Η επικρατούσα άποψη είναι ότι δεν πρέπει να πηγαίνουμε για ύπνο με γεμάτο στομάχι. Νέα έρευνα όμως, έρχεται να καταρρίψει αυτή τη θεωρία, ισχυριζόμενη ότι μάλλον δεν επιφέρει κανένα όφελος στην υγεία.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο Okayama στην Ιαπωνία απορρίπτουν τη θεωρία ότι πρέπει να αφήνουμε ένα δίωρο κενό μεταξύ βραδινού γεύματος και ύπνου, καθώς αυτή η αποχή είναι απίθανο να επηρεάσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Ειδικότερα, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που συνέλεξαν μεταξύ των ετών 2012 και 2014, από 1573 υγιείς μεσήλικες και μεγαλύτερης ηλικίας άτομα στην δυτική Ιαπωνία. Τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες, ενώ κανένας δεν έπασχε από διαβήτη ή έστω είχε συναφείς με το διαβήτη παθήσεις.
Η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε τις διατροφικές συνήθειες των συμμετεχόντων, καθώς και το βάρος τους, πόσο γρήγορα έτρωγαν, εάν αθλούνταν και πόσο και εάν κάπνιζαν. Παράλληλα μετρούσαν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους, ενώ σε ένα μικρό ποσοστό των συμμετεχόντων είχε ζητηθεί να πηγαίνουν συχνά για ύπνο δύο ώρες αφού είχαν φάει το βραδινό τους.
Όπως διαπίστωσαν, αυτό το δίωρο μεταξύ φαγητού και ύπνου είχε ελάχιστη επίδραση στην αύξηση ή μη των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Αντιθέτως, άλλοι παράγοντες όπως η πίεση του αίματος και η φυσική δραστηριότητα επηρέαζαν πολύ περισσότερο τη γλυκόζη.
Συνεπώς, όπως αναφέρουν στο επιστημονικό περιοδικό «BMJ Nutrition, Prevention and Health», όπου δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνας τους, περισσότερη έμφαση θα πρέπει να δίνεται στο να έχει κάποιος έναν ισορροπημένο τρόπο ζωής γενικά, παρά να βασίζεται απλά σε ένα μικρό διάστημα μεταξύ ύπνου και φαγητού.
«Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η εξασφάλιση ενός μικρού διαστήματος μεταξύ του τελευταίου γεύματος της ημέρας και του ύπνου δεν επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα», δηλώνουν. Επίσης, πρόσθεσαν ότι «πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή στις υγιεινές μερίδες και τα συστατικά των τροφών, στον επαρκή ύπνο, στην αποφυγή του καπνίσματος, στην κατανάλωση αλκοόλ με μέτρο και στην μείωση του υπερβολικού σωματικού βάρους, καθώς αυτές οι μεταβλητές είχαν μεγαλύτερη επίδραση στη μεταβολική διαδικασία».