Ακριβής, σοβαρός και άτεγκτος κριτής. Αλλά και χαρισματικός σεφ. Και ευπροσήγορος συνομιλητής. Και τρυφερός πατέρας. Και δεινός πιανίστας. Και θέσει κοσμοπολίτης. Ο ψηλός της «τρόικας» του γαστρονομικού reality είναι πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε.
Στο σακίδιο πλάτης του, το οποίο είναι κάτι σαν προέκταση του σώματός του, για κάποιον ακατανόητο -ακόμα και στον ίδιο- λόγο έχει κάπου καταχωνιασμένο έναν νυχοκόπτη. Στο σπίτι του, όπου συνήθως κυκλοφορεί ξυπόλητος, δεν μαγειρεύει σχεδόν ποτέ. Έχει αφήσει τη «βρώμικη» δουλειά στη σύζυγό του, τη Δέσποινα. Στο εστιατόριό του, το «Nolan» στην οδό Βουλής, επαναπροσδιορίζει την ταλαιπωρημένη και στρεβλά χρησιμοποιημένη φιλοσοφία της fusion γαστρονομίας. Ή, για να είναι κανείς ακριβής, την τοποθετεί στην ορθολογική, στην τίμια βάση της, επιχειρώντας με μαστοριά και χωρίς παρωπίδες θεωρητικά ανήκουστα παντρέματα, όπως εκείνο της παλαμίδας με το σουτζούκι. Αν κατάφερνε να απαγορεύσει και τα κινητά τηλέφωνα στους θαμώνες του εστιατορίου, το πιστό ποίμνιο του οποίου αυξάνεται γεωμετρικά, θα μπορούσε να καυχιέται ότι άγγιξε την ευτυχία στον απόλυτο βαθμό. Άλλωστε έχει και υγεία και αγάπη και επαγγελματική αναγνώριση, τρία από τα συστατικά που, όπως για τους περισσότερους έτσι και για εκείνον, ορίζουν σε αδρές -έστω μικροαστικές- γραμμές τη συνταγή της ευδαιμονίας.
Ο Σωτήρης Κοντιζάς, αν έπρεπε να παρομοιάσει τον εαυτό του με κάποια πρώτη ύλη, θα επέλεγε σχεδόν αυθόρμητα τη μελιτζάνα. Όπως λέει, έχει το γνώθι σαυτόν για να καταλαβαίνει ότι υπάρχουν φορές που και ο ίδιος χρειάζεται ξεπίκρισμα. Στην πραγματικότητα, όμως, εκεί είναι η νοστιμιά – και της μελιτζάνας και του 37χρονου σεφ. Στην επεξεργασία, στην προσπάθεια, στη διαδικασία να δει κανείς πίσω από την πρώτη εικόνα. Εκείνη δηλαδή του απρόσιτου, αυστηρού και σνομπ γαστρονόμου που είναι έτοιμος να κεραυνοβολήσει όποιον υποψήφιο συνάδελφό του δεν πληροί μέχρι κεραίας τα κριτήριά του. Αλλά στην αληθινή ζωή η εικόνα του Κοντιζά πόρρω απέχει από τα θέσφατα και τις βεβαιότητες.
Οι αβεβαιότητες, οι παύσεις μεταξύ του γεμάτου πριν και του αχαρτογράφητου μετά, τα κενά είναι η κινητήριος δύναμη για να εξελίσσεται, να επανατοποθετείται απέναντι στη ζωή, τους άλλους και, κυρίως, τον εαυτό του και τελικά να γίνεται μια καλύτερη εκδοχή του. Γι’ αυτή την ασταθή ισορροπία του μίλησε με τη χαρακτηριστική πραότητα και το υποδόριο, πνευματώδες χιούμορ του στο περσινό TedX Athens. Ουσιαστικά αφηγήθηκε μέσα σε κάτι περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας μια επιτομή της ζωής του, την οποία έχει φροντίσει να κρατά αποστειρωμένη από όλων των λογιών και των ειδών τα απωθημένα. Όχι άκοπα, όχι δίχως ρίσκο, όχι χωρίς να δραπετεύσει από ανθρώπους και καταστάσεις που όριζαν κατά καιρούς την πολύ προσωπική comfort zone του.
Φυσικά και υπήρξαν αμήχανες στιγμές σ’ αυτές τις μεταβάσεις. Οπως τη μέρα που ντυμένος με κοστούμι και γραβάτα -υπάλληλος σε τράπεζα ακόμα τότε- εμφανίστηκε με το βιογραφικό σημείωμά του ανά χείρας μπροστά στον Χριστόφορο Πέσκια. Οχι για να δειγματίσει κάποιο τραπεζικό προϊόν, αλλά για να ζητήσει δουλειά. Ηταν μια μάλλον αταίριαστη στολή εργασίας. Ο Κοντιζάς τότε δεν είχε γαστρονομικές εικόνες, παραστάσεις και κατάρτιση. Δεν είχε αποφοιτήσει κάποια σχολή μαγειρικής – ούτε και τελείωσε ποτέ κάποια, αν και προσπάθησε αργότερα να μαθητεύσει. Το μοναδικό εφόδιο του διάσημου σήμερα σεφ ήταν η αγάπη του για το φαγητό, αλλά και μια ξεθωριασμένη, πλήρης ρομαντισμού, εφηβική φαντασίωση, όταν ονειρευόταν να γίνει δοκιμαστής φαγητού. Ανέκαθεν του άρεσε το φαγητό. Αν και δύσκολα θα τον φανταζόταν κανείς με μπουτάκια και μαγουλάκια, ο Κοντιζάς υπήρξε και αυτό το παιδί το οποίο πόρρω απέχει από τη σημερινή ψηλόλιγνη φιγούρα του.
Ο Πέσκιας τού έδωσε την ευκαιρία, αλλά και το έναυσμα να ταξιδέψει, να γνωρίσει νέες εμπειρίες, να αναμετρηθεί με το ταλέντο του, όταν μία ημέρα πριν από τις διακοπές του καλοκαιριού και ενώ ο Κοντιζάς είχε ενταχθεί στην μπριγάδα τού του ανακοίνωσε ότι ήταν πια καιρός να απογαλακτιστεί. Σήμερα ο κριτής του «MasterChef» ανακαλεί εκείνες τις δύο εβδομάδες των διακοπών στην Αστυπάλαια που τον βρήκαν κατ’ ουσίαν άνεργο ως τις καλύτερες της ζωής του. Η προτροπή του Χριστόφορου Πέσκια έγινε απλώς η αφορμή να αναζητήσει από την αρχή το κέντρο βάρος του. Για να μπορεί να αφηγείται σήμερα την ιστορία του που έχει μέσα DNA και παιδικές αναμνήσεις από την πατρίδα της μητέρας του, την Ιαπωνία, σπαράγματα από 90s βιντεοπαιχνίδια, εικόνες από τις σπουδές του στα έδρανα του Παντείου, παραστάσεις από την κουζίνα του θρυλικού «48», του «Geranium» της Κοπεγχάγης και του διάστερου «The Ledburry» του Λονδίνου, τη γεύση του πατσίτσιου αλλά και των ράμεν.
Και αυτή την εξιστόρηση δεν την κάνει για να κομπάσει για τα επαγγελματικά ανδραγαθήματά του, ούτε για να αποδείξει πόσο σπουδαίος είναι. Αλλωστε ακόμα ο τρόπος που αντιμετώπισε την πρόσκαιρη απαξία των συμμαθητών του, όταν στο σχολείο τον φώναζαν περιπαικτικά «φουτζίτσου», μαρτυρά ότι ο Κοντιζάς επέλεγε πάντα να αυτοπροσδιορίζεται. Ο σεφ του «Nolan» μιλά για τη ζωή του -με φειδώ σε σχέση με τη μαζική απεύθυνση και την επιδραστικότητα που απολαμβάνει χάρη και στη θηριώδη τηλεοπτική επιτυχία του «MasterChef»- περισσότερο για να θυμάται και ο ίδιος ότι η ζωή ποτέ δεν μπορεί να υποταχθεί στην ακινησία. Βέβαια καλύτερη υπόμνηση γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να υπάρχει από την τριάμισι ετών κόρη του, την Τσιχίρο, και τον δέκα μηνών γιο του. «Για να μπορείς να δώσεις χαρά πρέπει να είσαι ο ίδιος χαρούμενος. Διαφορετικά δεν θα προσφέρεις, θα το βλέπεις πάντα σαν θυσία και στο μέλλον θα ζητάς τα ρέστα από τον άνθρωπο που δεν σου ανταπέδωσε αυτό που περίμενες», είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του για την κοσμοθεωρία του ως πατέρας. Είπαμε, ο Σωτήρης Κοντιζάς δεν θέλει απωθημένα. Επιλέγει να ζει. Και αυτό βγαίνει (και) στα πιάτα του.