Λένε ότι η τηλεόραση έβαλε την κουζίνα στη ζωή μας και ότι μάς εξοικείωσε με όρους και με πρόσωπα μαγείρων που, διαφορετικά, πιθανόν να μη γνωρίζαμε ποτέ. Πόσο θετικό ήταν όμως; Που ξέρουμε ή νομίζουμε πως ξέρουμε τι είναι ένα coulis ή ότι υπάρχει μια ρίζα που τη λένε «παστινάκη»; Μάθαμε μήπως τι υφή πρέπει να έχει ένα coulis ή αν στέκει να σερβίρει κανείς φαγητά με ρίζες μες το κατακαλόκαιρο; Έχω παρακολουθήσει κάποιες φορές το MasterChef – στην πρώτη έκδοσή του μάλιστα, εκλήθην κριτής σ’ ένα επεισόδιο – ωστόσο, ομολογώ, ότι το ίδιο το τηλεπαιχνίδι δεν με τράβηξε ποτέ τόσο ώστε να στηθώ για 240 λεπτά μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που με χάλαγε ήταν η μόνιμη διάσταση ανάμεσα στην εικόνα και στη γεύση, που στην ουσία αντικατοπτρίζει και τη διαφορά μεταξύ παιχνιδιού και αληθινής κουζίνας.

Η παντοδυναμία της εικόνας

Αν ακούσει κανείς όσα λένε οι παίκτες και προσπαθήσει να αναλύσει τις σκέψεις που κάνουν για συνθέσουν τα πιάτα τους αντιλαμβάνεται ότι οι περισσότεροι δεν αντιμετωπίζουν το φαγητό που μαγειρεύουν ως ενιαίο σύνολο. Νοιάζονται για το επιμέρους, για τα «στησίματα», για την εικόνα του πιάτου τους. Σχεδιάζουν τις συνταγές τους, βέβαια, με βάση τα υλικά που πρόλαβαν να «μαζέψουν», έχοντας ως μοναδικό στόχο να αποδείξουν ότι κατέχουν τις σύγχρονες τεχνικές. Εστιάζουν στις φιοριτούρες και στις λεπτομέρειες, αλλά δεν βλέπουν τη μεγάλη εικόνα. Κατανοώ ότι για αυτό ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και το format της εκπομπής, που οδηγεί τους διαγωνιζόμενους σε βεβιασμένες επιλογές. Όταν ο παίκτης νιώθει πως πρέπει να κάνει αγώνα δρόμου για να «βγάλει» μια συνταγή, ενώ, στην πραγματική ζωή, ένας μάγειρας δουλεύει για μέρες ή και μήνες μέχρι να τη φέρει στο επιθυμητό επίπεδο, καταλαβαίνουμε πως, πέραν του ότι στερείται του απαιτούμενου γνωστικού υπόβαθρου, δεν έχει καν την πολυτέλεια του χρόνου.

Μαγειρεύουν καλύτερα οι αναγνωρίσιμοι;

Από την άλλη πληθαίνουν, δυστυχώς, οι ιδιοκτήτες εστιατορίων που, θεωρώντας προσόν το πέρασμα από την τηλεόραση, επιδιώκουν να προσλάβουν τον αναγνωρίσιμο μάγειρα από κάποιο τηλεπαιχνίδι. Όμως όσο θα εξακολουθεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο τόσο θα γεμίζουν τα πιάτα μας με λάδια σγουρού βασιλικού, τζελ γλυκοπατάτας, αφρούς ουασάμπι και διάφορα άλλα φούμαρα και τόσο θα ευτελίζεται η ποιότητα του προσφερόμενου φαγητού στη χώρα μας, αλλά και του ίδιου του επαγγέλματος του μάγειρα, που απαιτεί αφοσίωση, σταθερότητα, προσήλωση και σκληρή δουλειά.