Ο οινοποιός που αποθέωσε το ροζέ κρασί και δημιούργησε την πιο επιτυχημένη ετικέτα στον κόσμο αφηγείται τη διαδρομή της ζωής του από το Μπορντό στην Προβηγκία.
Η ανθρωπότητα οφείλει να αποδίδει τιμές ήρωα στον Σάσα Λισίν. Μπορεί τα επιτεύγματα του πολυμήχανου επιχειρηματία και οραματιστή οινοποιού να μην άλλαξαν τον κόσμο, προσδιόρισαν όμως από την αρχή τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε την έννοια της ευζωίας και της ευωχίας. Κι αυτό είναι τουλάχιστον κατόρθωμα. Τι τόσο κοσμογονικό πέτυχε ο Ρωσογάλλος γκουρού της παγκόσμιας οινοποιίας; Νομιμοποίησε το ροζέ κρασί. Προηγουμένως βέβαια το εξέλιξε, το αναβάθμισε, του προσέδωσε χαρακτήρα, μα πάνω απ’ όλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Χωρίς τον Λισίν το ροζέ κρασί δεν θα είχε πιθανότατα γνωρίσει την αλματώδη ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας, αυτή που ανάγκασε την ποπ κουλτούρα να το χαρακτηρίσει «σαμπάνια των millennials». Ναυαρχίδα αυτού του κινήματος έγινε το Whispering Angel, ένα κρασί που ο 60χρονος οινοποιός δημιούργησε μόλις το 2006 στην κοιτίδα του ροζέ, την Προβηγκία.
To Chateau d’Esclans χρονολογείται από το 1201 και για την αναπαλαίωσή του χρειάστηκε επένδυση ύψους 1 εκατ. δολαρίων.
Πολυταξιδεμένος, κοσμοπολίτης, ευρυμαθής και ευπροσήγορος, ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης του περίφημου Chateau d’Esclans στην καρδιά της Προβηγκίας δεν ξεκινά τη συζήτηση από το αγαπημένο του θέμα, δηλαδή το κρασί, αλλά από το πρόσφατο ταξίδι του στην Ελλάδα. Ο Λισίν πριν από λίγες εβδομάδες ήρθε για πρώτη φορά στα ελληνικά νησιά και ο ενθουσιασμός του ήταν ανάγλυφος. «Μόλις επέστρεψα στη Γαλλία από την καταπληκτική χώρα σας. Ημουν στις Κυκλάδες. Πήγα στη Σαντορίνη, στη Μύκονο, στη Σύρο, στην Αμοργό, στη Νάξο. Αν είχα μείνει λίγο παραπάνω, θα είχα πτωχεύσει. Γιόρτασα τα 60ά γενέθλιά μου στην Ελλάδα. Λάτρεψα τις εκκλησίες, τα ξωκλήσια και τους ιερούς ναούς -είμαι κι εγώ Ρώσος ορθόδοξος χριστιανός-, ειδικά τον καθεδρικό της Σύρου», λέει με χαρά μικρού παιδιού. Μιλάει ακόμα για ένα κρασί που δοκίμασε στη Σαντορίνη, δηλώνοντας ενθουσιασμένος για την παλαίωσή του κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά και το αξέχαστο δείπνο του στη Μύκονο τη βραδιά των γενεθλίων του.
Ο 60χρονος οινοποιός πιστεύει ότι η ζωή πρέπει να είναι ευκολόπιοτη, να την απολαμβάνει κανείς όπως ακριβώς ένα ποτήρι κρασί, και αυτό βγαίνει ακόμα και στην εκφορά του λόγου του. «Είναι αλήθεια. Πάντα πίστευα ότι τα πιο απλά πράγματα στη ζωή είναι και τα καλύτερα. Το κρασί πρέπει να φτιάχνεται για να ταιριάζει στη γεύση των ανθρώπων. Θέλεις ισορροπία, θέλεις φρουτώδεις νότες, θέλεις οξύτητα και ένταση. Το κρασί είναι ευχαρίστηση, είναι ένα δώρο. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να είναι ευκολόπιοτο. Φυσικά και υπάρχουν περίτεχνα κρασιά που απαιτούν ειδικές προδιαγραφές και ειδικές συνθήκες για τη δημιουργία τους. Πάντα στο τέλος ενός δείπνου κοιτάζω στο τραπέζι για να δω ποια μπουκάλια κρασιού έχουν αδειάσει. Και πάντα το πιο περίτεχνο και ίσως το πιο “δύσκολο” είναι γεμάτο. Καταλαβαίνω λοιπόν ότι οι άνθρωποι εκτιμούν τα απλά, ευχάριστα και ευκολόπιοτα κρασιά», λέει. Ο Λισίν γνωρίζει το κρασί όσο λίγοι. Δεν είχε απλώς το προνόμιο να μεγαλώσει στο πατρογονικό οινοποιείο στη βόρεια Γαλλία, αλλά, όπως λέει, βαφτίστηκε μέσα σε ένα δρύινο βαρέλι κρασιού. Η μοίρα του ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη. «Γεννήθηκα στο Μπορντό. Τότε ο πατέρας μου είχε ήδη ξεκινήσει την ενασχόλησή του με την οινοποιία. Είχε ένα κτήμα στη Βουργουνδία και είχε επενδύσει και σε αμπελώνες στο Μπορντό. Ξέρετε, βαφτίστηκα μέσα σε ένα βαρέλι κρασιού. Και πάντα αγαπούσα το κρασί. Μεγάλωσα και έπαιξα μέσα στα αμπέλια. Ημουν τυχερός, γιατί γνώρισα το κρασί από όλες τις πλευρές του. Δούλεψα στον αμπελώνα, στο οινοποιείο, στην εμπορία, στη διανομή και το μάρκετινγκ, σπούδασα ακόμα και σομελιέ».
Η συγκομιδή των σταφυλιών στους αμπελώνες του Chateau γίνεται από τα ξημερώματα μέχρι το μεσημέρι.
Ο θησαυρός των εμπειριών του τον καθιστά, αν μη τι άλλο, τον πλέον ειδικό για να απαντήσει ποιο είναι τελικά το πιο εντυπωσιακό στάδιο στη διαδικασία παραγωγής ενός κρασιού. «Η παραγωγή είναι πάντα εντυπωσιακή. Πλέον έχει αναχθεί σε επιστήμη. Ομως πλέον για μένα το πιο εντυπωσιακό είναι το πώς καταφέρνεις να χτίσεις ένα παγκόσμιο brand. Αυτό με ερεθίζει προσωπικά. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ξέρουν να φτιάχνουν καλό κρασί και άλλοι τόσοι που ξέρουν πώς να πουλήσουν το κρασί. Αλλά υπάρχουν ελάχιστοι που μπορούν να κάνουν καλά και τα δύο. Είμαι αρκετά τυχερός που μπορώ να κάνω και τα δύο», καταλήγει. Η σύντομη, μόλις δεκαπεντάχρονη αλλά πυκνή ιστορία του Chateau d’Esclans τον επιβεβαιώνει. Πώς όμως από τον Βορρά της Γαλλίας αποφάσισε να μετοικήσει στον Νότο; «Το να μείνω απλώς στο Μπορντό και να αναλάβω την οικογενειακή οινοποιία θα ήταν σαν να βάζω απλώς το κερασάκι σε μια τούρτα που είχε φτιάξει κάποιος άλλος. Πρώτη φορά βρέθηκα στο Chateau d’Esclans το 1994. Από τότε διατίθετο προς πώληση. Ωστόσο, δεν είχα τα χρήματα για να το αγοράσω. Επέστρεφα διαρκώς στο κτήμα μέχρι το 2005, όταν αποφάσισα ότι ήταν πια καιρός να κάνω κάτι. Είχα πουλήσει το οικογενειακό οινοποιείο, όμως ασχολούμουν ακόμα με το κρασί. Είδα περίπου 30 οινοποιεία στην περιοχή, αλλά σκέφτηκα ότι αυτό ήταν το πιο όμορφο μέρος απ’ όσα είχα δει. Και αποφάσισα εκεί να γίνει ο τόπος γέννησης κάτι εντελώς καινούριου. Δουλέψαμε πολύ και επενδύσαμε πολλά χρήματα. Και ξαφνικά η δουλειά απέδωσε», εξιστορεί.
Στην πραγματικότητα ο Λισίν είχε ήδη στο μυαλό του ένα στρατηγικό σχέδιο, ή μάλλον ένα όραμα αλλά και τη γνώση για να το κάνει να δουλέψει. «Εκείνο που ήθελα ήταν να δημιουργήσω κάτι από το μηδέν. Ηθελα να φτιάξω ένα παγκόσμιο brand. Εχοντας μια ολιστική γνώση για το κρασί δεν ήταν δύσκολο να πουλήσω το προϊόν μου. Ομως το θέμα είναι ότι ο πελάτης επιστρέφει στο προϊόν σου όταν μέσα στο μπουκάλι βρει την αρτιότερη ποιότητα. Φυσικά, πιστεύω πολύ στο περιτύλιγμα, στην εμφάνιση και τη συσκευασία ενός πολύ καλού κρασιού, αλλά και στη διανομή του. Μπορεί να φτιάχνεις το καλύτερο κρασί και να το παρουσιάσεις με τον καλύτερο τρόπο. Ομως πρώτα απ’ όλα πρέπει να το κάνεις γνωστό. Για να το γνωρίσει ο κόσμος χρειάζεται χρόνος. Εμείς φτάσαμε στο σημείο που είμαστε σήμερα μέσα σε μόλις δεκαπέντε χρόνια. Και μάλιστα σε μια κατηγορία κρασιού που ήταν μάλλον παραγνωρισμένη, ίσως και παραγκωνισμένη. Το ροζέ κρασί δεν τύχαινε ποτέ σεβασμού. Γι’ αυτό θέλαμε να φτιάξουμε ένα αληθινό κρασί, το καλύτερο ροζέ στον κόσμο. Και προσπαθήσαμε να το βάλουμε στα πιο σικ και κοσμοπολίτικα σημεία, όπως στο Zuma, στο La Petite Maison, στο Soho House, στο Annabel’s. Αυτό χρειάζεται χρόνο, κόπο και δουλειά. Πήγαμε εμείς στον καταναλωτή αντί να περιμένουμε ο καταναλωτής να έρθει σε μας». Η επιτυχία του Whispering Angel δομήθηκε ποτήρι το ποτήρι – ήταν μια από τις βασικές αρχές του Λισίν το κρασί να προσφέρεται όχι μόνο ανά φιάλη αλλά και με το ποτήρι. Και σημαντικό ρόλο στη διάδοσή του έπαιξαν οι γυναίκες, όπως λέει. «Στον χάρτη μάς έβαλαν οι γυναίκες – έβρισκαν ωραίο το χρώμα στο ποτήρι τους. Και η ροζέ σαμπάνια βοήθησε. Πριν από 30 χρόνια κανείς δεν έπινε ροζέ σαμπάνια και τώρα είναι ακριβότερη από τη λευκή. Αν μπορούσε να έχει τέτοια επιτυχία ένα αφρώδες ροζέ κρασί γιατί όχι κι ένα εξαιρετικό ροζέ κρασί;».
Τα κρασιά που παράγονται είναι τα Whispering Angel, Rock Angel, Les Clans και Garrus.
Η διαδρομή του Whispering Angel, του πιο επιτυχημένου ροζέ κρασιού στον κόσμο, επιβεβαιώνει ότι η αναρώτηση του Λισίν ήταν ρητορική. Ο 60χρονος σήμερα οινοποιός πήρε κάτι παλιό (ένα Chateau που χρονολογείται στο 1201 και για την αναπαλαίωσή του χρειάστηκε επένδυση ενός εκατομμυρίου ευρώ) και κάτι παραγκωνισμένο (το ροζέ κρασί) και δημιούργησε όχι απλώς ένα ποιοτικό, νέο, διαφορετικό κρασί, αλλά ένα brand με οικουμενική ακτινοβολία. Το ίδιο δημοφιλή είναι και τα αδέλφια του Whispering Angel, Rock Angel, Les Clans και Garrus. «Είμαστε εστιασμένοι στην αγορά των ΗΠΑ. Αν θες να δημιουργήσεις ένα brand με οικουμενική απήχηση ξεκινάς από εκεί και συνεχίζεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή τη στιγμή τα κρασιά μας είναι διαθέσιμα σε περισσότερες από 100 χώρες. Θέλαμε πολύ να διεισδύσουμε και στην αγορά της Ασίας. Ξέρετε, οι άνθρωποι ταξιδεύουν και θέλαμε να μας βρίσκουν σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν πήγαιναν – είτε στη Μύκονο, είτε στην Ιμπιζα, είτε σε κάποιο θέρετρο της νοτιοανατολικής Ασίας», λέει ο Λισίν. Μάλιστα, τα κρασιά του Chateau D’Esclans είναι πια τόσο αγαπητά από τους καταναλωτές, ώστε ακόμα και η πανδημία δεν κατάφερε να τραυματίσει τη σχέση τους. «Είμαστε τυχεροί γιατί σε τέτοιους καιρούς οι άνθρωποι στρέφονται σε προϊόντα και brands που αναγνωρίζουν, δεν μπαίνουν στη διαδικασία να ανακαλύψουν κάτι καινούριο. Μπορεί αρχικά η αγορά μας να ήταν κατά κύριο λόγο τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, όμως γρήγορα επεκταθήκαμε και στη λιανική αγορά. Πλέον οι άνθρωποι αγοράζουν το κρασί μας και το απολαμβάνουν στο σπίτι τους. Οπότε η επιχείρησή μας δεν επηρεάστηκε δραματικά από την πανδημία. Στην Αγγλία έχουμε διπλασιάσει τις πωλήσεις μας, η αγορά της Γερμανίας, όπως και της Ελβετίας, βρίσκονται σε ανοδική πορεία. Οι καταναλωτές ακόμα και στην περίοδο του lockdown συνέχισαν να απολαμβάνουν το κρασί μας στο σπίτι τους. Θα σας πω και κάτι ακόμα. Οταν κανείς είναι χαρούμενος ή γιορτάζει μπορεί να πιει τα πάντα, όταν όμως βρίσκεται σε μια δύσκολη στιγμή θα επιλέξει πολύ προσεκτικά αυτό που θα πιει. Οπως και στην καραντίνα, πολλοί επέλεξαν το Whispering Angel για να βάλουν μια αχτίδα από την Προβηγκία και τη μυθολογία της μέσα στο σπίτι τους».
Tο Chateau d’Esclans έχει περισσότερα από 183 στρέμματα αμπελώνων, ενώ το σύνολο της ιδιοκτησίας ξεπερνά τα 659 στρέμματα.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Gala που κυκλοφορεί με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Δείτε επίσης:
Η blogger που συστήνει την ελληνική κουζίνα στους Ιάπωνες
Ρικάρντο Τζιράουντι: Ο star του γαστρονομικού ευ ζην
Chef’s table: Δημήτρης Κατριβέσης (Thama/Τήνος)