτέσης – Από το 1910 Βουλής 10». Ο παππούς Αναστάσιος, παρ’ ότι άνοιξε το κατάστημα το 1906, είχε φροντίσει -ομολογουμένως πολύ μπροστά από την εποχή του- κυρίως για μαρκετινίστικους λόγους να χρησιμοποιήσει στην επιγραφή τη χρονολογία 1910 για να ταιριάξει, να κάνει ρίμα, με τον αριθμό του κτιρίου.

Ωστόσο, αυτό που τόσο χαρακτηριστικά θυμούνται οι παλιοί πελάτες εκείνης της εποχής (γύρω στο ’70), είναι η εμβληματική φυσιογνωμία της μητέρας του Διονύση, καθήμενη συνήθως πίσω από το ταμείο, με τα μεγάλα χαρακτηριστικά σκουλαρίκια και το ζεστό χαμόγελό της, που καλημέριζε χρόνια ολάκερα θαμώνες και περαστικούς. Και μπορεί ο παππούς Διονύσης να «έφυγε» νωρίς, όμως η αμέσως επόμενη γενιά με τις κόρες του και ειδικά με την μητέρα του Δημήτρη, Αναστασία (δεν είχε καν προλάβει ακόμα να «πατήσει» τα 30), βρέθηκε χωρίς καθυστερήσεις και σε μία αβίαστη ακολουθία των πραγμάτων, να σηκώνει μόνη της κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα «βάρη» της οικογενειακής επιχείρησης.

Κατά μάνα, κατά κύρη

Η Αναστασία, ωστόσο, έχοντας στο πλευρό της και τον σύζυγό της Θοδωρή Παναγιωτόπουλο («έφυγε» και αυτός πρόσφατα από τη ζωή), πήγαν τη φήμη -μαζί με την προϊοντική γκάμα- του μαγαζιού, ένα βήμα παραπέρα: Με «ναυαρχίδα» τους, λοιπόν, την τυρόπιτα κουρού και αφού είχαν ήδη λανσάρει το φύλλο σφολιάτας στις λαοφιλείς τους σπανακόπιτες (το πρώτο ταψί σπανακόπιτας που ανέβηκε από τον φούρνο στη βιτρίνα, άδειασε μέσα στα 10 πρώτα λεπτά), αποφάσισαν να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα γέμιση. Από το 1996 μέχρι σήμερα, ο φούρνος του Άριστον έχει ξεφουρνίσει περισσότερα από 190 διαφορετικά είδη πίτας (μέχρι και πίτα γαρίδας πωλούσαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στα 90’s), ενώ πλέον το νούμερο αυτό έχει περιοριστεί στους συνολικά 50 κωδικούς. Κάθε γέμιση και μία ιστορική διαδρομή ανά την Ελλάδα, μία γλυκιά ή αλμυρή μνήμη που ανατρέχει πίσω στις ρίζες των ανθρώπων που με τόσο μεράκι εργάστηκαν για χρόνια ολόκληρα πάνω από τις ζύμες και τους πάγκους του Άριστον.

«Αυτές οι μνήμες είναι που αφήνουν το αποτύπωμά τους σε κάθε γωνιά του μαγαζιού και ζυμώνονται μαζί με τις μνήμες των πελατών μας» λέει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης ο οποίος παρά το νεαρό της ηλικίας του (είναι μόλις 24 ετών) αποδεικνύεται μέχρι στιγμής άξιος συνεχιστής της οικογενειακής παράδοσης και έτοιμος, όπως δηλώνει, να «γράψει» και αυτός, τα δικά του χιλιόμετρα στο στίβο της επιχείρησης Λομποτέση.

Όσο για το τί τον συγκινεί περισσότερο; «Το ότι υπάρχουν πελάτες μας σήμερα που μπορεί να ξεκινήσουν από την Κηφισιά ή τη Γλυφάδα και να κατέβουν στο Κέντρο μόνο και μόνο για να φάνε ξανά κάποια από τις πίτες μας, και μάλιστα πολλοί από αυτούς δίνουν και μεταξύ τους ραντεβού στη στοά μας. Το ότι υπερήλικες πελάτες μας μοιράζονται μαζί μου τις δικές τους αναμνήσεις από το μαγαζί και τους προγόνους μου. Και φυσικά, το ότι η φήμη του Άριστον έχει ταξιδέψει πάνω από ηπείρους και ωκεανούς, φτάνοντας μέχρι την Αμερική ή ακόμα και την Αυστραλία. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον Αυστραλό τουρίστα που ήρθε με τα μπαγκάζια του κατευθείαν από το αεροδρόμιο στο μαγαζί γιατί είχε διαβάσει για εμάς και ήθελε η τυρόπιτα κουρού του Άριστον να είναι η πρώτη του γεύση από Ελλάδα».