Κρατήστε το όνομά του, θα το ακούτε συχνά στο μέλλον. Ο μόλις 26 ετών σήμερα Σταύρος τέλειωσε τις σπουδές μαγειρικής σε ιδιωτική σχολή στην Ελλάδα και αμέσως έφυγε στο εξωτερικό για να μάθει την πραγματική υψηλή μαγειρική εκτός εστίας, στα δύσκολα.
Με πείσμα και επιμονή κατάφερε να μπει σε κουζίνες αστεράτες και απαιτητικές: Μισέλ Ρου, Γκόρντον Ράμσεϊ, Αρνό Μπινιόν, Ντάνιελ Χουμ. Οχι για πρακτική, αλλά ως εργαζόμενος, έπειτα από συνεντεύξεις και τεστ. Από μόνο του αυτό δηλώνει πολλά για τις ικανότητες, το ταλέντο και το πείσμα του.
«Τα δύο χρόνια που δούλεψα στο εστιατόριο του Μισέλ Ρου στο Λονδίνο, θα έλεγα ότι ήταν για μένα το Χάρβαρντ. Ηταν η πρώτη μου δουλειά. Πήγα, έκανα δοκιμαστικό και με δέχτηκαν. Ηταν δύο πολύ δύσκολα χρόνια, με ένταση, κούραση, κλάμα, αλλά και πείσμα και θέληση για γνώση. Δούλευα από τις 8 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα. Πήρα πολύτιμα μαθήματα για τη ζωή και τις αντοχές μου, έμαθα πώς να μην τα παρατάω στα δύσκολα». Ακολούθησε ο Γκόρντον Ράμσεϊ. «Εκεί δούλευα περισσότερες από 90 ώρες την εβδομάδα, Εφευγα μετά τα μεσάνυχτα και κάθε πρωί το ξυπνητήρι χτυπούσε στις 4.45».
Και έπειτα ήρθε το The Greenhouse και ο Αρνό Μπινιόν για να τον φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην κουζίνα που αγαπά, εκείνη των καθαρών γεύσεων, των λίγων υλικών και της ανάδειξής τους. Επόμενος σταθμός του η Νέα Υόρκη και στόχος το καλύτερο εστιατόριο στον κόσμο, το 3άστερο Eleven Madison Park του Ντάνιελ Χουμ, όπου και καταφέρνει να προσληφθεί έπειτα από ολοήμερες εξετάσεις κλεισμένες μήνες πριν. «Οταν μπήκα την πρώτη μέρα στην κουζίνα είδα 40 μάγειρες να δουλεύουν αθόρυβα. Είναι τέτοια η οργάνωση, που δουλεύουν όλοι όπως ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Κάθε μέρα, στις 5 το απόγευμα, λίγο πριν ανοίξει το εστιατόριο, γίνεται γευστική δοκιμή στην κουζίνα. Αν το πιάτο που έχεις αναλάβει να φτιάξεις δεν είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι, πηγαίνει στα σκουπίδια και η διαδικασία ξεκινάει από την αρχή. Υπάρχει μια λέξη που όλοι στην κουζίνα φοβόμαστε: Redo (ξαναφτιάξ’ το)!».